Η Αριστερά ωριμάζει, η Δεξιά καταφεύγει στο παρελθόν και τρομοκρατεί. Του Γιάννη Τσούτσια

Χρειάστηκε ο στοιχειώδης χρόνος για να συνειδητοποιηθεί το αποτέλεσμα – σεισμός της 6ης Μαΐου. Τώρα, η αίσθηση ρευστοποίησης των πάντων, επεκτείνεται προς κάθε κατεύθυνση, όλα μοιάζουν μετέωρα και μεταβατικά. Αυτή η διαπίστωση δεν αναγνωρίζεται μόνο στο πολιτικό σκηνικό που αλλάζει θεαματικά, στις μεταβολές στους κομματικούς συσχετισμούς και στις σχέσεις εκπροσώπησης, αλλά και στις διαδικασίες εκπροσώπησης. Η ένταση της κατάρρευσης είναι τέτοια που ξεπερνά την αρχιτεκτονική του πολιτικού συστήματος και φθάνει σε σημείο να επηρεάζει και τον τρόπο που διεξάγονται οι εκλογές.
Αναφερόμαστε στην αποδιάρθρωση της διαδικασίας ανάδειξης της διακυβέρνησης, όχι μόνο στενά, αλλά και σε ό,τι περιλαμβάνει όλο εκείνο το γνώριμο πλαίσιο που περιγράφεται ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας. Έτσι, καθώς ο κύκλος της μεταπολίτευσης κλείνει με συμπτώματα ολοκληρωτικής κατάρρευσης, δεν διασώζονται ούτε οι ελάχιστες κατακτήσεις. Aυτές που συχνά παραγνωρίζουμε ως αυτονόητες, δηλαδή το δημοκρατικό πλαίσιο διεξαγωγής των εκλογών. Με άλλα λόγια, οδηγούμαστε σε εκλογές κατατρομοκράτησης, ιδεολογικής και πολιτικής, όπου οι διεθνικές, οι εξωθεσμικές παρεμβάσεις και οι παρεμβάσεις της διαπλοκής έχουν ξεπεράσει κάθε όριο. Μοιάζει υπερβολή, αλλά αν οι παρατηρητές του ΟΗΕ που ελέγχουν το αδιάβλητο των εκλογικών διαδικασιών σε χώρες-μπανανίες έφθαναν στην Ελλάδα, θα συμπέραιναν ότι αυτές οι εκλογές, ούτε ελεύθερες, ούτε δημοκρατικές μπορεί να θεωρούνται.
Ως εκ τούτου, μπαίνουμε σε περίοδο πολιτικών συγκρούσεων και συνεχούς διαμάχης περί τη διακυβέρνηση. Όχι μόνο επειδή συντρέχει πραγματικός διχασμός στο εκλογικό σώμα και τα εκλογικά ποσοστά, αλλά κυρίως γιατί διαμορφώνονται διαδικασίες μη αναγνώρισης και μη αποδοχής της νέας πραγματικότητας. Σε κάθε περίπτωση, αρχίζουμε να κινούμαστε κάτω από το όριο των απαραίτητων προϋποθέσεων για σταθεροποίηση, κι αυτό είναι το πιο δραματικό στοιχείο της πολιτικής επικαιρότητας. Η άνοδος της Αριστεράς, θεματική, αλματώδης, παράλληλη με την κατοχύρωση και την υπεράσπιση της δημοκρατικής διαδικασίας, δεν επαρκεί από μόνη της για τη σταθεροποίηση των πολιτικών διαδικασιών.
Με προεξάρχουσα τη Ν.Δ., οι συστημικές δυνάμεις αποφάσισαν μια πολωτική προεκλογική γραμμή παρατεταμένης ρήξης και πόλωσης, που απηχεί την πρόθεσή τους να μην εγκαταλείψουν την ουσιαστική διακυβέρνηση, πολύ περισσότερο, μάλιστα, την πολιτική εξουσία. Η Δεξιά συγκροτείται ως παλαιοδεξιά, εκτός τόπου και χρόνου, με ορολογίες, τρόπους ανάλυσης, κουλτούρα και αύρα μετεμφυλιακή, ελπίζοντας να μετατοπίσει τον άξονα των πολιτικών εξελίξεων προς τα δεξιά. Εν μέρει, το καταφέρνει. Επιχειρεί να ξαναφτιάξει το «μαντρί» -κατά την αβερωφική διάλεκτο- ένα είδος επανάκαμψης και πολιτικής στρατοπεδοποίησης του δεξιού χώρου, που θα τον τοποθετεί κατ’ αντιπαράθεση με την κοινωνία και την Αριστερά.
