Ανθολόγος ο Λουκάς Αξελός

(1907-1973)

Επίγραμμα σ’ ένα τύραννο

Αναζητούσε μια κάποια τελειότητα
Κι οι στίχοι του διαβάζονταν εύκολα.
Γνώριζε περίφημα την ανθρώπινη τρέλα
Και παθιάζονταν για στρατούς και για στόλους.
Σαν γελούσε σεβάσμιοι συγκλητικοί ξεκαρδίζονταν
Κι όταν έκλαιγε μικρά παιδιά πέθαιναν στους δρόμους.

Προσφυγικό Μπλουζ

Πες πως η πόλη αυτή έχει δέκα εκατομμύρια ψυχές,
Άλλοι ζουν σε μέγαρα, άλλοι σε τρύπες μικρές:
Κι όμως δεν έχει θέση για μας, αγάπη μου, δεν έχει θέση για μας.

Είχαμε κάποτε μια πατρίδα και μας φαίνονταν όλα καλά,
Ψάξε μέσα στον άτλαντα και θα την έβρεις κειδά:
Τώρα να πάμε εκεί δεν μπορούμε, αγάπη μου, να πάμε εκεί δεν μπορούμε.

Στο κοιμητήρι του χωριού ένα σμιλάγκι μεγαλώνει,
Κάθε άνοιξη άπ’ την αρχή μες στον ανθό φουντώνει:
Τα παλιά διαβατήρια δεν μπορούν να το κάνουν αγάπη μου, δεν μπορούν να το κάνουν.

Ο πρόξενος είπε χτυπώντας το γραφείο του εμπρός·
«Αν δεν έχεις διαβατήριο, τυπικά θεωρείσαι νεκρός»:
Όμως να που ακόμα ζούμε, αγάπη μου, να που ακόμα ζούμε.

Πήγα σε μιαν επιτροπή· έκατσα να ξαποστάσω·
Με παρακάλεσαν ευγενικά του χρόνου να ξαναπεράσω:
Όμως σήμερα πού θα πάμε, αγάπη μου, σήμερα πού θα πάμε;

Ήρθα σε μια συγκέντρωση· σηκώθηκε ο ομιλητής να πει:
«Αν τους αφήσουμε και μπουν, θε να μας κλέψουν το ψωμί».
Μιλούσε για σένα και για μένα, αγάπη μου, για σένα και για μένα.

Σαν ν’ άκουσα μπουμπουνητά στα ουράνια να κατρακυλούν·
Ήταν ο Χίτλερ στην Ευρώπη, που έλεγε: «Πρέπει να εξοντωθούν».
Α, μας είχε στο νου του, αγάπη μου, μας είχε στο νου του.

Είδα μια σκυλίτσα που φορούσε μια ζακέτα κουμπωμένη,
Είδα μια πόρτα ολάνοιχτη και μια γάτα να μπαίνει:
Όμως δεν ήταν Γερμανοεβραίοι, αγάπη μου, δεν ήταν Γερμανοεβραίοι.

Τράβηξα στο λιμάνι, στο μώλο στάθηκα μπροστά,
Είδα τα ψάρια να τρέχουν στο νερό, δε ζούσαν στη σκλαβιά:
Μόλις τρία μέτρα μακριά μου, αγάπη μου, τρία μέτρα μακριά μου.

Περπάτησα σ’ ένα δάσος, είδα στα δέντρα τα πουλιά·
Δεν είχανε πολιτικούς και κελαηδούσαν χαρωπά:
Δεν ήταν άνθρωποι σαν και μας, αγάπη μου, άνθρωποι σαν και μας.

Στον ύπνο μου ονειρεύτηκα χιλιόροφα κτίρια,
Με χίλιες πόρτες και χίλια παραθύρια·
Ούτε ένα δεν ήταν δικό μας, αγάπη μου, δεν ήταν δικό μας.

Στάθηκα μες στο χιόνι που ’πεφτε σε μια ανοιχτή πεδιάδα·
Δέκα χιλιάδες στρατιώτες βάδιζαν στην αράδα:
Ψάχναν για μας τους δυο, αγάπη μου, ψάχναν για μας τους δυο.

Μετάφραση: Κλείτος Κύρου

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!