Νετανιάχου: «Το Ιράν συνιστά απειλή για την ειρήνη!» (σκίτσο του Λατούφ)

 

Αρχίζει άραγε ένας νέος κύκλος επιχειρήσεων «τιμωρίας, πειθάρχησης και αναμόρφωσης»;

Του Σωτήρη Ρούσσου*

 

Η έκθεση Σίλκοτ με τις 2.600 σελίδες της αποτελεί μια πρώτης τάξεως περιγραφή του τρόπου που οικοδομήθηκε στη βρετανική κοινωνία η δικαιολόγηση και η νομιμοποίηση της εισβολής στο Ιράκ. Πρόκειται για διαστροφή της κοινής λογικής μέσα από την επανάληψη και διασύνδεση επιχειρημάτων που δεν εδράζονται παρά σε εξαιρετικά ελλιπή ή και ανύπαρκτα στοιχεία, και που χρειάζονται λογικά άλματα ολυμπιακών επιδόσεων για να αποκτήσουν σύνδεση. Και είναι σημαντική η μελέτη αυτής της «οικοδόμησης» νομιμοποίησης γιατί και σήμερα διαβλέπουμε τέτοιου είδους «σχέδια» είτε αφορούν τη στάση του Ισραήλ και μεγάλου μέρους του αμερικανικού κατεστημένου διαμόρφωσης πολιτικής έναντι του Ιράν, είτε αφορούν την απειλή των τζιχαντιστικών ομάδων για τη Δύση και ειδικότερα την Ευρώπη, είτε αφορούν την ενδεχόμενη στρατιωτική επέμβαση στη Λιβύη.

Στην περίπτωση του Ιράν, τόσο η ηγεσία του Ισραήλ όσο και το κατεστημένο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας πασχίζουν να μας πείσουν ότι το Ιράν αποτελεί παράγοντα αστάθειας στη Μέση Ανατολή, σημαντική απειλή για τη ροή του πετρελαίου και του φυσικού αερίου και, τέλος, για αυτή καθαυτή την ασφάλεια στην περιοχή. Το Ιράν σίγουρα επιθυμεί να γίνει ηγεμονική περιφερειακή δύναμη στη Μέση Ανατολή και να αναβαθμίσει έτσι τη θέση του στον μουσουλμανικό κόσμο και τον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων. Δεν είναι η μόνη χώρα που επιδιώκει κάτι τέτοιο. Η Γερμανία το έχει επιτύχει ήδη στον χώρο της Ε.Ε. και κυρίως της ευρωζώνης χωρίς να δημιουργεί ανάλογες ανησυχίες στην Ουάσιγκτον. Επίσης, όντως το Ιράν είναι ένα αυταρχικό καθεστώς, αλλά ούτε και αυτό θα έπρεπε να θεωρείται ανησυχητικό για τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, μιας και δεν δείχνουν ευαισθησία στις παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων όταν αυτή προσκρούει στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους.

 

Αβάσιμη η εκτίμηση για την ιρανική «απειλή»

Συνεπώς ο ηγεμονικός ρόλος και το είδος του καθεστώτος δεν είναι επαρκείς λόγοι για τη σχεδόν υστερική επανάληψη των ισχυρισμών περί της θανάσιμης απειλής που αποτελεί το Ιράν για την περιοχή και ολόκληρο τον κόσμο. Τα τελευταία τριάντα περίπου χρόνια το Ιράν δεν έχει συμβάλει στη διάλυση κανενός κράτους στη Μέση Ανατολή και ήταν ιδιαιτέρως επιφυλακτικό να εμπλακεί ακόμη και σε χώρες όπου υπάρχει σιιτική πλειονότητα, όπως το Μπαχρέιν ή η Υεμένη. Κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε μεγάλη αναταραχή στη ροή του πετρελαίου και του φυσικού αερίου από την οποία, ας μην ξεχνάμε, ζει το Ιράν – και την αύξηση της οποίας επιζητεί η Τεχεράνη για να επιλύσει τα σημαντικά οικονομικά της προβλήματα. Δεν δημιούργησε προβλήματα στην αμερικανική πολιτική στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, δεν διέλυσε τον Λίβανο και προφανώς δεν διέλυσε τη Συρία και το μεταπολεμικό Ιράκ, αφού άλλωστε τα συμφέροντα του Ιράν συνδέονται άρρηκτα με τη διατήρηση της ακεραιότητας όλων αυτών των κρατών. Τέλος, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο ή στοιχειωδώς λογικό επιχείρημα που να συνδέει την τζιχαντιστική βία στις ευρωπαϊκές και μεσανατολικές πόλεις με το Ιράν ή οργανώσεις που συνδέονται με αυτό.

Αυτό που η ισραηλινή ηγεσία και το κατεστημένο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας ξεχνούν να αναφέρουν είναι ότι οι τζιχαντιστικές οργανώσεις έχουν χρηματοδοτηθεί, εξοπλιστεί και διευκολυνθεί από τη Σαουδική Αραβία, την Τουρκία και τις μοναρχίες του Κόλπου – ή από ιδρύματα και οργανώσεις που εδρεύουν σε αυτές τις χώρες. Και μάλιστα η γιγάντωση των οργανώσεων αυτών έγινε για να χτυπηθεί το Ιράν. Συνεπώς θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι, μιας και οι τζιχαντιστικές οργανώσεις αποτελούν τη μεγαλύτερη απειλή για την ευρωπαϊκή ασφάλεια σύμφωνα με τις αρμόδιες υπηρεσίες, η Ευρώπη και η Τεχεράνη έχουν κοινό συμφέρον να αναπτύξουν στενή συνεργασία για την εξουδετέρωσή τους.

