Επιτύμβια Επιγράμματα
111.
Μικρόσωμος ήταν∙ κι αν δεν σε νοιάζει, άσε τι λέω.
Σου μιλώ για τον Στράτωνα, του Λάμψακου το γιο,
που όλα τα χρόνια με τις αρρώστιες του πάλευε,
ώσπου μια μέρα, απρόοπτα, πέθανε και ούτε κατάλαβε.
112.
Ούτε γα τον Λύκωνα θ’αποφύγω να πω
που πέθανε όντας κουτσός. Και αυτό με εκπλήσσει•
σε μια νύχτα μόνο έκανε δρόμο μέχρι τον Άδη,
ενώ μέχρι τότε δεν περπατούσε δίχως βοήθεια.
113.
Μια οχιά γεμάτη θανάτου φαρμάκι
δάγκωσε τον σοφό Δημήτριο
και των ματιών του τη λάμψη σκοτείνιασε
κατάμαυρος Άδης.
114.
Ήθελες, Ηρακλείδη, να πλάσεις το μύθο
πως τάχα πεθαίνοντας δράκος ανήλθες στον Όλυμπο,
αλλά έπεσες έξω, ψευτόσοφε.
Οι φίλοι σου, βέβαια, αντί τη σορό σου,
δράκοντα αληθινό έβαλαν στην κλίνη σου,
αλλά εσύ, το θηρίο, ψευτόσοφος δείχτηκες.
115.
Στη ζωή σου ήσουν σκυλί, Αντισθένη.
Σκυλί που όμως με τα λόγια σου δάγκωνες, όχι με τα δόντια.
Όμως θα πουν σαν σκύλος πως πέθανες.
Ε, και; Πάντα πρέπει να’χεις οδηγό σου στον Άδη.
116.
– Έλα, Διογένη. Πες, τι θάνατος σε πήρε;
– Με πήρε στον Άδη δάγκωμα σκύλου.
121.
Δεν απέφευγες, Πυθαγόρα, μόνο εσύ τα έμψυχα,
το ίδιο κάνουμε κι εμείς.
Ποιος εξάλλου έφαγε ποτέ του ζωντανό;
Όταν όμως βράσει, ψηθεί κι αλατιστεί
και τότε είναι άψυχο, τότε το κατατρώμε.
122.
Τόσο πολύ σεβόταν ο Πυθαγόρας τα κουκιά
που πέθανε εξαιτίας τους κι αυτός και οι μαθητές του.
(Καθώς τον κυνηγούσαν) έτυχε μπροστά του
ένα χωράφι με κουκιά κι έκανε κύκλο μην πατήσει.
Έτσι τον πρόκαναν ο Ακραγαντίνοι στο τρίστρατο και πέθανε.
Μετάφραση: Κώστας Τοπούζης