Αποχαιρετισμός ΙΙ
Βουλιάζει ο ήλιος πίσω απ’ τα βουνά
το σκιερό δείλι πέφτει στις κοιλάδες
γεμάτο δροσερή φρεσκάδα.
Δες το φεγγάρι, κολυμπά σαν ασημένιο πλοίο
πάνω στις γαλανές θάλασσες των ουρανών.
Νιώθω ένα φίνο αεράκι να φυσά
πίσω απ’ τα σκοτεινά πεύκα.
Το δυνατό μελωδικό τραγούδι του ρυακιού
διαπερνά το σκοτάδι.
Χλωμά λουλούδια φύονται στο λυκόφως.
Η γης βαθιανασαίνει καθώς αναπαύεται
κι αποκοιμιέται.
Η νοσταλγία γίνεται όνειρο
κι οι κουρασμένοι άνθρωπο
τραβούν για τα νοικοκυριά τους
να βρουν στον ύπνο λίγη ξεχασμένη ευτυχία
κάτι απ’ τη νιότη τους και πάλι.
Τα πουλιά κουρνιάζουν σιωπηλά
επάνω στα κλαδιά
ο κόσμος βυθίζεται στον ύπνο.
Μόνο το δροσερό αγέρι περνά
μεσ’ από τους ίσκιους των πεύκων.
Στέκομαι εδώ και καρτερώ το φίλο μου.
Τον περιμένω να του πω το τελευταίο «χαίρε».
Λαχταρώ, φίλε να ζήσω την ομορφιά του δειλινού
στο πλευρό σου.
Πού είσαι; Μ’ άφησες μόνο τόσα χρόνια.
Πλανιέμαι πάνω κάτω με τον αυλό μου
σε μονοπάτια με παχιά κι απαλή χλόη.
Ω εμορφιά κι ω κόσμε για πάντα μεθυσμένε
από ζωή κι από έρωτα!
Κατέβηκε απ’ τ’άλογό του και του ’δωσα
την κούπα του αποχωρισμού
Τον ρώτησα για πού τραβούσε κι ακόμη,
γιατ’ ήθελε να φύγει.
Μίλησε, κι η φωνή του σάμπως πίσω από ’να πέπλο.
Φίλε, μου είπε,
η Τύχη
δε στάθηκε αγαθή για με σ’αυτό τον κόσμο.
Για πού τραβώ; Θα τριγυρίζω πάνω στα βουνά
γυρεύοντας λίγη ανάπαψη για τη μοναχική καρδιά μου.
Θα πλανηθώ στη χώρα που με γέννησε,
στην πατρίδα,
ποτέ μου έξω απ’ την πατρίδα.
Ήρεμη η καρδιά μου καρτερεί την ώρα της.
Παντού η εράσμια γη ανθίζει
και πρασινίζει μες στην άνοιξη
γι’ άλλη μια φορά. Παντού για πάντα οι ορίζοντες
λαμπεροί και γαλάζιοι.
Για πάντα και για πάντα.
Μετάφραση: Αμαλία Τσακνιά