Όταν διαβάζεις τη «Ζάχαρη άχνη» της Μαίρης Γκαζιάνη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ωκεανός πιστεύεις πως η συγγραφέας έχει δημιουργήσει με τη φαντασία της ήρωες με σάρκα και οστά. Τα πάθη τους μοιάζουν απίστευτα. Κι όμως είναι αληθινά.
Διότι το βιβλίο δεν είναι ένα μυθιστόρημα που «βασίζεται σε μια αληθινή ιστορία», αλλά μια πραγματική ιστορία που αφηγήθηκαν οι ηρωίδες στη συγγραφέα και εκείνη ανέλαβε με τη δύναμη της γραφής της να μεταπλάσει σε ένα αφήγημα που έχει τη μορφή μυθιστορήματος.
Μας μεταφέρει σε μια εποχή που ο κοινωνικός περίγυρος συνθλίβει τα άτομα και ειδικά όταν ανήκουν στο γυναικείο φύλο. Ακόμη χειρότερα αν κουβαλούν μια ασθένεια που οδηγεί σε ένα είδος περιθωρίου.
Χρειάζεται –χρειάστηκε– μεγάλος αγώνας από τις γυναίκες των οποίων η ζωή περιγράφεται στο βιβλίο για να μπορέσουν να βγουν ζωντανές από τις φουρτούνες και τη φυγή.
Πάντως το μήνυμα του βιβλίου δεν είναι η υποταγή, αλλά ο αγώνας που ακόμη κι όταν υπάρχουν ήττες σου χαρίζει την αξιοπρέπεια…
Διαβάζω πως η «Ζάχαρη άχνη» είναι μια πραγματική ιστορία. Πώς γνωρίσατε τις βασικές ηρωίδες και τι σας έκανε να μεταπλάσετε τη ζωή τους σε μυθιστόρημα;
Η «Ζάχαρη άχνη» είναι ένα βιβλίο που βασίζεται σε πραγματικούς ανθρώπους, σε αληθινά γεγονότα κι η συγγραφή του προέκυψε καθαρά από σύμπτωση.
Έτυχε σε κάποιες διακοπές μου να συναντήσω τη μια ηρωίδα του βιβλίου μου, την Ελπίδα. Είχε διαβάσει προηγούμενα βιβλία μου, της άρεσε ο τρόπος γραφής μου και ζήτησε να μου διηγηθεί μια ιστορία ώστε αν την βρίσκω ενδιαφέρουσα να τη γράψω. Η ιστορία που μου διηγήθηκε αφορούσε τη ζωή της μητέρας της, της ίδιας, της γιαγιάς της και τις μεταξύ τους σχέσεις όπως διαμορφώθηκαν από τα γεγονότα και τις αντιλήψεις, κι είναι πραγματικά συγκλονιστική. Με έφερε σε επαφή με την Αύρα (τη μητέρα της), κάναμε πολλές συζητήσεις και με τις δυο, μου αφηγήθηκαν όλη τη ζωή τους και μ΄ εμπιστεύθηκαν απόλυτα για να γεννηθεί ένα βιβλίο που αφορά τις σχέσεις γιαγιάς-κόρης-εγγονής που περνάει μέσα από απαγορεύσεις, επιβολές, ακυρώσεις, επαναστάσεις. Ακυρώνονται σχέσεις αίματος, καταργούνται συγγενικοί δεσμοί, επιθυμίες υποκύπτουν σε προσταγές, η ευτυχία παραμένει ένα άπιαστο ζητούμενο εκτεθειμένο στο παραμικρό φύσημα του ανέμου.
Οι λόγοι που έγραψα το βιβλίο ήταν πολλοί. Ο κυριότερος ήταν ότι γνώρισα τις δυο γυναίκες, την Αύρα και την Ελπίδα, και ακούμπησαν στο δικό μου συναίσθημα τις ζωές τους. Ο δεύτερος λόγος είναι τα μηνύματα που περνάνε στον αναγνώστη μέσα από το βιβλίο και αφορούν τις σχέσεις μιας οικογένειας. Επιπλέον, ο συμβιβασμός με την ασθένεια που κουβαλάει κάποιος από τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Ένα νόσημα που θα κυριαρχεί στη ζωή του και πολλές φορές θα τον φέρνει στα πρόθυρα του θανάτου. Μια συνεχής υποταγή σε κάτι που δεν μπορείς να πολεμήσεις αλλά μπορείς να του επιβληθείς με προσοχή και φροντίδα.
