Σε διαθήκη με σημαίες και συνθήματα
εγώ είμαι ελεύθερος αέρας που φυσά
Εγώ έχω φίλους τα βουνά κι όλα τα κύματα
εγώ έχω αδέλφια τα ποτάμια τα πουλιά

Έχω την ατυχία, κάθε φορά που μιλάω για τον Μάνο Ελευθερίου, να είναι παρών. Και προσέχω σαν ακροβάτης. Γιατί ο Μάνος είναι της λεπτομέρειας. Για να καταλήξει σε πολύ ουσιαστικά πράγματα, επεξεργάζεται κάθε φράση, κάθε λέξη, κάθε κατάληξη, κάθε άρθρο, κάθε τι που ακούει και γράφει. Γράφει, ξεγράφει και ξαναγράφει, αναζητώντας την προσέγγιση της τελειότητας στην έκφραση. Κι αυτό φαίνεται σε όλο του το έργο. Οπότε, να μιλήσεις μπροστά του είναι μια μικρή δοκιμασία. Υπολογίζοντας, όμως, στην επιείκειά του, θα αποτολμήσω, για άλλη μια φορά, να κάνω ένα σχόλιο εισαγωγικό στα τραγούδια που θα μιλήσουν πολύ καλύτερα από μένα στη συνέχεια, παιγμένα από την πολυμελή ορχήστρα του Πολιτιστικού Κέντρου των Εργαζομένων του ΟΤΕ Νομού Αττικής, με επικεφαλής τον Γιώργο Γκαβογιάννη.

Ποιός τη ζωή μου, ποιός παραφυλά
στου κόσμου τα στενά ποιος σημαδεύει;
Πού πήγε αυτός που ξέρει να μιλά
που ξέρει πιο πολύ και να πιστεύει;

Γνωριστήκαμε με τον Μάνο Ελευθερίου, από κοντά, στο 1975-76. Ήταν ήδη γνωστός για τους στίχους μερικών πολύ ωραίων τραγουδιών που είχαν επιτυχία. Ειδικά, ανάμεσα σε μας που εργαζόμασταν στις εταιρείες δίσκων, οι μετοχές του, σαν στιχουργού, ήταν, λίγο μετά το ξεκίνημά του, πολύ ανεβασμένες. Ο Άγιος Φεβρουάριος σε μουσικές του Δήμου Μούτση που έκανε αίσθηση το 1972 και η Θητεία σε μουσικές του Γιάννη Μαρκόπουλου το 1974, ήταν δύο από τους δίσκους που δεν έλειπαν από κανένα σοβαρό πικάπ.

Είχα εντυπωσιαστεί από την ευχέρεια του δημιουργού να γράφει νοηματικά πιο σύνθετα πράγματα και να τα χωράει σε ένα τρίλεπτο τραγούδι, το οποίο κυκλοφορεί όχι μόνο από αυτί σε αυτί, αλλά και από στόμα σε στόμα.

Και σου μιλώ σ’ αυλές και σε μπαλκόνια
και σε χαμένους κήπους του Θεού
κι όλο θαρρώ πως έρχονται τ’ αηδόνια
με τα χαμένα λόγια και τα χρόνια…

Επίσης, με είχαν εντυπωσιάσει κάποια τραγούδια του που δεν μου φαινόταν να προέρχονται από τον ίδιο άνθρωπο, όπως το τραγούδι «Ο χάρος βγήκε παγανιά» που το ερμήνευσε ο Δημήτρης Μητροπάνος, ένα «βαρύ» τραγούδι, από στίχο, ρυθμό και ερμηνεία. Αμέσως ένιωσα ότι έβλεπα έναν άνθρωπο, που χωρίς να το δείχνει, εμπεριείχε τα πάντα, ακόμα και τα πιο αντίθετα μεταξύ τους. Πολύ σοβαρός, μετρημένος, ευφάνταστος και με ιδιότυπο χιούμορ. Που οι κεραίες του έπιαναν, αθόρυβος όπως ήταν, τα πάντα και μπορούσε να γράφει με όποιον τρόπο και όποιο στυλ ήθελε, όποιο θέμα τον άγγιζε. Δεν κάναμε παρέα, ούτε έτυχε να συνεργαστούμε, αλλά πάντοτε τον παρακολουθούσα, με την καλή έννοια, γιατί το παρακολουθώ σε εποχές που ζήσαμε δεν ήταν και τόσο καλόφημο. Κι εκείνος μάλλον το καταλάβαινε. Ούτε τον έχω ρωτήσει, γιατί στις τυχαίες συναντήσεις μας, μου έβγαζε, ή εγώ νόμιζα ότι μου το έβγαζε, ίσως επηρεασμένος και από το τραγούδι του για το χάρο, μία απαισιοδοξία για το αύριο, ότι δεν μπορεί, κάτι χειρότερο θα συμβεί. Είχα πάντα την αίσθηση, κυρίως μέσα από τη μελέτη των στίχων του, ότι οι εσωτερικές τριβές μέσα σ’ αυτό τον ευγενικό και λεπτεπίλεπτο άνθρωπο ήταν μεγάλες και πολύ παραγωγικές.

