Στη «Βυθισμένη πολιτεία», το μυθιστόρημά της που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέλευθος σε μετάφραση Κωνσταντίνας Γερ. Ευαγγέλου, η Μάρτα Μπαρόνε διερευνά την ιστορία του πατέρα της κινούμενη μεταξύ μυθοπλασίας και κυρίως ιστορικής έρευνας και πραγματικών γεγονότων.
Μέσα από αρχεία, συναντήσεις με παλιούς συντρόφους του, προσπαθεί να φτιάξει ένα πορτρέτο του κι ας μοιάζει συνεχώς να διαφεύγει: «Δεν μπορώ να ξέρω τίποτε απ’ όσα αυτός σκεφτόταν ή ένιωθε, και αυτή είναι μια ανεπανόρθωτη συνθήκη. Όχι μόνο επειδή δεν μπορώ πλέον να τον ρωτήσω. Αλλά επειδή δεν είναι δυνατόν, ακόμη λιγότερο δυνατόν απ’ ό,τι σε σχέση μ’ εμάς τους ίδιους, να έχουμε μια ιδέα (πόσο μάλλον να την αποδώσουμε) της ολότητας της ζωής ενός άλλου ατόμου. Ξέρουμε μετά βίας κάτι για μας τους ίδιους και συχνά αυτό το κάτι είναι και λανθασμένο…»
Ωστόσο, αυτό που σίγουρα καταφέρνει, είναι να μας παρουσιάσει μια σύντομη ιστορία της άκρας αριστεράς στην Ιταλία και να βυθίσει το νυστέρι της στις παθογένειές της, χωρίς ποτέ όμως να μπαίνει σε μια δεξιά οπτική.
Προσπαθεί να κατανοήσει, να εξηγήσει, να ερμηνεύσει και όχι να δικάσει ή να αναθεωρήσει την ιστορία.
Η ιστορία του πατέρα της, στρατευμένου σε μια μικρή σεχταριστική οργάνωση, που θυμίζει πολλά από τα καθ’ ημάς, σημαδεύεται από την αποχώρησή του, αλλά κυρίως από τη σύλληψη και καταδίκη του γιατί πρόσφερε ιατρικές υπηρεσίες σε μέλος της «Πρώτης Γραμμής», το οποίο συμμετείχε σε ένοπλη επίθεση.
Η συγγραφέας αναζητά ποια μπορεί να ήταν η πραγματική του σχέση με τις ένοπλες οργανώσεις και διερευνά τις επιπτώσεις που είχε η καταδίκη στη ζωή τη δική του αλλά και της οικογένειας.
Και κυρίως της σχέσης με την κόρη του που υπήρξε γενικά δυσλειτουργική…
Η περιγραφή της συμμετοχής του στο εργατικό κίνημα, της δουλειάς σε εργοστάσια, των προσπαθειών για «αφύπνιση» της εργατικής τάξης παίρνουν τον χαρακτήρα ντοκουμέντου και γεννούν πολλούς προβληματισμούς για το παρελθόν και το μέλλον του κινήματος.
Για τον Έλληνα αναγνώστη πέρα από το μεγάλο ενδιαφέρον έχει όχι μόνο η περίπτωση της Ιταλίας, αλλά και τα σημεία που διασταυρώνονται γεγονότα και πρακτικές.
Παράλληλα υπάρχει και μια έκπληξη που έδωσε και τον τίτλο στη σημερινή συνέντευξη: Ο κομβικός ρόλος ενός ελληνικού μυθιστορήματος. Πρόκειται για το «Καπλάνι της βιτρίνας» της Άλκης Ζέη, που για την ηρωίδα αντιπροσώπευε μια άλλη πτυχή της προσωπικότητας του πατέρα της, που συχνά έμενε αθέατη.
Γενικά η αντίστιξη του σήμερα με το χθες, με τους αγώνες που έγιναν και συχνά χάθηκαν οδηγεί σε μια μελαγχολική ατμόσφαιρα το βιβλίο από την πρώτη μέχρι τη τελευταία σελίδα. Συχνά μοιάζει σαν μια παρέλαση φαντασμάτων.
