Παρακολουθούμε τις πρώτες σκηνές ενός ριάλιτι με θέμα τη συμπεριφορά του πολιτικού κόσμου στην προεκλογική περίοδο που ήδη άρχισε. Πώς θα επιδιώξει να κινηθεί κάθε παράγοντας και κόμμα, ώστε να έχει λιγότερες απώλειες και να πετύχει τους στόχους του; Μέσα από συνδυασμένες, παράλληλες και διασταυρούμενες κινήσεις, παράγεται ένα περιβάλλον αρκετά τοξικό και αποπροσανατολιστικό. Δεν συμβαίνει, βέβαια, σπάνια οι κινήσεις ενός οργανισμού να επιφέρουν αποτελέσματα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα.

 

Ο έχων την πρωτοβουλία

Βρισκόμενος στη θέση της κυβέρνησης, ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί ακόμα περιθώρια πρωτοβουλίας για έναν βασικό λόγο: Δεν αντιμετωπίζει σημαντική αντιπολιτευτική πίεση, αφού οι αντίπαλοί του, και κυρίως η Ν.Δ., δεν εμφανίζουν τίποτα σπουδαίο σε τακτικό έστω επίπεδο.

Έχοντας ακόμα τη στήριξη των διεθνών κέντρων, και παρά τη μεγάλη φθορά του, μπορεί και ανακατεύει την τράπουλα, αλλάζει την ατζέντα, προχωρεί σε «αιφνιδιασμούς». Εμφανίζεται φυσικά αδίστακτος μπροστά στον στόχο να μη διασυρθεί στις εκλογές και να διατηρηθεί ως ισχυρός παίκτης στο μετεκλογικό τοπίο.

Ο αληθινός αντίπαλος του ΣΥΡΙΖΑ, είναι η πραγματικότητα. Σωρεία γεγονότων τινάζουν τους σχεδιασμούς του στον αέρα και του δυσκολεύουν τη ζωή. Το Μακεδονικό, η τραγωδία στο Μάτι, η αποπομπή Κοτζιά, οι έξωθεν προκλήσεις, εξαναγκάζουν τον ΣΥΡΙΖΑ σε αναδιπλώσεις και αλλαγές ημερομηνιών και σχεδιασμών. Δεν γιορτάστηκε η «έξοδος» όπως ήθελαν. Δεν μπόρεσαν να αιφνιδιάσουν εκλογικά με το θέμα των συντάξεων μέσα στο 2018. Ενώ είχαν ξεδιπλώσει το κεντροαριστερό σενάριο και ερχόταν το συναινετικό διαζύγιο Τσίπρα-Καμμένου, τώρα αναγκάζονται να σφιχταγκαλιαστούν μέχρι νεωτέρας.

Για να καλύψει όλα αυτά το κυβερνών κόμμα, ρίχνει στην σκηνή οτιδήποτε κάνει θόρυβο, δημιουργώντας αντιφατικό κλίμα. Για παράδειγμα, ακολουθείται στην πράξη το δόγμα Πολάκη (να βάλουμε μερικούς φυλακή για να κερδίσουμε), φουντώνει η σκανδαλολογία και τώρα φυτιλιάζεται το σημιτικό περιβάλλον (με πλευρές του οποίου είναι γνωστές οι γέφυρες) με τις κατηγορίες σε βάρος του ίδιου του Κ. Σημίτη. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με την εφημερίδα Documento που βγάζει μια εύπεπτη ιστορία για την κα Μαρέβα και την επάρατο Δεξιά. Έχουμε την εμπλοκή ενός πρώην πρωθυπουργού και του περιβάλλοντός του, απόφαση που δεν πάρθηκε χωρίς γνώση, ή και ενορχήστρωση, από το Μαξίμου.

Αντιλαμβάνεται κανείς ότι έτσι δεν στήνονται γέφυρες για μετεκλογικές συνεργασίες με τον χώρο του ΠΑΣΟΚ. Αυτή η στάση διευκολύνει τον «διμέτωπο» της Γεννηματά ενάντια σε ΣΥΡΙΖΑ-Ν.Δ. και απομονώνει τις υπαρκτές δυνάμεις εντός του ΚΙΝΑΛ που θέλουν σφόδρα μια συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ίσως ο Αλ. Τσίπρας να θέλει με τον τρόπο αυτό να φράξει τη διαρροή ψηφοφόρων προς το ΠΑΣΟΚ, ίσως όμως παίζουν ρόλο και ζητήματα πιο σημαντικά, όπως η κόντρα ΗΠΑ-Γερμανίας.

