Τραγούδι της καταιγιστικής βροχής
Ω χιλιόφωνο της γης ποντίκι,
που αλαφριά σκόνη, χαρούμενο, σηκώνεις.
Πίσω σου αφήνεις φαρδιά αχνάρια,
σα βουσμάνος που σέρνει ένα γουρούνι.
Στη γη μου ανοίγεις χαραμάδες
απ’ όπου μπορώ νερό να πίνω:
ο φίλος μου δεν το είχε βρει
κι ο θάνατος πριν από μένα τον πήρε.
Μη και κανένας απάντρευτος ήρθε
και φωνάζουν στο χωριό οι γυναίκες;
Μη κ’έφτασε κανένας γαμπρός
κ’είναι χαρούμενοι όλοι και γελούνε;
Μη και θριαμβεύοντας σέρνουν
κανέναν αγριόκαπρο στο χωριό
κι ακόμη τα νωπά ίχνη διηγούνται
για του κυνηγού μας τη μεγάλη τύχη;
Εσύ ’σαι, σύννεφο, που αστράφτεις
και βρέχεις και χαρά μας δίνεις
και, κάποτε, ξάφνου, μας τρομάζεις
με τ’αστροπελέκια που ερημώνουν.
Σύννεφο, άπειρα πλούσιο σε νερό ’σαι,
πλούσιο σαν το πουλί πάνω απ’ το κύμα
που έχει μια θάλασσα δική του.
Ω εορταστή μου, σύννεφο! Γιορτάζεις!
Θεωρούμε δα αυτόν το χορό σου!
Ω χορτασμένε! Και τούτο το νογούμε
από τη στρογγυλάδα σου; είσαι χορτασμένο.
Πλούσιο φαΐ στο πουλί δίνεις•
γάλα και σε μας δίνεις σάμπως μάνα.
Ο,τι κι αν κάνεις είναι ευλογημένο.
Πόθος θανάτου
Τραγούδησα, ίσαμε που έκλαψα πικρά.
Ο κόσμος είναι αμέτρητα μεγάλος.
Λέω: τη μέρα του θανάτου μου μονάχα
θα σύρει στη στεριά τη βάρκα ο βαρκάρης.
Και κάνω σινιάλο με το ζερβί μου χέρι
στους ζωντανούς: έχω πεθάνει κιόλας.
Κ’ η βάρκα του θανάτου σαλεύοντας σιμώνει:
έχω πεθάνει κιόλας,
εγώ, που τόσα τραγούδια σας έχω τραγουδήσει.
Για την προσκαιρότητα του ανθρώπου
Όταν ο Θεός μαστόρευε στους σκοτεινούς, αρχαίους χρόνους,
δημιούργησε τον ήλιο,
κι ο ήλιος βγαίνει και χάνεται, μα πάλι γυρίζει.
Δημιούργησε το φεγγάρι,
και το φεγγάρι βγαίνει και χάνεται, μα πάλι γυρίζει.
Δημιούργησε τον άνθρωπο,
κι ο άνθρωπος βγαίνει και χάνεται, μα ποτέ δε γυρίζει.
Μετάφραση: Άρης Δικταίος