Ο χάρος βγήκε, βγήκε παγανιά
και θέρισε μια γειτονιά
και έγινε μαύρος ουρανός
και ανεμοζάλη και καπνός

Λόγω της κωνσταντινουπολίτικης καταγωγής μου, τον είχα ξεχωρίσει και για μερικά πολύ όμορφα τραγούδια που αναφέρονταν στη Μικρασία και την Κωνσταντινούπολη, όπως το τραγούδι από τον κύκλο του Αγίου Φεβρουαρίου «Στη Σμύρνη και στο Αϊβαλί» ή τα τραγούδια «Σμύρνη Κωνσταντινούπολη» και «Κυρά Μικρασιάτισσα» από το δίσκο «Σεργιάνι στον παράδεισο» που κυκλοφόρησε από τη Λύρα, το 1976, την εποχή που εργαζόμουν στην εταιρεία. Και, αν θυμάμαι καλά, ήταν με αφορμή αυτό το δίσκο που έγινε η γνωριμία μας, την οποία κατά βάθος οφείλω και στην προτίμησή του για τις δικές μας πατρίδες, στην Ανατολή.

Σ’ αυτό το σημείο, θα επισημάνω ότι το τραγούδι του Μάνου Ελευθερίου το οποίο με συγκίνησε και με κατέκτησε, ήταν το τραγούδι «Το τραίνο φεύγει στις οκτώ», το οποίο έχω πάντοτε στις πρώτες επιλογές για τις ραδιοφωνικές μου εκπομπές. Είναι ένα από τα στιχουργήματα που ο Μάνος έστειλε στην περίοδο της δικτατορίας στον Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος τότε βρισκόταν στο εξωτερικό, και κυκλοφόρησαν σε δίσκο στην Ελλάδα μόλις έπεσε η χούντα.

Το τρένο φεύγει στις οχτώ
μα εσύ μονάχος σου έχεις μείνει
σκοπιά φυλάς στην Κατερίνη
μεσ’ στην ομίχλη πέντε οχτώ

Αναφέροντας τον Θεοδωράκη, μπορώ να πω ότι ο Μάνος Ελευθερίου έχει γράψει μερικά από τα πιο ουσιαστικά πολιτικά τραγούδια, χωρίς να γράφει συνθήματα ή, όπως έχει πει ο ίδιος, χωρίς να πιστεύει ότι τα τραγούδια ρίχνουν τις κυβερνήσεις. Επίσης, ένα σπουδαίο προσόν του είναι τα «κενά» που έχουν οι στίχοι του, δηλαδή να μην τα λέει όλα, αλλά να αφήνει χώρο στον ακροατή να ψάχνεται με τα νοήματα ή να τα συμπληρώνει και να τα ερμηνεύει.