Πρωτοβουλίες όπως η συνταγματική αναθεώρηση ή η συμφωνία με την Εκκλησία, είναι στην ίδια τροχιά και επιδιώκουν ένα ανακάτεμα στην κοινωνία, ώστε κάτι να κερδηθεί μέσα από την επιβολή διαχωριστικών γραμμών και διχαστικών καταστάσεων. Διέπονται βέβαια από προχειρότητα και αντιφάσεις, κάτι που τις καθιστά δύσκολα υλοποιήσιμες, αλλά το ζητούμενο για τους κυβερνώντες δεν είναι να υλοποιηθούν! Η χρησιμότητά τους είναι ακριβώς μέσα από το γενικό μπάχαλο (υπάρχουν κι άλλες λέξεις που θα περιέγραφαν την κατάσταση…) να μαζέψουν τον «αφρό».

Έτσι, στους προεκλογικούς απολογισμούς ο πρωθυπουργός θα μπορέσει να προβάλει έναν μακρύ κατάλογο πεπραγμένων για να κρύψει την ουσία. Ο τρόπος που χειρίστηκε την πυρκαγιά στο Μάτι, αλλά και λιγότερο σοβαρά θέματα, όπως π.χ. πρόσφατα την ΕΡΤ, διαπνέει τις πρωτοβουλίες και τα έργα του. Στις περιφέρειες –να ακόμα ένα παράδειγμα καιροσκοπισμού– είναι αναγκασμένος να προχωρήσει με τους πασοκικούς κύκλους γιατί αλλιώς κινδυνεύει να μην κερδίσει καμία, ενώ στους δήμους η δυστοκία εύρεσης υποψηφίων στην Αθήνα και αλλού, δείχνει πόσο απωθητική είναι η ήττα όταν κριτήριο είναι η ατομική καριέρα.

Ο αληθινός αντίπαλος του ΣΥΡΙΖΑ, είναι η πραγματικότητα. Σωρεία γεγονότων τινάζουν τους σχεδιασμούς του στον αέρα και του δυσκολεύουν τη ζωή. Το Μακεδονικό, η τραγωδία στο Μάτι, η αποπομπή Κοτζιά, οι έξωθεν προκλήσεις, εξαναγκάζουν τον ΣΥΡΙΖΑ σε αναδιπλώσεις και αλλαγές ημερομηνιών και σχεδιασμών. Δεν γιορτάστηκε η «έξοδος» όπως ήθελαν. Δεν μπόρεσαν να αιφνιδιάσουν εκλογικά με το θέμα των συντάξεων μέσα στο 2018. Ενώ είχαν ξεδιπλώσει το κεντροαριστερό σενάριο και ερχόταν το συναινετικό διαζύγιο Τσίπρα-Καμμένου, τώρα αναγκάζονται να σφιχταγκαλιαστούν μέχρι νεωτέρας

Τι κομίζει ο Μητσοτάκης;

Μάλλον τίποτα. Προβάλει ωστόσο ως ο μελλοντικός πρωθυπουργός και αυτό φαίνεται να του αρκεί. Η βασική του πολιτική είναι πως ο ΣΥΡΙΖΑ φεύγει κι έρχεται η σειρά του. Παίζει λοιπόν «κοντρόλ μπάσκετ», εύχεται να ψηφίσει ό,τι προλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ (π.χ. Πρέσπες), ώστε να μην έχει ο ίδιος μπελάδες μετά. Μια χαμηλών τόνων αντιπολίτευση, αμυντική σε πολλές περιπτώσεις. Πρέπει άλλωστε και να αποχαρακτηριστεί από τις επιθέσεις του ΣΥΡΙΖΑ ότι είναι ακραίος νεοφιλελεύθερος που θα κάνει μαζικές απολύσεις ή ότι έχει ακροδεξιά φυσιογνωμία ως αιχμάλωτος του Σαμαρά.

Παρά τις προσπάθειες, ο Κ. Μητσοτάκης δεν έχει πάρει σαφή μηνύματα από το εξωτερικό ότι είναι ο εκλεκτός τους. Επομένως, μόνο ο στόχος της αυτοδυναμίας θα του δώσει μια ισχύ ώστε να μπορέσει να κάνει παιχνίδι. Γνωρίζει ότι δεν έχει πολλά περιθώρια συνεργασιών και συμμαχιών. Θέλει δε να φτάσει σε αυτό τον στόχο επιδεικνύοντας πολυσυλλεκτικότητα, σαν κεντροδεξιά, υπεύθυνη και ενωμένη δύναμη με όραμα για μια άλλη Ελλάδα. Η ρητορική του εμφανίζεται, όμως, επαρκής μόνο στα θέματα της τάξης και ασφάλειας, ενώ για όλα τα άλλα άγεται και φέρεται κατά τις περιστάσεις. Σε μακεδονικό, συνταγματικό και εκκλησιαστικό σύρθηκε τελείως, ενώ πρόσφατα, στο ζήτημα του Κατσίφα, ήταν χαρακτηριστικά υποτονική η στάση του.