Παράλληλα, ενισχύει την ιδεολογική και πολιτική συγκρότηση θυλάκων μέσα στο κράτος και το δημόσιο τομέα ως μηχανισμό αυτονομίας από την αυριανή εκλεγμένη κυβέρνηση, δημιουργώντας στεγανά, όπως πολλές δεκαετίες πριν. Σ’ αυτό το πλαίσιο συμπεριλαμβάνεται και η συγκαλυμμένη ευθυγράμμιση με τη Χρυσή Αυγή, όσο και οι τακτικές ανάγκες διάσωσης του Σαμαρά μετά από μια ενδεχόμενη εκλογική ήττα. Παράλληλα, ας μη μας διαφεύγει, ότι και ο Βενιζέλος απείλησε ανοιχτά τον Τσίπρα με Γουδή! Ποιος, ο Βενιζέλος! (διάλογος κατά τη διαδικασία των διερευνητικών εντολών σύμφωνα με τα Νέα: «…Στο Γουδή (στο απόσπασμα δηλαδή) πήγε ο Γούναρης, δεν πήγε ο Βενιζέλος. Ο Γούναρης που παρέσυρε τον ελληνικό λαό υποσχόμενος να παραβεί τις συμφωνίες με τους συμμάχους για να υλοποιήσει τάχα μου τη Μεγάλη Ιδέα…»). Δεν φθάνει που το λαϊκό κίνημα, μόλις που συγκρατείται να θέσει τέτοια θέματα, έρχεται ο Βενιζέλος και τα θέτει κατά του Τσίπρα! Εκτός του ότι έχει χαθεί κάθε μέτρο, η δήλωση αυτή απηχεί τη συμβολή του Βενιζέλου στο κλίμα πόλωσης και απονομιμοποίησης μιας ενδεχόμενης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, η Αριστερά μετατοπίζεται και ωριμάζει. (Οι μετατοπίσεις δεν συνεπάγονται πάντα υποχώρηση και στρογγυλέματα). Το γεγονός αυτό, καλοδεχούμενο και αναγκαίο, δεν είναι μόνο απαραίτητο για μια κυβέρνηση που έρχεται, αλλά και για την ίδια τη φυσιογνωμία της Αριστεράς. Καθώς η τελευταία βρίσκεται σε πορεία ανόδου, έρχεται αντιμέτωπη με τις αδυναμίες της. Η άνοδος, από μόνη της, δεν λύνει αδυναμίες. Τις βγάζει στο φώς και εξαναγκάζει στην αντιμετώπισή τους. Και είναι αλήθεια πως τους τελευταίους δύο μήνες, η «μέση μαζική συνείδηση» και η συνείδηση του κόσμου της Αριστεράς, αλλά και των στελεχών της, έχει κάνει άλματα συνειδητοποίησης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχει καλυφθεί όλο το αναγκαίο έδαφος.
Η Αριστερά μπαίνει έτσι βασανιστικά, ολοένα και περισσότερο στα δύσκολα και τα επώδυνα. Και βρίσκεται αντιμέτωπη, ανάμεσα στα άλλα, με το εξής πρόβλημα: Πώς θα παραμείνει σταθερή σ’ αυτή τη διαδικασία; Πώς θα αποφύγει, με τη σαγήνη της εξουσίας, να ξανακουκουλώσει τα επίδικα; Πώς δεν θα αναβάλει τη διαδρομή, κρυπτόμενη πίσω από διαχειριστικές ανάγκες, επιλεκτικές συσπειρώσεις και κυβερνητικές προτεραιότητες;
Η έλευση της Αριστεράς δεν είναι μια απλή κοινωνική ρύθμιση, συνδεμένη με την ψευδαίσθηση ότι αρκεί να αποφασίσουμε ως κοινωνία, ως εργαζόμενοι, ως καταπιεσμένοι, να την ψηφίσουμε. Δεν πρόκειται απλώς για μια επιλογή διακυβέρνησης, ανάμεσα σε άλλες. Η Αριστερά υποχρεούται να αλλάξει τα πράγματα και τον εαυτό της. Να επενδύσει στην πορεία χειραφέτησης, ταξίδι απαραίτητο τόσο στους παιδαγωγούς, όσο και τους παιδαγωγούμενους. Κι αυτό είναι το θέμα.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!