Κι εγώ
Τραγουδάω κι εγώ Αμερική.
Είμαι το αδέρφι το πιο σκούρο.
Να φάω με στέλνουν στην κουζίνα
Σαν κοπιάσει συντροφιά,
Μα γελάω,
Και τρώω καλά,
Και δυναμώνω.
Αύριο
Θε νά ’μαι στο τραπέζι
Σαν κοπιάσει συντροφιά.
Δε θα τολμήσει ούτ’ ένας
Να μού πει
«Φάε στην κουζίνα»,
Τότε πια.
Χώρια που
Πόσο είμαι όμορφος θα δουν
Και θα ντραπούν –
Είμαι κι εγώ Αμερική.
Ο Νότος
Ο νωθρός, ο γελαστός ο Νότος
Στο στόμα του το αίμα γνόφος.
Ο ηλιοπρόσωπος ο Νότος,
Με του θεριού τη ρώμη,
Με του βλαμμένου τα μυαλά.
Ο παιδιάστικος ο Νότος
Να ξύνει στης σβηστής φωτιάς τις στάχτες
Για τα κόκκαλα ενός Νέγρου.
|Το μπαμπάκι, το φεγγάρι,
|Ζεστασιά, γη, ζεστασιά,
Ο ουρανός, ο ήλιος, τα άστρα,
Ο ολομυριστός μανόλια Νότος.
Όμορφος σα μια γυναίκα,
Πλανευτής σα σκουρομάτα
Πόρνη, παράφορη, σκληρή,
Γλυκοχείλα, συφιλιάρα –
Νά ’τος δα ο Νότος.
Κι εγώ, μαύρος οπού ’μαι, θα την αγαπούσα
Μα στο πρόσωπο με φτύνει.
Κι εγώ, μαύρος οπού ’μαι,
Πολλά θε να έδινά της δώρα κι ακριβά
Μα την πλάτη της μου στρίβει.
Έτσι, γυρεύω τώρα το Βορρά –
Τον παγοπρόσωπο Βορρά,
Γιατί ετούτος, όπως λένε,
Κάνει καλλιά αγαπητικιά,
Και στο σπίτι της δα μέσα τα παιδιά μου
Μπορεί και να γλιτώσουνε του Νότου τη γητειά.
Μετάφραση: Νίκος Λάιος