La Vita Nuova
I
Στην ευγενή καρδιά, στη μυημένη
ψυχή, που αυτό το ποίημα σαν διαβάσει
με στίχους θα δεχτεί να το δικάσει,
τον Έρωτα τιμώ που την ποιμαίνει.
Το τρίτο των ωρών είχε περάσει
που κάθε αστέρι λάμπει και πληθαίνει
κι ο Έρωτας εμπρός μου ιδού! προβαίνει:
η μνήμη τρομερό τον έχει πλάσει.
Εύχαρις, την καρδιά μου είχε, λέει
στο χέρι του• σ’ εσθήτα τυλιγμένη,
γυναίκα στην αγκάλη του κοιμόταν.
Την ξύπνησε μετά, κι αυτή τρεφόταν
δειλά με την καρδιά μου αναμμένη.
Και τότε τον αντίκρισα να κλαίει.
V
Για δύσκολο ταξίδι είχα κινήσει
και πήγαινα βαρύς με τ’αλογό μου•
κι ο Έρωτας στη μέση ήταν του δρόμου
με ρούχα που η σκόνη είχε κεντήσει.
Σαν να’ταν βασιλιάς που’χουν νικήσει
εβάδιζε, και σαν από του κόσμου
την άκρη έτσι σκυφτός να’φτασε εμπρός μου
χωρίς τον κόσμο να’χει αντικρίσει.
Μα εμένα με προσφώνησε κι εστάθη•
και λέει: «Από τα πέρατα κομίζω
και πάλι την καρδιά σου, πού’χα αρπάξει•
κι αλλού την πάω, αλλού την έχω τάξει».
Τους δυο μας ξαφνικά δεν ξεχωρίζω•
δεν είδα από τα μάτια μου που εχάθη.
VII
Τον ΄Ερωτα κάθε μου σκέψη ξέρει
κι η κάθε σκέψη αντιδικεί με άλλη:
κάποια την πλήρη δύναμή του εξαίρει,
άλλη θολή την θέλει σαν τη ζάλη,
άλλην σε προσμονή γλυκιά έχω ταίρι
κι άλλη θρήνο πικρότατο υποβάλλει•
μα ικέτιδες στον Οίκτο θα τις φέρει
όλες ο φόβος που εντός μου πάλλει.
Ποιας σκέψης μου την ύλη να διαλέξω
αφού δεν έχω ήχο για να πλέξω
στίχους; Πάει κι ο νους με τη μιλιά μου!
Μ’όλες τους συμφωνία για να κλείσω,
πρέπει με τον εχθρό να συμμαχήσω:
τον Οίκτο, παραστάτη βασιλιά μου.
Μετάφραση: Γιώργος Κοροπούλης – Νίκος Λούπης