Άραγε ανθισαν ματαίως τόσα θαύματα;
Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο
Πώς αποφασίσατε να γράψετε αυτό το μυθιστόρημα που αφορά στην ιστορία του πατέρα σας;
Λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του, βρήκα ένα δικαστικό έγγραφο που αφηγούνταν μια άγνωστη πτυχή του και με έκανε να καταλάβω ότι πριν από τη γέννησή μου είχε ζήσει μια ζωή πιο ενδιαφέρουσα και πιο μυστηριώδη απ’ ό,τι νόμιζα.
Όταν άρχισα να μιλάω με άτομα που τον είχαν γνωρίσει τότε και να διαβάζω ντοκουμέντα της εποχής εκείνης, αποφάσισα ότι αυτή η ιστορία θα γραφόταν.
Πού τελειώνει η μυθοπλασία και πού αρχίζει η αφήγηση πραγματικών γεγονότων;
Όλα τα γεγονότα που αφηγούμαι είναι «πραγματικά». 0 μύθος είναι μόνο ένα αφηγηματικό πλαίσιο: έγκειται στην αδυναμία να γνωρίζω πραγματικά τα αληθινά γεγονότα, να ανακαλύψω πραγματικά έναν άλλον άνθρωπο, ειδικά αν δεν έχει μείνει κανένα γραπτό απ’ αυτόν, μια μαρτυρία απτή γι’ αυτά που σκεφτόταν. Ο μύθος έγκειται μάλλον στην έρευνα και στα κενά της ιστορίας, παρά σ’ αυτό που διαφαίνεται στην ιστορία.
Συμπόνεσε αυτά τα άτομα. Πίστευαν σε αυτό που έκαναν και οι περισσότεροι απ’ αυτούς
δεν έβλαψαν ποτέ κανέναν, ει μη μόνον τους ίδιους τους τους εαυτούς. Τους καταβρόχθισε
η Ιστορία. Μην τους χλευάσεις υπερβολικά. Μη σαρκάσεις υπερβολικά. Συμπόνεσέ τους
Πιστεύετε πως υπάρχει ενδιαφέρον για εκείνη την εποχή της πρόσφατης ιταλικής ιστορίας; Τι έχει να μας πει για το σήμερα;
Όχι, δεν πιστεύω πως υπάρχει ενδιαφέρον. Νομίζω ότι πολλά χάθηκαν και αυτή η απογοήτευση αποτελεί μέρος της ιστορίας του πατέρα μου και του βιβλίου, αλλά και πολλά έμειναν και σε κάτι χρησίμευσαν.
Έχετε μια μεγάλη αναφορά στο «Καπλάνι της βιτρίνας» – ποια είναι η αναγνωστική σας σχέση με αυτό το βιβλίο;
Το «Καπλάνι της βιτρίνας» ήταν ένα βιβλίο που ο πατέρας μου πήρε μαζί του απ’ το σπίτι της μητέρας μου όταν χώρισαν. Υπήρχε στη βιβλιοθήκη του σπιτιού του όσο ήμουν μικρή και μετά εξαφανίσθηκε στο πουθενά, και στο βιβλίο γίνεται μια από τις απρόσβατες αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας, αποκτώντας έτσι μια μεταφορική σημασία. Ο πατέρας μου το αγαπούσε πολύ και ήθελε μάλιστα να μου δώσει το όνομα μιας εκ των πρωταγωνιστριών του. Μέσα απ’ τα παράξενα της μοίρας, λίγο μετά την έκδοση της «Βυθισμένης Πολιτείας», το βιβλίο εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια μιας μετακόμισης, μετά από περίπου τριάντα χρόνια. Μερικές φορές η ζωή είναι ένα λογοτεχνικό έργο.
* Φωτογραφία: Caterina Sansone