Μεγάλη Παρασκευή απόγευμα έφυγα από την Αθήνα για το χωριό μου όπου και παρέμεινα μέχρι τη Δευτέρα του Πάσχα. Αυτές οι μέρες, εκτός από τις συνηθισμένες δραστηριότητες, ήταν για μένα μία ευκαιρία να ανακαλύψω κατά πόσο η οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση που περνάει ο τόπος, τον τελευταίο χρόνο, έχει επηρεάσει τον κόσμο της επαρχίας. Τον κόσμο που δεν πείνασε ούτε στον πόλεμο, την στιγμή που στην Αθήνα η Κατοχή είχε πείνα.
Το πρώτο πράγμα που έκανα για να πάρω μία πρώτη εικόνα ήταν να προσέχω καθοδόν τις πινακίδες στα βενζινάδικα με τις τιμές των καυσίμων. Εύκολα διαπίστωσα ότι είναι πολύ υψηλότερες από της Αττικής. Αυτό, ωστόσο, δεν ήταν σαφές δείγμα οικονομικής κρίσης στην επαρχία.
Όταν έφτασα στο χωριό μου κοιτούσα τους ανθρώπους στο πρόσωπο να διαπιστώσω την ψυχολογική τους κατάσταση. Πρόσωπα σκυθρωπά, σκεφτικά, γεμάτα έγνοιες. Τι ήταν αυτό που τους προβλημάτιζε όμως; Σίγουρα όχι οι εξελίξεις σε κάποιο reality show. Η συζήτηση μαζί τους ήταν αποκαλυπτική. Νέοι άνθρωποι που δουλεύαν σε σκληρές συνθήκες και για πολλές ώρες για να πάρουν στο τέλος του μήνα 700 και 800 ευρώ, γονείς που έδιναν ακόμα χρήματα στα παιδιά τους -παιδιά που είχαν γίνει οικογενειάρχες- και καταστηματάρχες που έμπαιναν το πρωί στο μαγαζί τους για να τα κλείσουν το βράδι με τζίρο 10 ευρώ.
Η οικονομική κρίση, πολλές φορές, μπορεί να αντιμετωπιστεί με τις όποιες πρόσκαιρες δυσκολίες, αρκεί να υπάρχει σαφής ένδειξη προοπτικής διεξόδου. Αρκεί να ξέρουν οι άνθρωποι ότι σε δύο-τρία χρόνια θα καταφέρουν να ξανασταθούν στα πόδια τους, ανακτώντας τη χαμένη τους ή λαβωμένη τους αυτοεκτίμηση. Τώρα όμως; Τι γίνεται όταν η οικονομική κρίση εξελίσσεται σε κοινωνική; Πόσο αντέχει ένας άνθρωπος τη χρόνια απαισιοδοξία που, τελικά, ίσως μετατραπεί χρόνια κατάθλιψη; Πάσχα δεν είναι κάθε μέρα, ούτε κάθε μήνα, ώστε το σουβλιστό αρνί, οι παρέες και το κρασί να καλύπτει έστω και για λίγο το προσωπικό και κοινωνικό τέλμα της εποχής.