Δεν λένε να κοπάσουν οι κινητοποιήσεις, στη Γαλλία, ενάντια στην πραξικοπηματικά επιβαλλόμενη από τον Μακρόν αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη. Οι εργαζόμενοι, οι συνταξιούχοι, οι νέοι και οι νέες που κατακλύζουν τους δρόμους του Παρισιού και των άλλων γαλλικών πόλεων εδώ και μέρες, δείχνουν αποφασισμένοι να καταργήσουν στον δρόμο το νόμο Μακρόν, κόντρα στην ωμή καταστολή και τους εκβιασμούς. Φαίνεται να μην κάμπτονται από την τυπική τουλάχιστον έγκριση του νόμου, με προεδρικό πραξικόπημα, ενώ τα κυβερνητικά ψέματα και η περιφρόνηση ρίχνουν κι άλλο λάδι στη φωτιά.
Μετά από εβδομάδες πολύμορφων κινητοποιήσεων και μαζικών διαδηλώσεων διαρκείας, με σκληρές συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής, συνδικάτα και οργανώσεις, έθεσαν ως ημερομηνία σταθμό την Πέμπτη 23/3 για την κλιμάκωση των κινητοποιήσεων. Η «Μαύρη Πέμπτη», όπως ονομάστηκε από τα συνδικάτα, αποτελεί μέρα κλιμάκωσης των απεργιακών κινητοποιήσεων. Οι απεργιακοί αποκλεισμοί σε λιμάνια, αεροδρόμια, εγκαταστάσεις ενέργειας, διυλιστήρια, οδικούς και σιδηροδρομικούς άξονες, σχολεία και πανεπιστήμια νεκρώνουν την οικονομία σε μια σειρά κλάδους, ενώ οι πόλεις γεμίζουν με σκουπίδια λόγο της απεργίας των υπαλλήλων στην καθαριότητα.
Κοινοβουλευτικά «οδοφράγματα» από την αντιπολίτευση
Τα οδοφράγματα απέναντι στο νόμο Μακρόν, μεταφέρθηκαν και μέσα στο κοινοβούλιο, με την αντιπολίτευση να παίρνει μια σειρά πρωτοβουλιών, με σκοπό να καθυστερήσει και να ματαιώσει την ψήφιση του νόμου. Αποκορύφωμα των κινήσεων αυτών, οι προτάσεις μομφής προς την κυβέρνηση, που μπορεί μεν να καταψηφίστηκαν από την κυβερνητική πλειοψηφία, με σημαντικές απώλειες όμως ψήφων βουλευτών. Για εννέα μόλις ψήφους δεν εγκρίθηκε η διακομματική πρόταση μομφής που έλαβε 278 (από τις απαιτούμενες 287) ψήφους, από το NUPES (Μελανσόν), τον Εθνικό Συναγερμό (Λεπέν), την πλειοψηφία των βουλευτών της ομάδας LIOT και μέρος των Ρεπουμπλικάνων (που κατά τα άλλα στηρίζουν τη μεταρρύθμιση Μακρόν) και ορισμένων ανεξάρτητων βουλευτών, ενώ παράλληλα καταψηφίστηκε και η ξεχωριστή πρόταση μομφής που κατέθεσε ο Εθνικός Συναγερμός. Μετά και την παράκαμψη της βουλής και την έγκριση του νόμου με προεδρικό διάταγμα τα κοινοβουλευτικά περιθώρια μοιάζει να έχουν εξαντληθεί. Η πρόταση του Μελανσόν να δοθεί δημοκρατική διέξοδος μέσα από την έκφραση της βούλησης του ίδιου του λαού, με δημοψήφισμα, αποτελεί την τελευταία θεσμική γραμμή άμυνας, όμως το καθεστώς Μακρόν απορρίπτει εμφατικά κάθε τέτοια σκέψη καθώς γνωρίζει πως η έκφραση του λαού θα είναι συντριπτικά εναντίον των σχεδίων της.
