Χωρίς να κυτταχτεί
Χωρίς να κυτταχτεί μες στο φεγγάρι
χωρίς να γνωριστεί μέσα στην ώρα
σηκώνοντας στην όχθη τη φωνή της
αφήνει τ’ ανεξάντλητα πουλιά.
Λευκή σαν ψύχα γιασεμιού
πλέει δροσερή μες στην αγάπη.
Απλή ξυπνάει τα φλάουτα
σα μια γιορτή
χωρίς μι’ αχτίδα να λεκιάζει την καρδιά της
τον ύπνο της ν’ αργεί.
Ανοίγει την πιο διάφανη στιγμή
ρίγος ξανθό του διάφανου νερού,
σπουργίτι του πρωϊνού που ξεσηκώνει
τη λιτανεία των σημάντρων μες στο φως.
Ο Άνεμος
Ο άνεμος κρατά στ’ άσπρα κωδωνοστάσια
μιαν αγκαλιά κορίτσια
που κρούουν τα μεσάνυχτα
τις καμπανούλες του έαρος.
Ο άνεμος από φιλί και θαλασσιά κορδέλα
σκήνωσε μες στο σώμα μου
σκήνωσε μες στο φως μου
και ψιχαλίζει.
Μες στα προσεχτικά τετράδιά μου
γράφω για τους αστερισμούς
για τον Κριό και για τον Ταύρο
για το παιδί που ξημερώνεται άντρας.
(Ο άνεμος κρατά μες στις τριανταφυλλιές
Τους σγουρούς πλόκαμους της νύχτας).
Κερί ξανθό μοσχοβολά
στο γυμνό γόνατο της λύπης
στην πέτρα που ονειροπολώ
τα δώρα της Αρήτης.
Σα να μη σ’ έχω χάσει ποτέ
Τώρα που κινδυνεύω να σ’ έχω ή να μη σ’ έχω
που έχουν περάσει η λησμονιά κι η ελπίδα
σα μια καταιγίδα από πάνω μου
ξανατρέχω για μια τελευταία φορά τον ίδιο το δρόμο.
Μπορεί να ξανασυναντήσω μέσα σ’όλες τις νύχτες τον ίσκιο σου
μπορεί να με συνεπάρεις, ξανά, όπως ο καθαρός αυτός ουρανός,
τούτο το απόγευμα που αναπαύεται μέσα μου.
Πρώτη φορά δοκιμάζω τόση άνεση,
ο άνεμος έρχεται σαν ένα μικρό θαύμα
και κουβεντιάζει μαζί μου.
Ακούω το φως που περπατά πάνω στα φύλλα.
Σα να μη σ’ έχω χάσει ποτέ,
να μην είχες περάσει απ’ τον ύπνο μου.