Το κύριο πρόβλημα της Ν.Δ., και του Κ. Μητσοτάκη προσωπικά, είναι πως δεν δημιουργεί ρεύμα μέσα στην κοινωνία. Αν το έκανε, ο ΣΥΡΙΖΑ θα στριμώχνονταν και θα φθείρονταν πολύ πιο γρήγορα. Αλλά για να δημιουργηθεί ρεύμα, χρειάζονται ορισμένες προϋποθέσεις που απουσιάζουν  εμφανέστατα. Η Ν.Δ. δεν έχει τίποτα να επιδείξει περά από το «ερχόμαστε» (για να συνεχίσουμε τα ίδια). Επιπρόσθετα, ο ίδιος ο Κ. Μητσοτάκης, και οι δεσμοί εξαρτήσεις που έχει, δεν του δίνουν τη δυνατότητα να παίξει το χαρτί του «πατριωτισμού» ή του «εθνολαϊκισμού», όπως άλλες δεξιές δυνάμεις στην Ευρώπη. Ανήκει, αυτός και η παράταξή του, 100% στο στρατόπεδο της παγκοσμιοποίησης κι άρα ασπάζεται ίδια κέντρα και σύμβολα με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ακόμα, όσο και αν ενώνει η προοπτική της εξουσίας, η Ν.Δ. διαπερνάται από τρεις βασικές παρατάξεις στο εσωτερικό της, την καραμανλική, την σαμαρική και τη μητσοτακική. Η τελευταία βρέθηκε στο τιμόνι αλλά δεν έχει σταθεροποιηθεί, ενώ οι άλλες δύο πιέζουν με τον τρόπο τους. Δεν είναι, όμως, εύκολο να κυβερνήσει ο Μητσοτάκης με τέτοια κατάσταση και όντας αιχμάλωτος πιέσεων. Αυτό τον οδηγεί σε σπασμωδικές κινήσεις και αρκετά αυτογκόλ. Αν και υποδεέστερο ζήτημα, η προσχώρηση Τατσόπουλου στα ψηφοδέλτια της Ν.Δ. δεν ωφελεί καθόλου το κόμμα και τον αρχηγό του. Τότε, γιατί έγινε;

Το κουβάρι είναι μπλεγμένο όχι γιατί τα ποσοστά δεν βγάζουν λύση, αλλά γιατί συσσωρεύονται πολλά καυτά ζητήματα και δεν υπάρχουν σαφείς πολιτικές για αυτά. Περιπλέκεται ακόμα περισσότερο γιατί υπάρχει διάχυτη λαϊκή δυσπιστία προς τον πολιτικό κόσμο και το πολιτικό σύστημα. Πάνω σε αυτή τη βάση, έγινε και λόγος για κυβερνήσεις-κουρελού. Είτε από την παρούσα Βουλή για λίγους μήνες, είτε για σχήματα ευρύτερης –αν και αμφίβολης– συνεννόησης μετά τις εκλογές

Γεννηματά και καραμανλισμός

Η επίθεση που δέχεται το περιβάλλον Σημίτη, βλάπτει το ΚΙΝΑΛ. Είναι έτσι υποχρεωμένο να απαντήσει, ώστε να διατηρήσει την όποια επιρροή του. Παραδόξως, η επίθεση στον Σημίτη λειτουργεί προς το παρόν συσπειρωτικά για το κόμμα και τον πασοκόκοσμο, μιας και είναι σαφές ότι ξεθάβονται ζητήματα του 2004 εν έτη 2018 για μικροπολιτικούς σκοπούς και όχι για να υπηρετηθεί κάποια κάθαρση.

Η κύρια γραμμή άμυνας της Γεννηματά στο ζήτημα αυτό, είναι η ανάδειξη του ειδικού ρόλου που παίζει η καραμανλική πτέρυγα στη στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ και η ασυλία που ο τελευταίος παρέχει στη διακυβέρνηση Καραμανλή (2004-2009). Πρόκειται βέβαια για πραγματικό γεγονός. Δεν ακουμπούν καθόλου αυτή την περίοδο και είναι γνωστό ότι ο καραμανλικός παράγοντας έδωσε σημαντική χείρα βοηθείας στον Τσίπρα.

