Ο Πιερότος
Είχα πει για πόλη με σπασμένους δρόμους
και για πού να φύσαε – τάχα – είπα ο Νότος,
ναι, για – τάχα – νάμουν (με γκραν φλου στους ώμους)
ένας λυπημένος πιερότος.
Και πως τάχα η πόλη (ώ, τι χρόνια εκείνα!)
νάταν η Χαλκίδα στα γητέματά της
–μια κι αυτή θλιμμένη – τάχα – κολομπίνα
και να κλαίω εγώ στα γόνατά της…
……………………………………………………
Κι – ω, τι θάμα! – να’μαι στην καμπή ενός δρόμου,
με, στη μπέρτα μύρια τ’ άστρα και Σελήνες,
φρίσσουν – μπρος στο Νότο – γύρω απ’ το λαιμό μου
κι οι πλισαριστές μου κολλαρίνες.
Κι ειν’ σπασμένοι οι δρόμοι κι ειν’ η πόλη η ίδια
η Χαλκίδα (ως όταν νάπνεε – έλεα – ο Νότος)
ρουζ έχω στη μύτη και γλυκά φχιασίδια
κι είμαι κείνος (πουειπα) ο Πιερότος…
Μα – τι θάμα πάλι! – δίχως κολομπίνα
(είτε αυτή θλιμμένη), ούτε’γω κλαμένος!
Ω – του νου – πετώντας δω την σερπατίνα
τώρα εγώ γελάω ο γελασμένος…
Σκέπτομαι πως θάμα είσαι έτσι ως είσαι
με καπέλο κλόουν, ω Χαλκίδα – ως τότε –
να μου λες κλαμένη: Πιερότε ζήσε,
ζήσε – μην πεθαίνεις, Πιερότε…
Τίποτα
Πολύ αργόν το βράδυ εσβούσε
και τίποτα ’ταν το φεγγάρι
κι ό,τι ’ταν λύπη δε λυπούσε
και τίποτα δεν είχε χάρη.
Μόν’ ήταν βράδυ, τίποτ’ άλλο,
με δίχως τίποτα στην έγνοια•
κι αυτό το τίποτα ν’ μεγάλο
στα τίποτα τα τιποτένια.
Κι έλεα μέσα μου: τί τάχα
τί τάχα νάταν που μ’ελύπει,
αφού’γω τίποτα για νάχα
δεν ένιωθα (χαρά, είτε λύπη).
Παρά έτσι, τίποτα σκεφτόντας
κι άλλο ήρθε τίποτα απ’ αγάλι:
πως τίποτα δεν μούπες – όντας
στρέψαντας – μ’ είδες – το κεφάλι…