Σκίτσο του John Antono
Το «λάθος» Μουζάλα και η βοούσα πραγματικότητα
Πριν από 25 χρόνια, δηλαδή 1/4 του αιώνα, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε πει ότι σε 10 χρόνια κανείς δεν θα θυμάται το Μακεδονικό. Σήμερα, ένα «σαρδάμ», ένα «ανθρώπινο λάθος» λόγω κούρασης και φόρτου εργασίας του κ. Μουζάλα, κινδυνεύει να δημιουργήσει παραπανίσια προβλήματα στο κυβερνητικό σχήμα από ό,τι η ψήφιση του 3ου Μνημονίου ή τα μέτρα για το Ασφαλιστικό. Γιατί, άραγε, συμβαίνει κάτι τέτοιο, τη στιγμή που ακόμα και σε επίσημα ευρωπαϊκά έγγραφα -που συνυπογράφει και η κυβέρνηση- υπάρχει φαρδιά-πλατιά η ονομασία «Μακεδονία»;
Ο κ. Μουζάλας μάλλον χρησιμοποίησε τη συνηθισμένη ονομασία που αναφέρεται στους χώρους που κινείται (κυβερνητικά κλιμάκια, σύμβουλοι κάθε λογής, ΜΚΟ, διεθνείς διασκέψεις) και απλώς του ξέφυγε, μιλώντας σε ελληνικό ΜΜΕ.
Είναι πολύ απλό: Κανένας από τον πολιτικό κόσμο δεν θέλει να πάρει την ευθύνη και να εισηγηθεί πως από δω και μπρος η ονομασία του γειτονικού κράτους θα είναι απλώς «Μακεδονία». Γιατί είναι θεσμικά δεσμευμένοι από τη μέχρι τώρα κρατική πολιτική, η εγκατάλειψη της οποίας δημιουργεί μεγάλο κόστος. Γιατί κάτι τέτοιο προσβάλλει το εθνικό αίσθημα στην Ελλάδα και δημιουργεί παρακαταθήκες για περισσότερα προβλήματα στο άμεσο μέλλον.
Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας τη δεκαετία του ’90 δεν ήταν ένα προοδευτικό γεγονός. Ο διαμελισμός της έγινε με όχημα τον εθνικισμό κάθε μερίδας των χωρών που προέκυψαν, με εμφανή τα σημάδια της ιμπεριαλιστικής παρέμβασης και παρότρυνσης. Στην περίπτωση της FΥRΟΜ, συγκολλητική ουσία για την ίδια τη σύσταση του νέου κρατικού μορφώματος ήταν ένας ξέφρενος αλυτρωτισμός, με την κατασκευή μιας ταυτότητας που ήθελε να αποποιηθεί τα σλάβικα χαρακτηριστικά που είχε (Σλαβομακεδόνες) και να δημιουργήσει μια μακεδονική, που προέρχονταν κατευθείαν από τον Μέγα Αλέξανδρο και τους αρχαίους Μακεδόνες, διεκδικώντας εδάφη και κατασκευάζοντας χάρτες που περιλάμβαναν μέχρι και τη Θεσσαλονίκη, σημαία με σήμα τον ήλιο της Βεργίνας, εθνικούς ύμνους σε αυτή τη βάση και πολλά από αυτά περασμένα και στο Σύνταγμα της νεοσύστατης χώρας.
Οι «λύσεις» της σύνθετης ονομασίας ή της διπλής ονομασίας έπεσαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων που ξεκίνησαν, αφού όλα αυτά δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά από την Ελλάδα. Τυπικά υπάρχει μέχρι σήμερα η επίσημη ονομασία FΥRΟΜ αλλά σε όλες τις συναλλαγές και τρέχουσες εργασίες τείνει να κατοχυρωθεί το «Μακεδονία». Οι διαπραγματεύσεις για το όνομα ακόμα συνεχίζονται, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, χωρίς τυπικά να υποχωρεί καμιά πλευρά, ενώ στην πράξη κατοχυρώνονται πρακτικές που ευνοούν την ονομασία της κυβέρνησης των Σκοπίων.