Εν ολίγοις, ο Μάνος Ελευθερίου έδωσε μια πολύ σημαντική πνοή στο νεότερο ελληνικό τραγούδι, πράγμα το οποίο δεν είναι καθόλου αυτονόητο αν δούμε τι πτώση υπάρχει τα τελευταία χρόνια. Στις προηγούμενες δεκαετίες, είχαμε μία αδιάσπαστη πορεία, από τον Βαμβακάρη, στον Τσιτσάνη και από τον Καλδάρα και τον Μητσάκη στον Χιώτη και τον Ζαμπέτα, κι από κει στον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη, και μετά στον Ξαρχάκο, τον Σπανό, τον Μαρκόπουλο, τον Σαββόπουλο, τον Άκη Πάνου και όλους τους σπουδαίους συνθέτες και τραγουδοποιούς που έπαιρναν τη σκυτάλη από τους προηγούμενους. Κάτι αντίστοιχο γινόταν και με τους ποιητές-στιχουργούς. Ειδικά στη δεκαετία του 1960 που πρωτοεμφανίζεται ο Μάνος Ελευθερίου, μελοποιούνται οι στίχοι σπουδαίων ποιητών και στιχουργών. Από την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και τον Κώστα Βίρβο στον Τάσο Λειβαδίτη και τον Δημήτρη Χριστοδούλου, και βέβαια, τον Ρίτσο, τον Βάρναλη, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Αναγνωστάκη, αλλά και τον Νίκο Γκάτσο, τον Καμπανέλη, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, για να μην βάλω και τις μελοποιήσεις σπουδαίων ξένων ποιητών, όπως του Λόρκα, του Χικμέτ, του Νερούντα, του Μαγιακόφσκι και πολλών άλλων. Έχουμε, δηλαδή, εκείνη την περίοδο, έναν οργασμό δημιουργικότητας που έχει από μόνος του μια δυναμική, είναι ένα πολύ ισχυρό ρεύμα το οποίο μπορεί να δώσει ώθηση σε ένα νέο με ταλέντο. Ταυτόχρονα, όμως, αποτελεί ένα πάρα πολύ ανταγωνιστικό περιβάλλον. Και το οποίο είναι πολύ εδραιωμένο στην Αθήνα. Πόσο εύκολο είναι, άραγε, για ένα νέο άνθρωπο που έρχεται από ένα κυκλαδίτικο νησί, με παράδοση πολιτισμού, αλλά που δεν έπαυε να είναι επαρχία;

Παραπονεμένα λόγια
έχουν τα τραγούδια μας
γιατί τ’ άδικο το ζούμε
μέσα από την κούνια μας

Πόσο εύκολο είναι να μπορέσει να επιβιώσει, να αναδειχτεί και να ξεχωρίσει μέσα σ’ αυτό το πολύ απαιτητικό περιβάλλον; Πώς μπορεί ένας νέος ποιητής από τη Σύρο να μπει με αξιώσεις σε ένα χώρο που όλοι οι ποιητές των οποίων οι στίχοι μελοποιούνται είναι σπουδαίοι και καταξιωμένοι, μερικοί μάλιστα, όπως ο Σεφέρης, ο Ρίτσος και ο Ελύτης, και διεθνώς αναγνωρισμένοι; Πρέπει κι αυτός, για να τα καταφέρει, να σταθεί τουλάχιστον στο επίπεδό τους για να μελοποιηθούν οι στίχοι του από τους ίδιους συνθέτες που μελοποιούν τους στίχους των ήδη καθιερωμένων ποιητών.

Το γεγονός ότι ο έμπειρος και βαθιά πολιτικοποιημένος Χρήστος Λεοντής, ο δημιουργός –μεταξύ άλλων- της Καταχνιάς, επιλέγει και μελοποιεί στίχους του νεαρού Μάνου Ελευθερίου είναι μία πράξη σημαδιακή και αφετηριακή. Ο Μάνος δεν διαψεύδει ούτε τον Λεοντή ούτε κανέναν από τους άλλους καταξιωμένους συνθέτες που από τότε μέχρι σήμερα έχουν μελοποιήσει εκατοντάδες ποιήματά του γραμμένα για να γίνουν τραγούδια, άλλα από μια αυθόρμητη έμπνευση και άλλα κατά παραγγελία, όπως ένα από τα τραγούδια του στη δεκαετία του 1990, που γράφτηκε πάνω σε μία μελωδία του Χρήστου Νικολόπουλου η οποία προϋπήρχε, και έγινε ένα από τα πιο όμορφα και δημοφιλή τραγούδια του ελληνικού ρεπερτορίου, το γνωστό σε όλους μας «Στων αγγέλων τα μπουζούκια».

