Στο έρμο χωράφι εκεί στη Σαλαμίνα

Στο έρμο χωράφι, εκεί στη Σαλαμίνα,
π’ ανάμεσα απ’ αγκάθια και χαλίκια
μια κοίτη καθαρή είχα διαλέξει,
τα δειλινά για να πλαγιάζω, ως γύρα
βράδιαζε πια κ’ οι αστερισμοί ένας ένας
τον ουρανό γεμίσαν, από πέρα,
χωρίς ν’αφουκραστώ το πάτημά Σου,
ήρτες βουβή και πλάγιασες κοντά μου
καθώς η λέαινα πλάι απ’ το λιοντάρι
στην έρημο, κι ως κάποτε, μια νύχτα,
είχε πλαγιάσει η Ρουθ στου Βοόζ τα πόδια.

Και να. πως ανεβαίνει από τα βάθη
μια σιωπηλή παλίρροια, να σκεπάσει
τον πελαγίσιο βράχο ως την κορυφή του,
μα ξαφνικά σαν άνθος της πλημμύρας,
και στην πλημμύρα σύρριζα αποπάνω
γοργά πολύ πετώντας, μια αλκυόνα
διαβατικό κελαηδισμόν αφήνει,
κι όλα φαντάζουν τα νερά ν’ ανθούνε
σ’ αυτό το διάβα – όμοια κ’ εμέ, απ’ το γαίμα

που στις φλέβες μου στρέφοντας ολοένα
με την τρανή πανάρχαιη δύναμή του
με κύκλωνεν ακέριο, πριν απλώσω
το χέρι μου στο χέρι Σου, αποπάνω
ξάφνου η ψυχή μου, ολάκερη η ψυχη μου,
για μια στιγμή λυτρώθη στο Τραγούδι!

Κ’ είπα: «Από πούθε βγαίνει ετούτ’ η λάμψη,
τριγύρα και βαθιά μου, που δε μοιάζει
από κανένα να ξεχύνεται άστρο;
Πούθε ειν’ η λάμψη ετούτη που μου φέγγει
τ’ αγκάθια αυτά και τα χαλίκια, τόσο
που τα χαλίκια μοιάζουνε πετράδια
και τ’ αγκάθια απαλότερα απ’ τα κρίνα
των κήπων, κι απαλότερα απ’ τα μούσκλα,
σα για να δράμω απάνω τους, ν’ αφήσω
στα φύλλα τους δροσιά το ίδιο μου αίμα;
Και πούθε πνέει η χλιά πνοή, που μήτε
κλαδί δε σειέται εδώ, να ξεσκεπάσει
βωμό το στήθος μου όλο κάτου απ’ τ’άστρα;»

Κ’ είπα βαθιά μου: «Ας είσαι ευλογημένη
που με χορταίν’ η αγάπη Σου ως χορταίνει
τον πελαγίσιο βράχον η πλημμύρα
που τον σκεπάζει ολάκερο, κι όση είναι
ζωή βαθιά κι απάνω του την κλείνει
στ’ ασάλευτά της βάθη. Μα πιο ακόμα
ευλογημένη ας είσαι που, πριν ρίξει
ο πόθος μου τις ρίζες του στη βάθη
του σπλάχνου Σου σαν άγκυρα, η σιγή Σου,
με τη σιγή μου σμίγοντας, απάνω
κι απ’ την πλημμύρα του καημού κι απάνω
απ’ τον αδάμαστο παλμόν, αφήνει
την ψυχή μου, την τρίσβαθη ψυχή μου,
για μια στιγμή αλκυόνα στις αλκυόνες,
να λυτρωθεί στο αθάνατο Τραγούδι!»

Η αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο Μαθητή του Βούδα

Ανεπίληπτα επήρε το μαχαίρι
ο Ατζεσιβάνο. Κ’ ήτανε η ψυχή του
την ώρα εκείνη ολάσπρο περιστέρι.
Κι όπως κυλά, από τ’άδυτα του αδύτου
των ουρανών, μες στη νυχτιά εν’ αστέρι,
ή, ως πέφτει ανθός μηλιάς με πράο αγέρι,
έτσι απ’ τα στήθη πέταξε η πνοή του.

Χαμένοι τέτοιοι θάνατοι δεν πάνε.
Γιατί μονάχα εκείνοι π’ αγαπάνε
τη ζωή στη μυστική της πρώτη αξία,
μπορούν και να θερίσουνε μονάχοι
της ύπαρξής τους το μεγάλο αστάχυ,
που γέρνει πια, με θείαν αταραξία!

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!