του Αντώνη Ανδρουλιδάκη*
Το ερώτημα αδυσώπητο, εφιάλτης κάθε απελπισμένης «μεγαλοκοπέλας» ή «γεροντοπαλίκαρου» που ζει ακόμη με τη μητέρα του –ευκαιρία να προκαλέσουμε και λίγο τα «πολιτικά ορθά» εξαρτημένα ανακλαστικά μιας, κατά τα λοιπά, υποταγμένης κοινωνίας!
Θέλω να πω, το πραγματικό ερώτημα είναι, «μα γιατί δεν πείθουμε, γαμώτο!» Και αυτό το «γαμώτο», στο τέλος του ερωτήματος, δεν είναι παρά για να υποδηλώσει τη βαθύτατη πικρία που προκύπτει από τις χρόνια απελπιστικά μειονοτικές κοινωνικές μας απόψεις. Γιατί οι απόψεις μας, το όνειρό μας, δεν πείθει τους πολλούς; Γιατί δεν καταφέρνουμε να ασκήσουμε ισχυρή κοινωνική επιρροή;
Αρκεί, άραγε, σαν απάντηση η ισχύς των αντιπάλων; Αρκεί ως δικαιολογία της χρόνιας αποτυχίας μας, η ισχύς των «μέσων» του καθεστώτος, η ενοχοποιητική του μηχανική, τα δεκάδες διαθέσιμα –εκ μέρους των κυρίαρχων ελίτ– εργαλεία υποταγής μας; Είμαστε, εν τέλει, καταδικασμένοι στην το πολύ-πολύ αυτοθυσιαστική επαναστατική πρακτική μας, που στο τέλος θα μένει πάντα αδικαιώτη και ανολοκλήρωτη;
Όχι, απαντά με απόλυτο τρόπο ο πατέρας της Κοινωνικής Ψυχολογίας Σερζ Μοσκοβισί, ήδη από το μακρινό 1979. Οποιοδήποτε κοινωνικό υποκείμενο (άτομο ή ομάδα), ακόμα και μειονοτικό, μπορεί να αποτελέσει δυνάμει πηγή κοινωνικής επιρροής και να οδηγήσει στην αλλαγή και στην καινοτομία. Αλλά για να συμβεί αυτό, χρειάζεται, σύμφωνα με τον ίδιο, «Πρώτον, να επιλέξει μια καθαρά δική της θέση, στη συνέχεια να επιχειρήσει να δημιουργήσει και να διατηρήσει μια σύγκρουση με την πλειονότητα, εκεί όπου οι περισσότεροι τείνουν να την αποφύγουν και, τέλος, να συμπεριφερθεί με σταθερό τρόπο, ο οποίος θα σημαίνει τον αμετάκλητο χαρακτήρα της επιλογής της, από τη μια, και την άρνηση οποιουδήποτε συμβιβασμού πάνω σε ουσιαστικά θέματα, από την άλλη».
Αρκεί με άλλα λόγια, να διαθέτουμε ένα σταθερό αντι-κανόνα, μια σταθερή αντιπρόταση, που να καταφέρνει να δημιουργεί στα «μυαλά» της πλειοψηφίας μια κοινωνιο-γνωστική σύγκρουση, ως αποτέλεσμα της ύπαρξης διαφορετικών προσλήψεων για το ίδιο αντικείμενο. Αρκεί να καταφέρνουμε, για παράδειγμα, να προκαλούμε έναν γνωστικό προβληματισμό, μια γνωστική δυσκολία, για τον μονόδρομο του Μνημονίου. Να «παίζει» δηλαδή στα «μυαλά» των ανθρώπων και η περίπτωση να υπάρχει ένας άλλος δρόμος για τη χώρα, έτσι που να προκαλείται «μέσα» τους μια σύγκρουση για το τι θα πρέπει, εν τέλει, να αποδεχτούν.