Το αν η ονομασία «Μακεδονία» γίνεται αποδεκτή από άλλες χώρες, χωρίς να έχουν κανένα πρόβλημα, αυτό δεν είναι κριτήριο αρκετό για να επιλυθούν διαφορές υπαρκτές στη γειτονιά μας.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, στο εξής παράδοξο: η κυβέρνηση επίσημα να μένει στην θέση περί FΥRΟΜ, αλλά στην πράξη να κάνει τα στραβά μάτια όποτε συναντά την ονομασία «Ματσεντόνια». Επομένως, ο Μουζάλας είναι υποχρεωμένος να λέει ότι έκανε λάθος, να ζητά συγγνώμη κ.λπ. Όμως, αυτό το αμάρτημα έρχεται να εκδηλωθεί σε μια στιγμή που ο ενδοτισμός και οι υποχωρήσεις σε όλα τα εθνικά θέματα (Αιγαίο, Ελληνοτουρκικά, Κυπριακό) είναι κραυγαλέος σε τέτοιο βαθμό, που το σαρδάμ να μπορεί να θεωρηθεί και ως έκφραση μιας πολιτικής που -παρ’ όλο που δεν εκφράζεται ανοικτά- θέλει να κερδίσει χώρο και εκδηλώνεται πλέον με κάθε τρόπο: Πρόκειται για μια διαβρωτική ραγιάδικη και ενδοτική πολιτική που προτάσσει δήθεν τα δημοκρατικά δικαιώματα και το διεθνισμό/κοσμοπολιτισμό απέναντι στην «εθνικιστική αναδίπλωση», αδιαφορώντας για το αν καταπατείται η εθνική και λαϊκή κυριαρχία.
Το ειδικό στην περίπτωσή μας έγκειται στο ότι σήμερα οι εκφραστές αυτών των απόψεων βρίσκονται σχεδόν σε όλα τα πόστα της κυβέρνησης και ο «ρεπουσισμός» είναι η κυρίαρχη πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η πολιτική οδηγεί βήμα-βήμα πιο κοντά σε μια εθνική και κοινωνική καταστροφή. Η πολιτική αυτή οδηγεί σε συμφορές. Η κυβέρνηση Τσίπρα, μέχρι σήμερα, έχει δείξει ενδοτικότητα σε όλα τα μέτωπα και υπονομεύει την εθνική και λαϊκή κυριαρχία με την πολιτική της. Απέναντι στην Τουρκία και τη FΥRΟΜ δεν έχει σταθεί με την πρέπουσα σοβαρότητα. Αντί να καταγγείλει τις παραβιάσεις που διαπράττονται τόσο του Διεθνούς Δικαίου όσο και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αντί να δείξει πού οδηγούν ο επεκτατισμός και οι αλυτρωτικές επιδιώξεις, αντί να τεκμηριώσει τη ρατσιστική πολιτική απέναντι σε εθνότητες και πληθυσμούς, προτάσσει μια χαζοχαρούμενη πολιτική της φιλίας και των εναγκαλισμών…
Αντί να καταγγελθεί η διπλότητα και η υποκρισία της Ε.Ε. και ο ρατσισμός της απέναντι σε χώρες και περιοχές και ειδικά ο σχεδιασμός να μετατραπεί η Ελλάδα σε απέραντο στρατόπεδο, ψελλίζουμε έναν ακαταλαβίστικο «ευρωπαϊσμό» που μάλιστα τον επωμίζεται στους ώμους της η μικρά κι αδύναμος Ελλάς… Ο ερασιτεχνισμός και η μυωπία της εξωτερικής μας πολιτικής δεν μπορεί να ερμηνευτεί χωρίς τη διαβρωτική δράση του πολύχρωμου αεθνικού αναθεωρητισμού. Απόδειξη τρανή πώς έτρεξαν να υποστηρίξουν το «σαρδάμ», το «λάθος» κ.λπ. του κ. Μουζάλα, τόσοι σύμβουλοι πρωθυπουργού, υπουργών, υφυπουργών, ο ΓΑΠ, το Ποτάμι, η Φώφη, όλοι όσοι αποδεδειγμένα «κόπτονται» στην πράξη για την εθνική και λαϊκή κυριαρχία/ανεξαρτησία της χώρας…
Σε αυτό το στρατόπεδο υπάρχουν δύο πτέρυγες: αυτή που αναγνωρίζει ότι είναι μια χαμένη μάχη και αυτή που θεωρεί ότι η όποια ονομασία δεν συνιστά καν πρόβλημα.
Τώρα αν το, εκ πρώτης όψεως, παραφύσει σύμπλεγμα / συνεταιρισμός των ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ δοκιμάζεται με πρόσχημα το Μακεδονικό, μοιάζει περισσότερο με μια υποκριτική διένεξη σε καιρό ογκούμενης κυβερνητικής κρίσης. Να δούμε πού θα οδηγήσουν τα «στηρίζουμε την κυβέρνηση μέχρι τέλους, αλλά αίρουμε την εμπιστοσύνη μας στον κ. Μουζάλα». Μένει να αποδειχθεί αν ο Καμμένος απλώς εκβιάζει ή δραπετεύει…
Τ.Τ.