Τρεις παραλλαγές γύρω απ’ το θάνατο
«Ειν’ η ζωή μας ποταμοί
που το πέλαο του θανάτου
καταπίνει».
Χόρχε Μανρίκε
1
Δεν το μπορώ να ζω σαν τα ποτάμια
που τραγουδούν ανάμεσα σε λιβάδια και κρίνους
βράχους απότομους και σύγκλαρα σπασμένα,
μην ξέροντας πως τα προσμένει η θάλασσα,
τ’ άσωτο πράσινο και τ’ ανεμοδαρμένο
που στην αλάτινη καρδιά της γίνονται ψάρια τα ποτάμια.
Δεν το μπορώ σαν τη φωτιά να βγάζω φλόγες,
που χορευτών φωτίζουν πρόσωπα κεφάτα
ή χρωματίζουν το άγχος στις πονεμένες όψεις
μην ξέροντας πως η αύρα το φως τους θα σκοτώσει
και το νερό σε στάχτες τα ρόδα τους θα σβήσει.
Στη μέση της ζωής τραγουδάμε το θάνατο:
τη θάλασσα των ποταμιών και το νερό της φλόγας.
2
Για σύμβολα θανάτου δεν περνιούνται τα κόκαλα,
μήτε οι κόχες που αδειάσαν, μήτε τ’ άχαρο σάβανο.
Τα κόκαλα είναι μόνον η μπασία του θανάτου.
Τα κόκαλα άμα πάψουν να ’ναι κόκαλα
κι αρχίσουν στην ασπράδα τους μικρόβια να σαλεύουν,
την ώρα αυτή γεννιέται η ποίηση του θανάτου,
προβάλλει το δημιουργικό σύμβολο του θανάτου.
Για με δεν ειν’ ο θάνατος σταυρός κοιμητηριού,
μήτε μια μεταφυσική των δειλών αυταπάτη,
μήτε βαθιών φιλόσοφων ολοσκότεινο χάος.
Για μένα ειν’ο θάνατος ένας ίσκιος που φτιάχνει
κάτασπρες πεταλούδες που διασχίζουν τους δρόμους τ’ ανέμου,
δέντρα που ανακατεύουν το μητρικό πολτό της γης
φωτεινές νερομάνες που τινάζουν τα σπλάχνα του κόσμου.
3
Θρήνου κι αγάπης το παιδί είναι χρυσαλίδα
ειν’ η πρώτη στροφή από ’να ποίημα,
ενός ψηλού βουνού η πλαγιά η πρώτη.
Κι ειν’ ο χαμός ενός παιδιού ανόητος τόσο
όσο κι ενός πρωιού που γίνεται ίσκιος.
Αν μιας μάνας σχιστήκαν χτες οι σάρκες
κι ένας ψίθυρος άσπρος της ξύπνησε τα στήθη,
αυτό το αίμα, αυτό το γάλα, αυτός ο πόνος
ήταν οι ρίζες των βημάτων κάποιου ανθρώπου.
Τρελός μονάχα ξυλοκόπος κόβει δέντρο
που ειν’ ο κορμός του μόλις χλωρό κι άχρηστο φύτρο.
Τρελός μονάχα θάνατος σκοτώνει ένα παιδί,
σβήνει μια αγάπη πριν τη γέννησή της,
στεγνώνει δάκρυα πριν χυθούν ακόμα.
Όσο πεθαίνουμε παιδιά,
δεν μπορώ να συλλάβω το νόημα του θανάτου.
Μετάφραση: Ηλίας Ματθαίου