Ανθολόγος ο Λουκάς Αξελός
Ο Θάνατος
Ξαναγεννήθηκα πολλές φορές από το βάθος
σβησμένων άστρων, ενώνοντας ξανά την κλωστή
από τις αιωνιότητες που πλήθυνα με τα χέρια μου,
και τώρα θα πεθάνω, χωρίς άλλο τίποτα παρά μονάχα χώμα
πάνω απ’ το σώμα μου, προορισμένος να ’μαι χώμα.
Δεν αγόρασα ένα κομμάτι τ’ ουρανού που παζαρεύαν οι παπάδες, ούτε δέχτηκα τα σκοτάδια
που έφτιαχνε ο μεταφυσικός
γι’ ανέμελους άρχοντες.
Στο θάνατο θέλω να ’μαι με τους φτωχούς
που δεν είχαν καιρό για να τον μελετήσουν,
όταν τους χτυπούσαν όσοι έχουν
χωρισμένο τον ουρανό και μοιρασμένο.
Είμαι έτοιμος θάνατέ μου, σαν το κοστούμι
που με περιμένει με το χρώμα που αγαπώ,
την πλατωσιά που έψαξα ανώφελα,
το βάθος που χρειάζομαι.
Τώρα που η αγάπη ξόδεψε το καθαρό υλικό της
κι ο αγώνας μοιράζει τα σφυριά του
σ’ άλλα χέρια δυνατά κ’ ενωμένα
έρχεται ο θάνατος για να σαρώσει τα σινιάλα
που ορίζανε τα σύνορά σου.
Ωδή στις τηγανητές πατάτες
Τσιτσιρίζει
το λάδι
ζεσταίνοντας
τη χαρά του κόσμου·
οι τηγανητές
πατάτες
μπαίνουν
στο τηγάνι
σαν χιονισμένα
φτερά
πρωινού κύκνου
και βγαίνουν
χρυσωμένες από το τσιτσιριστό
κεχριμπάρι της ελιάς.
Το σκόρδο
τους προσθέτει
το γήινο άρωμά του,
το πιπέρι,
σκόνη που πέρασε από τους υφάλους,
και
ντυμένες
ξανά
με φιλντισένιο κοστούμι, γεμίζουν το πιάτο
με την επανάληψη της αφθονίας τους
και τη γήινη γευστική τους απλότητα.
Θα Ζήσω
Εγώ δεν θα πεθάνω. Φεύγω τώρα,
τούτη τη μέρα που είναι γεμάτη ηφαίστεια
φεύγω για τη ζωή και για τα πλήθη.
Εδώ αφήνω τούτα τα πράγματα τακτοποιημένα σήμερα που οι πιστολέρος σεργιανίζουν αγκαλιασμένοι με τη «δυτική κουλτούρα»
με τα χέρια που σκοτώνουν στην Ισπανία
με τις ταλαντευόμενες αγχόνες της Αθήνας
και την ατιμία που κυβερνάει τη Χιλή
κι ας σταματήσω εδώ…
Εδώ μένω
με λέξεις και λαούς και δρόμους
που με προσμένουν ξανά και που χτυπάνε
την πόρτα μου με αστερωμένα χέρια.
Μετάφραση: Ρήγας Καππάτος