Στη μνήμη της Νόρας Αναγνωστάκη
Παραθέτουμε ένα μικρό απόσπασμα από το Δοκιμιακό Σχεδίασμα του Μανόλη Αναγνωστάκη που αναφέρεται στη ζωή και το έργο του ποιητή Μανούσου Φάσση (Εκδόσεις Στιγμή, 1987). Εκεί ο μεγάλος ποιητής εκμυστηρεύεται τα παρακάτω:
«Μιαν εποχή, λοιπόν, ο Μανούσος το έκανε κι αυτό: Φλερτάριζε αγρίως, φτάνοντας μέχρι τα κράσπεδα απρεπών χειρονομιών ενώπιον τρίτων προσώπων, με ποιαν; με τη γυναίκα μου, με τη δική μου γυναίκα (εννοώ δηλαδή αφού είχαμε παντρευτεί) και μάλιστα σε πολύ προχωρημένη ηλικία, όταν θα ‘λεγε κανείς πως και η ερωτική φλόγα ατροφεί σιγά-σιγά και αποσβέννυται τα λάλον ύδωρ – δεν αναφέρομαι δηλαδή σε νεανικά, συγχωρητέα εν πολλοίς, τσιλιμπουρδίσματα, αλλά σε εποχή σχετικώς πρόσφατη, όταν περαστικός από την Ελλάδα (είχε εγκατασταθεί, ως γνωστόν, στη Σουηδία κατά τη διάρκεια της χούντας) ήρθε και τον φιλοξένησα μερικές μέρες στο σπίτι μου, να μιλήσουμε για τα παλιά, να θυμηθούμε τις παλιές, υπέροχες, νεανικές αταξίες.
Μέσα στο σπίτι μου λοιπόν, ο αδιόρθωτος Μανούσος, εκμεταλλευόμενος, ως μη όφειλεν, την ανέκαθεν δηλωμένη συμπάθεια -αλλά στο φιλολογικό επίπεδο αυστηρώς και αποκλειστικώς- της γυναίκας μου, άρχισε πάλι τα δικά του, μη ορρωδώντας ούτε στα εκατέρωθεν γκριζίζοντα έως ημίλευκα μαλλιά, ούτε σεβόμενος το λογοτεχνικό της όνομα, που ήδη διέγραφε μια τροχιά καθόλα αξιοπρεπή και ελπιδοφόρα.
Το γεγονός, στην αρχή, όταν το πήρα χαμπάρι, ομολογώ με διασκέδασε (κοίταξε το διάολο, έλεγα, ούτε η παγωμένη Σουηδία τον σωφρόνισε…) οσονούπω όμως άρχισα να διακρίνω (ή να ψυλλιάζομαι απλώς) μια και εκ μέρου ς της (υπερβαίνουσα τη συνήθη και νόμιμη εγκαρδιότητα) κλίση, με κάποια δυσχερώς αποκρυπτόμενη ηδονική εγκατάλειψη και ευνοϊκό κριτικό υπόστρωμα, όταν ο Μανούσος την ακινητοποιούσε στην πολυθρόνα και της διάβαζε με τις ώρες τα στιχουργήματά του, ενώ εγώ, κατά κανόνα απών, ανάλωνα τις ώρες μου σε προεκλογικές συγκεντρώσεις και βωλόδερνα σε κομματικά αχτίφ – όταν λοιπόν άρχισα να διακρίνω τα κλασικά συμπτώματα μιας υπόπτου και παρεξηγήσιμης συμπεριφοράς, άρχισε πλέον να με τσιγκλίζει ο ιός της ζηλοτυπίας (ναι, γιατί να μην το ομολογήσω στον αναγνώστη; hypocrite lecteur mon semblable mon frère) και να μου δημιουργούνται φαντασιώσεις, που μολονότι άκρως οδυνηρές αποδείκνυαν ευχαρίστως από την άλλη μεριά την ύπαρξη κάποιων υπολειμμάτων ζωτικότητας και στοιχείων παρατεινόμενης ερωτικής ευεξίας.
Ευτυχώς αυτή η περιπέτεια -ας την ονομάσω έτσι, μολονότι εκ των υστέρων σκέπτομαι πόσο γελοία εμπλοκή υπήρξε- δεν κράτησε πολύ. Πάντα πιο λογική, η ίδια η γυναίκα μου, μόλις αντελήφθη την κατάστασή μου -είχα φτάσει στο σημείο, παραμονές εκλογών να παραμελώ το κυνήγι των ψηφοφόρων μου (και μιλάμε για την εποχή την προ της κοσμοϊστορικής κατάργησης του σταυρού)- πήρε την πρωτοβουλία μιας εξαντλητικής συζήτησης, αυτόχρημα εποικοδομητικής, όπου το θέμα Μανούσος Φάσσης μπήκε επί τάπητος, και αφού με χαρακτήρισε πρώτα ηλίθιο και εκτός πραγματικότητας, μου εξήγησε ψυχραιμότατα, και με περισσή ειλικρίνεια, ποιες πλευρές της προσωπικότητάς του βρίσκει ελκυστικές, και τις οποίες δεν τις έχω εγώ, ή μάλλον τις είχα και τις κατέθεσα θυσία στο βωμό των κοινωνικών αγώνων και της πολιτικής, και κατάντησα το προβληματικό πλάσμα που είμαι, και ποιες πλευρές πάλι την απωθούν ή της προκαλούν θυμηδία ή και τις θεωρεί ασυγχώρητες για άνθρωπο της (πώς να το κάνουμε;) υπολογίσιμης αξίας του Μανούσου, όπως π.χ. το πλέγμα του συνοικιακού δονζουανισμού από το οποίο κατατρύχετο, και της ακατανίκητης ροπής του να μην μπορεί να δει θηλυκό χωρίς να συναρμολογήσει αμέσως το παζλ μιας ερωτικής τελετουργίας στο μυαλό του».
Για την αντιγραφή: B.N.