Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ (1909-1990)
Αποχαιρετισμός
(O Γρηγόρης Αυξεντίου αποκλεισμένος στη σπηλιά της Μονής Μαχαιρά)
ΤΕΛΕΙΩΣΑΝ πια τα ψέματα — δικά μας και ξένα.
Η φωτιά η παντάνασσα πλησιάζει. Δε μπορείς πια
να ξεχωρίσεις αν καίγεται σκοίνος ή φτέρη ή θυμάρι. Η φωτιά πλησιάζει.
Κι όμως πρέπει να προφτάσω να ξεχωρίσω,
να δω, να υπολογίσω, να σκεφτώ — (για ποιον; Για μένα; Για τους άλλους;) Πρέπει.
Μου χρειάζεται πριν απ’ το θάνατό μου μια ύστατη γνώση,
η γνώση του θανάτου μου, για να μπορέσω να πεθάνω.
Αυτή η στιγμή είναι ανεπανάληπτη, γιατί είναι η αιωνιότητα,
κ’ η αιωνιότητα υπάρχει και τη δημιουργούμε — δεν επαναλαμβάνεται
σαν κάτι που έρχεται και φεύγει και ξανάρχεται. Λοιπόν, μην κλαίτε.
Όμως εμένα αφήστε με να κλάψω, γιατί σε λίγο, το μαντεύω,
δε θα μπορώ πια να κλάψω μες στην αναγνώριση
της ευτυχίας πως μπορώ να πεθάνω. Συχωρέστε με.
Κι αλήθεια, ξέχασα να σας πω το κυριότερο, —που μόλις τώρα τόμαθα—
δεν είναι τόσο δύσκολος ο θάνατος. Το αντίθετο μάλιστα.
Και σας βεβαιώνω τώρα με το αίμα μου:
ποτέ δεν είταν τόσο ευτυχισμένος ο Χριστός
όσο την ώρα που το τελευταίο καρφί τον άφησε ακίνητο, χωρίς να τον σκοτώσει,
για να κοιτάξει κατάματα τον ουρανό και τη θυσία του·
ποτέ ο Προμηθέας δεν αντίκρυσε τόσο γαλήνια κι ολόφωτα τον κόσμο
όσο την ώρα που το ράμφος του όρνεου βρήκε τα μάτια του,
ξέροντας, τότε μόνο, πως είχε αξιωθεί να δώσει το φως και τη φωτιά στον άνθρωπο,
κι ακόμα, ναι, ποτέ τόσο όμορφος δεν είταν ο μικρός Γρηγόρης Αυξεντίου, 29 χρονώ…
Είμουν ίσως μικρός για τη δόξα — ίσως μικρός
για μια τέτοια ευτυχία. Μια πράξη σωστή
είναι ένα πήδημα του ανθρώπου έξω απ’ τη μοναξιά. Είναι το σφίξιμο
χιλιάδων χεριών κι ο όρκος όλων. Είμαι έτοιμος.
Δε δέχομαι, όχι, τη θυσία για το θάνατο. Τη δέχομαι
μονάχα για τη ζωή — για μια ζωή
που πια δε θα απαιτεί καμιά θυσία. Είμαι έτοιμος.
Κ’ έλεγα μέσα μου: δε φτάνει το τραπέζι, μήτε κάμποσος παράς στην τσέπη,
μήτε και το ψωμί και το φιλί, — δε φτάνει.
Ο άνθρωπος είναι πιο τρανός απ’ την καθημερινή την έγνοια του.
Κ’ έλεγα πάλι που ο άνθρωπος αρχίζει από την έγνοια του για το ψωμί
κι όλο τραβάει πιο πέρα απ’ τη σκλαβιά του,
από σκλαβιά σε σκλαβιά, από ξεσκλάβωμα σε ξεσκλάβωμα,
απ’ το ξεσκλάβωμα της πατρίδας, στο ξεσκλάβωμα του κόσμου,
ώσπου να νιώσει, μπαίνοντας ίσα στον ουρανό,
ν’ αχνίζει το φεγγάρι στον κόρφο του,
ώσπου να κλάψει μια νύχτα από αγάπη για όλο τον κόσμο. Έτσι άφησα
σ’ ένα χαντάκι τ’ αμάξι μου. Πήρα τ’ όπλο. Κι ανέβηκα στο βουνό.