«Η γνώμη του κοινωνικού περίγυρου μετράει μέχρι εκεί που αντέχει κάποιος να την υποστεί και δεν έχει τη δύναμη να την αποτινάξει. Οφείλει όμως ν΄ αντιστέκεται και ν’ ακολουθεί τα βήματα που επιλέγει για να πραγματοποιήσει τα όνειρά του»
Πώς αντέδρασαν οι ηρωίδες στην ιδέα σας; Έχουν διαβάσει το βιβλίο;
Η Ελπίδα ήταν παρούσα στην πρώτη επίσημη παρουσίαση, χωρίς πριν να έχει διαβάσει το βιβλίο! Ήταν φορτισμένη, συγκινημένη, αλλά και χαρούμενη. Όταν, μετά από λίγες μέρες, το διάβασε, μου είπε: «Αισθάνθηκα ότι λυτρώθηκα».
Με την Αύρα που βρίσκεται στο χωριό μιλήσαμε στο τηλέφωνο. Ήταν πολύ φορτισμένη συγκινησιακά, ήθελε πολύ να παρευρεθεί, αλλά ήταν αδύνατον να ελέγξει το συναίσθημά της.
Κι οι δυο ήταν απόλυτα ικανοποιημένες με το αποτέλεσμα!
Η πραγματική ιστορία δεν δεσμεύει τον δημιουργό;
Δεσμεύει ως προς την εξέλιξη της πλοκής αλλά όχι ως προς τον τρόπο που θα συνδέσεις τα γεγονότα λειτουργώντας με το συναίσθημα. Υπήρχε δυσκολία στη συγγραφή του βιβλίου γιατί όταν έχεις να κάνεις με έναν αληθινό ήρωα οφείλεις να τον σεβαστείς απόλυτα. Να σεβαστείς τον ίδιο και τη ζωή του. Να τον αφουγκραστείς δίχως να τον κρίνεις, να εισχωρήσεις στα συναισθήματά του και να τα μεταφέρεις στο χαρτί. Όφειλα να διαχειριστώ με αξιοπρέπεια όσα μου κατέθεσαν και να εμπνευστώ το τέλος που άρμοζε σύμφωνα με τις επιλογές που έκαναν στις ζωές τους.
Κατά τη συγγραφή λειτούργησα μέσω της ενσυναίσθησης. Το βιβλίο είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, μιλάει η Αύρα ή η Ελπίδα. Κάθε φορά έμπαινα απόλυτα στη ψυχοσύνθεσή της μιας ή της άλλης. Βίωνα, λοιπόν, όλες τις συναισθηματικές αλλαγές τους με συγκίνηση, με ψυχική φόρτιση, με πόνο πολλές φορές και σίγουρα με απόλυτη κατανόηση για κάθε επιλογή τους.
Ακόμα και σε μια αληθινή ιστορία, είναι αδύνατον να μην υπάρχουν σημεία που πρέπει να συνδεθούν με μυθοπλασία ώστε η αφήγηση να γίνει πιο ενδιαφέρουσα για τους αναγνώστες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα ψήγματα μυθοπλασίας δεν ξεφεύγουν από τα πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα του βιβλίου.
Ο τίτλος «ζάχαρη άχνη» πώς προέκυψε;
Ο τίτλος προέκυψε κατά τη συγγραφή των πρώτων σελίδων του βιβλίου. Έχει την έννοια της ευτυχίας που «πιάνεται» δύσκολα, όπως η ζάχαρη άχνη, και σκορπίζεται εύκολα στο παραμικρό φύσημα του ανέμου. Επίσης, έχει να κάνει και με κάτι άλλο που έχει άμεση σχέση με την Αύρα αλλά δεν θα το αποκαλύψω. Δεν υπήρξε κάποιος άλλος τίτλος, ούτε προτάθηκε κάτι διαφορετικό από τον εκδοτικό οίκο. Ήταν καθαρά δική μου επιλογή.
Πιστεύετε ότι παραμένει ακόμη ισχυρό το περίφημο «τι θα πει ο κόσμος»; Πόσο βάρος πρέπει να δίνει κανείς στη γνώμη του κοινωνικού περίγυρου;
Από τη δεκαετία του ΄70 μέχρι σήμερα έχουν αλλάξει πάρα πολλές καταστάσεις, κοινωνικές συνθήκες και απόψεις. Το «τι θα πει ο κόσμος» εξακολουθεί να έχει ισχύ αλλά όχι τόσο έντονη. Κι αν το επικαλούνται οι μεγαλύτεροι το απαρνούνται οι νεώτεροι.
Η γνώμη του κοινωνικού περίγυρου μετράει μέχρι εκεί που αντέχει κάποιος να την υποστεί και δεν έχει τη δύναμη να την αποτινάξει. Οφείλει όμως ν΄ αντιστέκεται και ν’ ακολουθεί τα βήματα που επιλέγει για να πραγματοποιήσει τα όνειρά του. Η Αύρα του βιβλίου μου είχε το σθένος να αντισταθεί, αν και το τίμημα που προέκυψε ήταν πολύ βαρύ για την ίδια και για την κόρη της Ελπίδα.