Αυτή η σφήνα που επιχειρεί η Γεννηματά, μπορεί να της δώσει ορισμένους πόντους αν τη συνεχίσει και δεν καταρρεύσει από τις φιλοδοξίες και τα προξενιά που γίνονται για τη μεγάλη κεντροαριστερή κολλεγιά μετά τις εκλογές ή στις αυτοδιοικητικές εκλογές.

Τα υπόλοιπα

Ο Θεοδωράκης, ως εκκρεμές, αναγκάζεται να ξαναπαίξει το παιχνίδι της αυτόνομης παρουσίας και έχει, προς το παρόν, αποδράσει από τα μαντριά των Ν.Δ., ΚΙΝΑΛ. Το παίζει μπαλαντέρ αλά κάρτ, έχει συνεννόηση την περίοδο αυτή με τον Τσίπρα για να προσφέρει τις υπηρεσίες του για τη συμφωνία των Πρεσπών, και μετά βλέπουμε. Πραγματοποίησε κι ένα συνέδριο για να συγκρατήσει τις διαρροές, κάτι που θα φανεί κατά πόσο επιτεύχθηκε.

Ο Π. Καμμένος έκανε ορισμένες κινήσεις που του εξασφάλισαν χρόνο και ρόλο, αλλά καταλαβαίνει ότι ο χρόνος τελειώνει. Το είπε άλλωστε στην πρόσφατη ομιλία που είδε το φως της δημοσιότητας. Είπε κι άλλα βέβαια εκεί, στέλνοντας μηνύματα σε διάφορες κατευθύνσεις, αλλά και «κελαηδώντας» αρκετά για το γενικό μπάχαλο. Είναι άνθρωπος που έχει επαφές με το περιβάλλον Τραμπ και αμερικάνικους κύκλους γενικότερα. Το κόμμα του έχει διαβρωθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ σε σημαντικό βαθμό (όχι βέβαια ιδεολογικά…), κάτι που προκαλεί προβλήματα στον αρχηγό. Θα χάσει ψήφους προς άλλες κατευθύνσεις (πχ Ν.Δ., Χ.Α.) και δύσκολα θα πιάσει το 3%. Τελευταία, ο Π. Καμμένος είπε πως θα καταψηφίσει τη συμφωνία των Πρεσπών, θα αποχωρήσουν ο υπουργοί του (ποιοι απ’ όλους θα το κάνουν;) από την κυβέρνηση, αλλά θα συνεχίσει να τη στηρίζει.

 

Κουβάρι και κουρελού

Το κουβάρι είναι μπλεγμένο όχι γιατί τα ποσοστά δεν βγάζουν λύση, αλλά γιατί συσσωρεύονται πολλά καυτά ζητήματα και δεν υπάρχουν σαφείς πολιτικές για αυτά. Περιπλέκεται ακόμα περισσότερο γιατί υπάρχει διάχυτη λαϊκή δυσπιστία προς τον πολιτικό κόσμο και το πολιτικό σύστημα. Αυτή η δυσπιστία και εχθρότητα, είναι ενεργητικός παράγοντας στην κατάσταση που επιφανειακά φαίνεται ασάλευτη ή αδιάφορη. Αυτό, με τη σειρά του, καταδικάζει τους σχεδιασμούς των κομμάτων σε αφλογιστία. Τα γεγονότα, που έρχονται πυκνά-πυκνά, υποχρεώνουν σε αναβολές, αναπροσαρμογές και αντιφατικές κινήσεις.

Πάνω σε αυτή τη βάση, έγινε και λόγος για κυβερνήσεις-κουρελού. Είτε από την παρούσα Βουλή για λίγους μήνες, είτε για σχήματα ευρύτερης –αν και αμφίβολης– συνεννόησης μετά τις εκλογές. Κυβερνήσεις συνεργασίας, ετερόκλητων δυνάμεων, ασταθή σχήματα κ.λπ. είναι αρκετά πιθανά και ήδη αρκετοί παράγοντες σπρώχνουν σε τέτοια κατεύθυνση. Είναι, άλλωστε, της μόδας οι αναλώσιμοι πολιτικοί, με ημερομηνία λήξης και δυνατότητα ανακύκλωσης.

 

Υ.Γ. Δεν ξεχάσαμε τη (μη κυβερνητική…) Αριστερά. Αυτή δεν φαίνεται να καταγράφει κάποια παρουσία, πέρα από τη γενική καταγγελία του αστικού περιβάλλοντος και την επιμονή στη λογική «μικρό-μικρό τ’ αμπέλι μου, μα καταδικό μου». Το πρόβλημα δεν είναι κάποιος «εγωισμός», αλλά βαθύτερο και αφορά τις πολύ βασικές αντιλήψεις της.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!