Επιμένει ο Μακρόν
Ο Μακρόν επιμένει στη μεταρρύθμιση – ως μια «αντιδημοφιλή» μεν αλλά «αναγκαία» δε πολιτική απόφαση. Μπορεί να πηγαίνει κόντρα στη θέληση της συντριπτικής πλειοψηφίας της κοινωνίας, να έχει απέναντί του μαζικούς κοινωνικούς φορείς, συνδικάτα, πολιτικά κόμματα, ακόμη και δικούς του βουλευτές, όμως ο ίδιος ισχυρίζεται πως προχωρά «από αίσθηση καθήκοντος απέναντι στο κοινό συμφέρον μας». «Η εργασία» με στόχο την πλήρη απασχόληση, «η τάξη και ασφάλεια του κράτους» και το «ευ ζην» των πολιτών στην υγεία, την εκπαίδευση και την οικολογία είναι οι προτεραιότητες της κυβέρνησης σύμφωνα με τον Μακρόν, πρώτο βήμα των οποίων είναι ο νόμος για τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης. Φράσεις, που φαντάζουν κενό γράμμα, αν όχι κοροϊδία για τους πολίτες, όμως γίνονται όπλα στην επικοινωνιακή φαρέτρα του Γάλλου προέδρου, που προσπαθεί να εμφανίσει την επίθεση στα δικαιώματα των πολιτών ως τη μόνη ρεαλιστική και βιώσιμη πρόταση για το κοινό καλό.
Με αυτό το «νομιμοποιητικό» αφήγημα, ο Μακρόν, παρακάμπτει κάθε κοινοβουλευτική διαδικασία. Επιβάλει το νόμο για τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος χωρίς ψηφοφορία με τη χρήση του άρθρου 49.3 (το αντίστοιχο των δικών μας προεδρικών διαταγμάτων). Παράλληλα δηλώνει πως στηρίζει την κυβέρνηση και την πρωθυπουργό Ελίζαμπετ Μπορν, που δέχεται ασφυκτικές πιέσεις από την αντιπολίτευση και βλέπει την αποδοχή της να καταρρέει. Οι μεθοδεύσεις Μακρόν, συναντούν τη συντριπτική αποδοκιμασία της γαλλικής κοινωνίας, με το 74% των Γάλλων να δηλώνει πως διαφωνεί, σε έρευνα που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Figaro, και το 60% να θεωρεί πως πρέπει να συνεχιστούν οι απεργιακές κινητοποιήσεις παρά την έγκριση του επίμαχου άρθρου και με στόχο την κατάργησή του.
Τι τροφοδοτεί τις κινητοποιήσεις;
Τι είναι όμως αυτό που ενώνει εκατομμύρια Γάλλων στον δρόμο; Τι είναι αυτό που φέρνει μαζί τους συνταξιούχους, τους εργαζόμενους και τη νέα γενιά. Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση γίνεται η αφορμή για να εκφραστεί η εναντίωση της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας στην πολιτική Μακρόν.
Πρώτον η πεποίθηση πως οι εργαζόμενοι, οι μελλοντικοί συνταξιούχοι, είναι αυτοί που καλούνται να πληρώσουν και πάλι τα σπασμένα, ενός αποτυχημένου συστήματος. Ξανά και ξανά, η ελίτ, μεταφέρει την κρίση της στις πλάτες των πολλών, οι οποίοι βλέπουν να ξεθεμελιώνονται δικαιώματα που είχαν κατακτηθεί με αγώνες και αίμα.
Δεύτερον, η διαίσθηση, που τείνει να γίνει βεβαιότητα, πως μπαίνουμε σε μια φάση παρατεταμένης κρίσης, με τον πόλεμο και την πολεμική οικονομία, να τροφοδοτεί αλλεπάλληλα κύματα φτωχοποίησης, ενεργειακής φτώχειας και επισφάλειας, πληθωρισμού και ακρίβειας, που θα κάνει ακόμη πιο δύσκολη την επιβίωση των πολλών.