 

Λογικά άλματα και επιλεκτικές σιωπές

Το αντεπιχείρημα στο Τελ Αβίβ και την Ουάσιγκτον είναι ότι αυτές οι οργανώσεις μπορούν να αντιμετωπιστούν ευκολότερα, όπως αντιμετωπίζεται το οργανωμένο έγκλημα, ενώ η ιρανική απειλή είναι πολύ πιο μεγάλη και δύσκολο να αντιμετωπιστεί, αφού η ακτίνα των βαλλιστικών πυραύλων του περιλαμβάνει την Αθήνα ή και το Παρίσι. Εδώ ακριβώς είναι η «πονηρή» σύνδεση μεταξύ ενός πραγματικού γεγονότος και της υποτιθέμενης απειλής. Από μόνο του το γεγονός ότι βρισκόμαστε στο βεληνεκές των βαλλιστικών πυραύλων μιας χώρας δεν σημαίνει ότι απειλούμαστε από αυτήν. Βρισκόμαστε σίγουρα στο βεληνεκές των διηπειρωτικών πυραύλων της Κίνας και της Ρωσίας, ή ακόμη και της Ινδίας, αλλά κανείς δεν διανοείται ότι απειλούμαστε από αυτές τις χώρες. Αυτή η επιχειρηματολογία θυμίζει έντονα το προηγούμενο στην περίπτωση της εισβολής στο Ιράκ. Η εκτίμηση των υπηρεσιών ασφαλείας ότι το ιρακινό καθεστώς μπορούσε να παράγει όπλα μαζικής καταστροφής παρουσιάστηκε ως βεβαιότητα ότι ο Σαντάμ είχε αυτά τα όπλα, και ήταν μάλιστα έτοιμος να τα χρησιμοποιήσει. Γιγαντιαίο λογικό άλμα, ολυμπιακών επιδόσεων.

Έτσι η Ουάσιγκτον και κυρίως το Ισραήλ αποφεύγουν να κατηγορήσουν τον πιο σημαντικό σύμμαχό τους στη Μέση Ανατολή, τη Σαουδική Αραβία, παρά το γεγονός ότι η χώρα αυτή, εξάγοντας τα εσωτερικά προβλήματά της ενισχυμένα με παχυλές επιταγές πετροδολαρίων, έχει συμβάλλει τα μέγιστα στην αποσταθεροποίηση κρατών από το Αφγανιστάν μέχρι την Υεμένη και τη Λιβύη. Και, από την πλευρά τους, τα ευρωπαϊκά κράτη προτιμούν να τηρούν κι αυτά σιγή για το ρόλο των κρατών της Αραβικής Χερσονήσου στη δράση των τζιχαντιστικών οργανώσεων και τελικά στη σφαγή στο Παρίσι, στις Βρυξέλλες, στην Κωνσταντινούπολη αλλά και στη Βαγδάτη – γιατί, όπως και να το κάνουμε, οι ευρωπαϊκές ελίτ πρέπει κάποτε να αποδεχθούν ότι η δολοφονία ενός Γάλλου αθώου πολίτη στον κινηματογράφο είναι το ίδιο αποτρόπαια και άδικη με τη δολοφονία ενός Ιρακινού στην υπαίθρια αγορά.

 

Επιχειρήσεις «τιμωρίας, πειθάρχησης και αναμόρφωσης»

Η εισβολή στο Ιράκ όμως είχε και μια άλλη πλευρά. Ήταν μια εισβολή όχι απλά εναντίον ενός κράτους όπως γνωρίζουμε στο δίκαιο του πολέμου, αλλά εναντίον ενός καθεστώτος και εναντίον της μορφής συγκρότησης μιας κοινωνίας. Ο πόλεμος πια δεν θεωρείται μια στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ των κρατών, αλλά μια βίαιη επιχείρηση «τιμωρίας, πειθάρχησης και αναμόρφωσης» κοινωνιών ώστε να αναδιοργανωθούν και να συμπεριφέρονται σύμφωνα με τις επιταγές της δύναμης εισβολής και κατοχής, το λεγόμενο «nation-building». Το εφάρμοσαν και το εφαρμόζουν οι Ισραηλινοί στην περίπτωση των Παλαιστινιακών Εδαφών, αλλά στο Ιράκ εφαρμόστηκε πρώτη φορά σε τέτοια έκταση και με τέτοια ένταση. Η έκθεση Σίλκοτ θα μας δώσει σημαντικά στοιχεία για το πώς σχεδιάστηκε αυτή η επιχείρηση «τιμωρίας, πειθάρχησης και αναμόρφωσης».

Η μελέτη αυτής της επιχείρησης είναι ιδιαίτερα χρήσιμη και κρίσιμη σήμερα, που το ΝΑΤΟ ή κάποια συμμαχία «προθύμων» δυτικών κρατών δεν αποκλείει στρατιωτική επέμβαση στη Λιβύη, με στόχους την αποτροπή μετεγκατάστασης του «Ισλαμικού Χαλιφάτου» στη χώρα αυτή και στην περιοχή του Σαχέλ, και τον έλεγχο των προσφυγικών-μεταναστευτικών ροών. Την ίδια στιγμή, εκπρόσωποι του κατεστημένου διαμόρφωσης εξωτερικής πολιτικής στην Ουάσιγκτον ζητούν την ανάληψη στρατιωτικής δράσης εναντίον του καθεστώτος Άσαντ, κάτι που φαίνεται να σιγοντάρει και το Τελ Αβίβ. Αρχίζει άραγε ένας νέος κύκλος επιχειρήσεων «τιμωρίας, πειθάρχησης και αναμόρφωσης»;

 

* Αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών, www.cemmis.edu.gr

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!