Στον Αλεξάντρ Μπλοκ
Πήγα στον ποιητή για επίσκεψη.
Ήτανε μεσημέρι. Κι ήτανε Κυριακή.
Ήρεμα που ήταν στου δωματίου την απλωσιά
Κι έξω απ’ το παράθυρο βασίλευε η παγωνιά
Κι ο πορφυρένιος ήλιος πάνω
Στους γκρίζους του λυσίκομους καπνούς…
Και σιωπηλός ο νοικοκύρης
Με τι διαύγεια να με μελετά!
Κι είναι τα μάτια του του είδους,
Που ειν’ αδύνατο να μην τα θυμηθείς.
Και της περίσκεψης εγώ, της προσοχής
Κάλλιο να μην τ’ αφήσω πάνω του να πέσουν.
Του λόγου μας τη ροή να θυμηθώ
Και να ’ναι μεσημέρι με θολούς καπνούς.
Και Κυριακή στο γκρίζο σπίτι, το ψηλό,
Στου Νέβα τη θαλάσσια πύλη.
Η Μούσα
Τη νύχτα, όταν καρτέρι επίμονα τη στήνω,
Θαρρώ πως κρέμεται από μια τρίχα η ζωή. ό,τι
Τίποτα δεν αξίζουν οι τιμές, η λευτεριά, η νιότη
Μπροστά στην ακριβή μου ξένη με τον αυλό στο χέρι.
Και νά την! μπήκε. Το πέπλο από πάνω της πετά,
Στα μάτια με κοίταξε, τη θώρια μου προσεκτικά.
«Στο Ντάντε εσύ υπαγόρευες, ρωτώ κι εγώ,
Της Κόλασης τις σελίδες;» Και μου είπε: «Εγώ».
Εν έτει χίλια εννιακόσια σαράντα
1
Όταν κηδεύουν μια εποχή,
Επικήδειους δε λένε ψαλμούς.
Με τσουκνίδες και με τριβόλια
Επίκειται ο στολισμός.
Και μόνο οι νεκροθάφτες με ζέση
Μοχθούν. Επείγει η στιγμή.
Και τόσο ήρεμα. Θεέ μου, τόσο ήρεμα,
Αφού ακούς, πως βαδίζει ο καιρός.
Μετά ξεχώνεται και πλέει,
Σαν πτώμα σε άνοιξης ποταμό,-
Μα κι η μάνα το γιο της δε θα γνωρίσει.
Κι ο εγγονός θ’αποστραφεί με πλήξη.
Και τα κεφάλια σκύβουν χαμηλά.
Σαν εκκρεμές βαδίζει το φεγγάρι.
Και να λοιπόν: πάν’ απ’ το σκοτωμένο
Παρίσι, σιωπή παρόμοια βασιλεύει.
Μετάφραση: Γιάννης Μότσιος