Τρίτον, ο αλαζονικός τρόπος με τον οποίο ο Μακρόν προσπαθεί να επιβάλει τον νόμο αυτό, κόντρα στη θέληση των πολλών. Μια εξουσία που μοιάζει να μην ακούει, που απαξιώνει όλους τους κοινωνικούς φορείς, που κάνει λάστιχο τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, που καταστέλλει και απειλεί. Η μεγάλη πλειοψηφία των Γάλλων πολιτών, η απλοί άνθρωποι, δεν χωράνε σε αυτό το μοντέλο διακυβέρνησης, και με τη συμμετοχή τους στις κινητοποιήσεις διεκδικούν ανάσες δημοκρατίας.
Το διαρκές ρήγμα των Κίτρινων Γιλέκων
Οι γιγάντιες απεργιακές κινητοποιήσεις δεν ήρθαν σαν κεραυνός εν αιθρία στη γαλλική κοινωνία. Δεν είναι μόνο πως η Γαλλία είναι ιστορικά το κοινωνικό και πολιτικό εργαστήρι της Ευρώπης – όπως λέγεται συχνά. Δεν είναι μόνο η επιστροφή του λαού, μέσα από μαζικές κινητοποιήσεις, σε μια σειρά ευρωπαϊκές πόλεις, που δείχνει να βάζει τέλος στο μακρύ κινηματικό φθινόπωρο της Ευρώπης.
Εδώ και μία σχεδόν δεκαετία η γαλλική κοινωνία μοιάζει με καζάνι που βράζει, χωρίς να υπάρχουν «ικανοποιητικές» βαλβίδες εκτόνωσης. Η μεγάλη πλειοψηφία της γαλλικής κοινωνίας μοιάζει να μην χωράει στον υπάρχον συσχετισμό. Δεν είναι μόνο τα γαλλικά συνδικάτα με την παραδοσιακή τους δύναμη. Δεν είναι μόνο η περιθωριοποιημένη νεολαία των γκέτο που τροφοδότησε σειρά εξεγέρσεων στο παρελθόν. Δεν είναι μόνο οι μαθητές και οι φοιτητές που κατά καιρούς έχουν ταρακουνήσει κυβερνήσεις. Το «πλήθος» όπως τους αποκαλεί υποτιμητικά ο Εμ. Μακρόν, είναι ο ίδιος ο λαός. Η πραγματική Γαλλία, στις πόλεις και την επαρχία. Εργαζόμενοι, συνταξιούχοι, μαθητές, νέοι που ζουν στην επισφάλεια, πολίτες ντροπιασμένοι από την αλαζονεία των ελίτ.
Αυτή η λαϊκή, και πλήρως αντιπροσωπευτική της πραγματικής Γαλλίας, κοινωνική σύνθεση, που εκφράστηκε με καθαρό τρόπο από το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων, πριν λίγα χρόνια, βρίσκεται σε πλήρη ρήξη με το κυρίαρχο σχέδιο των ελίτ που ενσαρκώνει η διακυβέρνηση Μακρόν. Οι ριγμένοι της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού, που βλέπουν ως μονόδρομο την υπεράσπιση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, ως όρο για να μην ποδοπατηθεί τελείως η αξιοπρέπειά τους, βγαίνουν στον δρόμο κατά εκατομμύρια απαιτώντας να ακουστεί η δική τους φωνή. Αυτό το ρήγμα δεν κλείνει, παρά τον μπαμπούλα του «λαϊκισμού» και τον ακροδεξιό κίνδυνο της Λεπέν, παρά τη βία και τους δεκάδες νεκρούς από τις δυνάμεις καταστολής (ναι, δεκάδες νεκροί στην καρδιά της «δημοκρατικής» και «ελεύθερης» Ευρώπης), παρά την αδυναμία να υπάρξει πολιτική διέξοδος στο ιδιότυπο τριπολικό πολιτικό σκηνικό της Γαλλίας.
Το κράτος είμαι εγώ!