Στων αγγέλων πάμε, πάμε τα μπουζούκια
που είναι σαν τις μέρες τις βυζαντινές
Πέταξε τα μαύρα τα γνωστά σου λούσα
και βάλε στην ψυχή σου ανθρώπινες φωνές

Ο Μάνος Ελευθερίου ανήκει σε εκείνη την ολιγομελή ομάδα των προικισμένων ανθρώπων, που έφτιαξαν αυτό που αποκαλούμε, κι ακόμα απ’ αυτό τρεφόμαστε, νεότερο, σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό. Αυτό τον θησαυρό παγκόσμιας εμβέλειας που οι ρίζες του ανιχνεύονται πολύ νωρίτερα, αλλά η ακμή του ήταν στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, παρ’ όλη τη φτώχεια, τις πολιτικές διώξεις, τη μαζική μετανάστευση και την προσφυγιά των ηττημένων, δηλαδή πάρα πολλές συμφορές που όλες μαζί ρήμαζαν τον τόπο, με αποκορύφωμα την επτάχρονη δικτατορία και τη διχοτόμηση της Κύπρου.

Κάνοντας μια –όχι άσχετη- παρέκβαση, τα μνημόνια, και με ό,τι και όποιους αυτά συνδέονται, επισπεύδουν και ολοκληρώνουν την απώθηση και αποδυνάμωση αυτού του θαυμαστού εγχειρήματος που δεν έμεινε ανεπηρέαστο και αλώβητο από την κατηφορική εξέλιξη της μεταχουντικής αστικής δημοκρατίας, η οποία ξέπεσε παταγωδώς με την απαξίωση των κομμάτων εξουσίας και με ένα απρόσμενο κρεσέντο που έκλεισε με την άνευ όρων υποταγή/ήττα της Αριστεράς, η οποία είχε πρόσκαιρα –και τελικά παραπλανητικά- δημιουργήσει μεγάλες ελπίδες ανάταξης και αναζωογόνησης στην πλειοψηφία του ελληνικού λαού.

Σ’ αυτή τη γειτονιά
μας πήραν οι καημοί
μας πήραν και μας πρόδωσαν
για μια μπουκιά ψωμί

Ο Μάνος Ελευθερίου, σ’ αυτή την εποχή, σ’ αυτές τις συνθήκες, με τα συν και τα πλην, έγραψε ιστορία, όχι μόνο με τα τραγούδια του, αλλά -κατά τη γνώμη μου, με σημαία τα τραγούδια του. Διακρίθηκε με τα πεζά του έργα, διακρίθηκε με τις ποιητικές συλλογές του, διακρίθηκε με τις γραφές και τις επιμέλειες εξαίρετων εργασιών ιδίως με θέματα από το νησί του, είτε για το θέατρο της Σύρου είτε για τον συμπατριώτη του Μάρκο Βαμβακάρη, διακρίθηκε και για τη ραδιοφωνική του γλώσσα και τη δημοσιογραφική του πένα. Ο Μάνος Ελευθερίου ήταν και παραμένει ένας ξεχωριστός πνευματικός άνθρωπος, απ’ αυτούς που τόσο έχει ανάγκη ο τόπος για να ξαναβρεί το βηματισμό του που τον έχει χάσει και παραπατάει.

Γιατί, πράγματι, αγαπητέ Μάνο, χρειαζόμαστε κι άλλα τραγούδια, σύγχρονα τα οποία, μαζί με όσα κληρονομήσαμε, είναι απαραίτητα για να ξεκινήσουμε ξανά από την αρχή με σωστό βηματισμό. Γιατί σ’ αυτό τον τόπο αξίζει μια καλύτερη τύχη. Και σε ευχαριστούμε για ό,τι έκανες και για ό,τι συνεχίζεις να κάνεις.

 

Στέλιος Ελληνιάδης

 

(Από ομιλία στην εκδήλωση που οργάνωσε ο πολιτιστικός σύλλογος «Αρίων» προς τιμήν του Μάνου Ελευθερίου, στο Δημοτικό Θέατρο Καλλιθέας, 7 Νοεμβρίου 2016)

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!