Δύσκολο να ‘σαι νυν ή πρώην πρωθυπουργός, υπουργός ή βουλευτής ενός από τα δύο μεγάλα κόμματα τη σήμερον ημέρα. Μια βόλτα κάνεις στο κέντρο και σε κράζουν, ένα πέρασμα επιχειρείς στο Ηρώδειο και σε γιουχάρουν, μια επίσκεψη δοκιμάζεις στην εκλογική σου περιφέρεια και σε διαπομπεύουν. Και παρά ταύτα επιμένεις να διατηρείς το υπάρχον -ή να διεκδικείς το απολεσθέν- οφίκιο μέχρι την εσχάτη στιγμή: αυτή του τελικού εμπτύελου φτυσίματος, της οριστικής, τουτέστιν, απαξίωσής σου ως δημοσίου -και όχι μόνο- προσώπου. Γιατί;
Έλα μου ντε… Όσο κι αν προσπάθησα, δεκαετίες ολόκληρες, να διερευνήσω τα μύχια της εξουσιοφρενούς ψυχής σου, άκρη δεν έβγαλα. Διότι εξ ιδίας και αλλότριας πείρας έμαθα στη ζωή μου πως ένας άνθρωπος με στοιχειώδη κοινωνική ευαισθησία, εντιμότητα και τσίπα, αδυνατεί να κοιμηθεί αν συνειδητοποιήσει ότι -άθελά του έστω- αδίκησε κάποιον άλλο, έστω και έναν, έστω και λίγο. Στον αντίποδα, εσύ ρίχνεις ηθελημένα εκατομμύρια ανθρώπους στον Καιάδα και καταφέρνεις να επανέλθεις φρέσκος και κουστουμαρισμένος το επόμενο πρωί για να τους ενημερώσεις πως από κάτω υπάρχουν κι άλλοι, αμέτρητοι, πάτοι που πρέπει να προσεγγίσουν υποχρεωτικώς και με πάταγο.
Κι εδώ ακριβώς προκύπτει η απορία: πώς μπορείς και το κάνεις, πώς μπορείς και το αντέχεις, πώς μπορείς και το υπερασπίζεσαι με τόσο κυνισμό; Που πάει να πει: πώς ακριβώς οικοδομήθηκες ως ανθρώπινο -τρόπος του λέγειν- ον; Από τι διάολο περιττωματικά υλικά είναι χτισμένα τα δυσκόλως εξερευνήσιμα σώψυχά σου;
Ξέρω, δεν θα απαντήσεις. Όχι μόνο διότι ουδέποτε θα έκανες το ολέθριο λάθος να εκθέσεις τις συντεταγμένες της πραγματικής σου υπόστασης στην κοινή θέα και οργή, αλλά και επειδή αδυνατείς -ή και φοβάσαι- να αναζητήσεις την οποιαδήποτε απάντηση στο επικίνδυνο αυτό ερώτημα.
Ορθώς πράττεις καθώς οι καιροί κάθε άλλο παρά ευνοούν παρόμοια ψυχοψαξίματα. Διότι στο μεταξύ οι ροχάλες άρχισαν να πέφτουν σα βροχή και τα γιούχα να αυξάνονται και να πληθύνονται με γεωμετρική πρόοδο. Κι εσύ αισθάνεσαι πλέον τον αληθινό τρόμο, ένα από τα ελάχιστα αισθήματα που μόλις διαπίστωσες πως είσαι ικανός να βιώσεις. Πράγματι, ορθώς το ψυχανεμίζεσαι, ορθώς αρχίζεις -επιτέλους- να πάσχεις από αϋπνίες: το σημείο μηδέν πλησιάζει για σένα και οι ελπίδες σου να το αποτρέψεις φαντάζουν πλέον μηδαμινές. Μάζεψε τα υπάρχοντά σου κι εξαφανίσου μακριά, όσο πιο μακριά μπορείς. Εδώ, έτσι που τα κατάφερες, θα μείνεις εφ’ όρου ζωής ανεπιθύμητος.
Κι εδώ ακριβώς προκύπτει η απορία: πώς μπορείς και το κάνεις, πώς μπορείς και το αντέχεις, πώς μπορείς και το υπερασπίζεσαι με τόσο κυνισμό; Που πάει να πει: πώς ακριβώς οικοδομήθηκες ως ανθρώπινο -τρόπος του λέγειν- ον; Από τι διάολο περιττωματικά υλικά είναι χτισμένα τα δυσκόλως εξερευνήσιμα σώψυχά σου;
Ξέρω, δεν θα απαντήσεις. Όχι μόνο διότι ουδέποτε θα έκανες το ολέθριο λάθος να εκθέσεις τις συντεταγμένες της πραγματικής σου υπόστασης στην κοινή θέα και οργή, αλλά και επειδή αδυνατείς -ή και φοβάσαι- να αναζητήσεις την οποιαδήποτε απάντηση στο επικίνδυνο αυτό ερώτημα.
Ορθώς πράττεις καθώς οι καιροί κάθε άλλο παρά ευνοούν παρόμοια ψυχοψαξίματα. Διότι στο μεταξύ οι ροχάλες άρχισαν να πέφτουν σα βροχή και τα γιούχα να αυξάνονται και να πληθύνονται με γεωμετρική πρόοδο. Κι εσύ αισθάνεσαι πλέον τον αληθινό τρόμο, ένα από τα ελάχιστα αισθήματα που μόλις διαπίστωσες πως είσαι ικανός να βιώσεις. Πράγματι, ορθώς το ψυχανεμίζεσαι, ορθώς αρχίζεις -επιτέλους- να πάσχεις από αϋπνίες: το σημείο μηδέν πλησιάζει για σένα και οι ελπίδες σου να το αποτρέψεις φαντάζουν πλέον μηδαμινές. Μάζεψε τα υπάρχοντά σου κι εξαφανίσου μακριά, όσο πιο μακριά μπορείς. Εδώ, έτσι που τα κατάφερες, θα μείνεις εφ’ όρου ζωής ανεπιθύμητος.
Ν. Κουνενής – [email protected]
Σχόλια