«Το πλήθος, δεν έχει καμία νομιμότητα απέναντι στον λαό που εκφράζεται με τους αιρετούς του». Η παραπάνω αποστροφή του προέδρου Εμ. Μακρόν, καταδεικνύει με έμφαση τον τρόπο με τον οποίο ο Γάλλος πρόεδρος βλέπει την ίδια την κοινωνία και τον λαό. Ο λαός ως εχθρός. Η ίδια η δημοκρατία, η οργανωμένη θέληση της κοινωνίας, ως εχθρός. Εχθρός μιας εξουσίας που φοράει άλλες φορές «συντηρητικό» και άλλες φορές «προοδευτικό» προσωπείο, όμως στο βάθος μένει πάντα η αυταρχική θωράκιση του κράτους των ελίτ απέναντι στα συμφέροντα και τη θέληση για ζωή και αξιοπρέπεια των πολλών
Ο Μακρόν, όχι άδικα, έχει γίνει σύμβολο του σύγχρονου προτύπου διακυβέρνησης στην Ευρώπη, με πολλούς υποστηρικτές και μιμητές μεταξύ των ελίτ. Στο πρόσωπο του οι ελίτ είδαν μια ευκαιρία υπέρβασης των χρεοκοπημένων παραδοσιακών κομμάτων, η δημοφιλία των οποίων κατέρρευσε κατά τα πρώτα χρόνια της κρίσης. Τόσο στην πρώτη, όσο και στην τρέχουσα δεύτερη θητεία του ο Μακρόν κυβέρνησε, κατασκευάζοντας πάντα ένα «σκιάχτρο» μέσα στην κοινωνία. Ήταν οι «ριζοσπάστες», οι «εθνικιστές», οι «λαϊκιστές», οι «εξτρεμιστές» που απειλούν τη δημοκρατία στη Γαλλία και την Ευρώπη. Κάπως έτσι, χωρίς μια πλατιά κοινωνική συναίνεση στο πολιτικό του πρόγραμμα, χωρίς τη νομιμοποίηση της πλειοψηφίας, επιβάλει μια νέου τύπου δικτατορία των ελίτ, ακυρώνοντας το όποιο δημοκρατικό κεκτημένο στην Ευρώπη, την ίδια στιγμή που ορκίζεται στο όνομα της.
Στη χώρα μας, οι θαυμαστές του Γάλλου προέδρου, έχουν διακομματική προέλευση. Μητσοτάκης, Τσίπρας και Ανδρουλάκης, φιλοτεχνούν το «τεχνοκρατικό», «ευρωπαϊκό», «προοδευτικό» τους προφίλ στα πρότυπα του Μακρόν. Είναι χαρακτηριστικό, πως από κοινού πανηγύρισαν οι ελίτ στη χώρα μας την επανεκλογή του στις προηγούμενες προεδρικές εκλογές, άλλοι ως νίκη της «Ευρώπης» και του «ρεαλισμού», άλλοι ως νίκη της «δημοκρατίας» κόντρα στο «φασισμό» και την «ακροδεξιά Λεπέν». Άλλωστε και στη χώρα μας, οι ελίτ και το πολιτικό σύστημα (συμπολιτευόμενο και αντιπολιτευόμενο), τρέμουν τον ενωμένο και ενεργό λαό. Βλέπουν στον «εθνολαϊκισμό» όπως αρέσκονται να λένε, τη δύναμη εκείνη που μπορεί να απειλήσει τη βιωσιμότητα του καθεστώτος τους.
Τη καλύτερη απάντηση σε όλους αυτούς τους «αντιλαϊκιστές» έδωσε με tweet του ο Ζ.Λ. Μελανσόν, απηχώντας τα συναισθήματα όσων βρίσκονται αυτές τις μέρες στους δρόμους: «Το πλήθος», έγραψε, «είναι για τον λαό, ότι ο λυγμός για τη φωνή». Πράγματι, όταν η εξουσία δεν αφήνει κανένα άλλο περιθώριο στην κοινωνική θέληση να εκφραστεί, τότε αυτή σκάει με τον δικό της τρόπο, απαιτώντας να γίνει σεβαστή απ’ όλους.