Του Παναγιώτη Ορεινού

Τα μυστικά της φύσης και των εποχών μάλλον τα γνώριζαν και τα χειρίζονταν σοφότερα οι άνθρωποι κατά το παρελθόν. Γέμιζαν τον χειμώνα με γιορτές σημαντικές, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, τα Φώτα, τις Απόκριες… Γέμισαν ύστερα τις γιορτές με έθιμα, με παραδόσεις, με ιεροτελεστίες.
Κάποτε, η τηλεόραση εισέβαλε και εγκαταστάθηκε επί μακρόν στα σαλόνια των περισσότερων σπιτιών, σαν το ορθάνοιχτο παράθυρο… γκρεμοτσακίσματος στον έξω κόσμο. Αντικατέστησε σιγά-σιγά τις εξόδους μας σε χώρους συνεύρεσης, διασκέδασης, ψυχαγωγίας, την κουβεντούλα γύρω απ’ το τζάκι, τις επισκέψεις φίλων και συγγενών, την παραμονή των μελών της οικογένειας στο τραπέζι, τα πάρε-δώσε με τη γειτονιά, χρίστηκε αυτοδίκαια ρυθμιστής, προμηθευτής και αποδέκτης της κοινωνικότητας εν γένει. Γέμισε των ανθρώπων τα μυαλά με «γεγονότα» εντυπωσιασμού, με εκπομπές ανεκδιήγητες, σαν εργοστάσια ηλιθιότητας και αλλοτρίωσης, με αξίες αλλοπρόσαλλες και επιδερμικές, προσφέροντας την επίφαση της «συνάντησης», της «επαφής», της «επικοινωνίας». Παράλληλα και ταυτοχρόνως τα σπίτια των περισσοτέρων γίνονταν διαμερίσματα και οι συγχρωτισμοί «σωματικότεροι» και φευγαλέοι.
Κι έπρεπε -φευ- να μας συμβεί ετούτη η ανιστόρητη επίθεση-καταστροφή για να ανακαλύψουμε ότι υπάρχει ακόμα η γειτονιά και οι… χειροπιαστοί συνάνθρωποι, στα στέκια αλληλεγγύης και στις δομές της αυτοπροστασίας που ξεπετάχτηκαν παντού, τα ξεχασμένα και πρωτόγνωρα για τις νεότερες γενιές κοινωνικά και πολιτισμικά αντισώματα στην ανθρωπιστική κρίση.
Λαμβάνουν, επιτέλους, τέλος τα τηλεοπτικά παραμυθιάσματα και ο κόσμος μέρα με την ημέρα συνειδητοποιεί και αναγνωρίζει ευκολότερα τους φίλους του, τους συμμάχους του και τους εχθρούς του.
Τα παραμύθια, ωστόσο, για τους καλικάτζαρους, τα κάλαντα, το εθιμοτυπικό του τραπεζιού, των δώρων, η τελετή της βασιλόπιτας, του αγιασμού των υδάτων, τα μασκαρέματα, η νηστεία, το σκηνικό κοντολογίς του πνεύματος της κάθε εορτής στάθηκε ικανό, επί αιώνες, να προστατεύει και να αναμεταδίδει την ουσία της ανθρώπινης κοινωνίας, παρά την απαξίωση που το περιέβαλλε κατά καιρούς σαν τον δικό μας.
Τείνουν να διασώζονται και να ακολουθούνται στην εποχή μας τα έθιμα σαν μια απλή διεκπεραίωση, ο δε παλμός της ανθρώπινης υπόθεσης χτυπά -και όχι άδικα- αλλού, πιο δυνατά. Και -όχι άδικα επίσης- εκείνοι που επιμένουν να μιλούν για περασμένη «ευφορία» φαντάζουν αναχρονιστές ή σαλεμένοι ρομαντικοί στα μάτια των σύγχρονων ανθρώπων.
Μόνο σε κάποιο αιφνίδιο κουδούνισμα εναποτίθενται οι περισσότερες πιθανότητες μιας αρχέγονης ανατροπής.
Κάποιο ξημέρωμα των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς, των Φώτων, να σου χτυπούν επίμονα και ν’ ανοίγεις νυσταγμένος. Κι εκεί, στην είσοδο, αμήχανα, αδέξια και… ανέλπιστα, να αφεθείς στην τέρψη αυτού του ακαριαίου βιασμού της αρχέγονης μοναξιάς σου, ν’ ακούσεις κάλαντα που κυλήσανε με ορμή στις φλέβες των αιώνων.
Με πρόθεση να αισθανθώ ή να ακουστώ κι εγώ σαν Μαμαλάκης, αφήνομαι να ξεστομίσω… νοστιμιές: Tα έθιμα οφείλουν να επιμένουν στο διατρητικό τους χαρακτήρα… Όταν τον διαθέτουν. Η κοινωνία θέλει τροφή, αξιώνει «γη και ύδωρ», δεν ζητιανεύει.
Η κοινωνία είναι ένα ευαίσθητο και δειλό κορίτσι που χρειάζεται τα έθιμα για να γίνεται γυναίκα…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!