Για να μπορέσει μια μειοψηφική άποψη να επηρεάσει, υπάρχει μια αναγκαία συνθήκη, όπως προαναφέρθηκε. Η σταθερή συμπεριφορά. Αυτή η σταθερή συμπεριφορά της μειονότητας είναι αυτή που θα κλονίσει την κοινωνική συναίνεση, είναι αυτή που θα εντείνει τη σύγκρουση και θα οδηγήσει τον στόχο επιρροής, δηλαδή τα φτωχοποιημένα λαϊκά στρώματα, να συμπεράνουν ότι «ετούτοι εδώ» είναι αποφασισμένοι στην ενεργή διατήρηση της άποψης τους, παρά τις κοινωνικές πιέσεις που ασκούνται επάνω τους
Η κοινωνιο-γνωστική αυτή σύγκρουση, που θα ανιχνεύεται τόσο στο νου των ανθρώπων όσο και στην καθημερινή μας κοινωνική πρακτική, είναι η πηγή της αλλαγής. Όπως γράφουν οι Μοσκοβισί και Ρικατώ (1972), «Η εμφάνιση και μόνο αντιφατικών εκτιμήσεων ή αντιλήψεων αρκεί για να δημιουργηθεί αβεβαιότητα, να επικρατήσει αμφιβολία και για τις πιο καλά εγκαθιδρυμένες απόψεις». Και βέβαια, ξέρουμε καλά πως σαν μειοψηφική άποψη, δεν έχουμε μεγάλο κύρος όπως για παράδειγμα η άποψη του ΣΚΑΪ, ούτε κατέχουμε κάποια υψηλή κοινωνική θέση, όπως οι ενταγμένοι πλέον στο συριζέικο κράτος-τροφό, κατέχουμε ωστόσο μια εξουσία, στην πραγματικότητα τεράστια, την εξουσία να αρνηθούμε την κοινωνική συναίνεση. Και να αρνηθούμε την κοινωνική συναίνεση, όχι με τρόπο που θα μας πέταγε ως γραφικούς στο περιθώριο της κοινωνίας, όχι αποκλείοντάς μας ηρωικά, αλλά έτσι ώστε η αξιολογική ιεραρχική λίστα –με την οποία η ελληνική κοινωνία έχει εκπαιδευτεί να ικανοποιεί τις ανάγκες της– να χάνει καθημερινά όλο και πιο πολύ τη νομιμοποίηση και την ισχύ της. Να αμφισβητήσουμε, με άλλα λόγια, τον ίδιο τον αξιακό πυρήνα του παρασιτικού νεοελληνικού κοινωνικού συστήματος.
* * *
Αλλά εδώ ακριβώς υπάρχει ένα μικρό «κουμπί της Αλέξαινας». Ότι για να μπορέσει μια μειοψηφική άποψη να επηρεάσει, υπάρχει μια αναγκαία συνθήκη, όπως προαναφέρθηκε. Η σταθερή συμπεριφορά. Αυτή η σταθερή συμπεριφορά της μειονότητας είναι αυτή που θα κλονίσει την κοινωνική συναίνεση, είναι αυτή που θα εντείνει τη σύγκρουση και θα οδηγήσει τον στόχο επιρροής, δηλαδή τα φτωχοποιημένα λαϊκά στρώματα, να συμπεράνουν ότι «ετούτοι εδώ» είναι αποφασισμένοι στην ενεργή διατήρηση της άποψης τους, παρά τις κοινωνικές πιέσεις που ασκούνται επάνω τους. Και εδώ μπορούμε, δυστυχώς, να αντιληφθούμε το στρατηγικό κοινωνικό έγκλημα του ΣΥΡΙΖΑ, που απέδειξε ακριβώς το αντίθετο. Δηλαδή, την ετοιμότητά του να αναθεωρήσει την άποψή του στην πρώτη πίεση των Βρυξελλών. Και όσοι συμπορευτήκαμε, ξανά δυστυχώς, είμαστε κάπως στιγματισμένοι με αυτό το έλλειμμα σταθερότητας, παρά την όποια διαφοροποίησή μας. Γιατί η σταθερότητα, αυτό το μαγικό κουμπί άσκησης κοινωνικής επιρροής, δεν αφορά μόνον στη συστηματική διατήρηση του ίδιου τρόπου απάντησης στον χώρο και στον χρόνο, αλλά και στην ομοιομορφία των απαντήσεων των μελών μιας μειοψηφίας. Και εδώ αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στα μαγαζιά και στα παραμάγαζα της όποιας αριστερής αντισυστημικής άποψης για να αντιληφθεί το εύρος της ανομοιομορφίας των επιμέρους απόψεων. Και όπως έχουν καταδείξει οι Μοσκοβισί και Λαζ (1976), όταν η μειονότητα επιδεικνύει μια αστάθεια στη συμπεριφορά της, η επιρροή που ασκεί είναι σχεδόν μηδενική, όπως επίσης και όταν η ένταση της σύγκρουσης είναι ασθενής (Μούγκνι, Πέρες, 1986).
Αλλά η αναγκαία συνθήκη της σταθερότητας των απόψεων της μειοψηφίας, έχει και μια άλλη λεπτή απόχρωση. Όπως υποστηρίζει ο Μοσκοβισί, « Η μειονότητα οφείλει να υιοθετήσει μια σταθερή συμπεριφορά απέναντι στην εξουσία και να μην διαπραγματευτεί τη σύγκρουση που επιφέρει η σταθερή της συμπεριφορά. Αντίθετα, απέναντι στον στόχο κοινωνικής επιρροής, τον πληθυσμό, η μειονότητα οφείλει να είναι σταθερή στις απόψεις της, αλλά να τον λαμβάνει υπόψη της και, εάν χρειαστεί, να υποχωρεί σε δευτερεύοντα και διαδικαστικά θέματα». Άκαμπτη σταθερότητα, δηλαδή, ως προς τις κυρίαρχες ελίτ, αλλά ευλυγισία ως προς τον Λαό. Και είναι φανερό ότι η δογματική ακαμψία μας στράφηκε πολύ συχνά και ενάντια στον ίδιο τον Λαό.
«Δεν μας παντρεύονται» γιατί δεν είμαστε σταθεροί, με την έννοια που το αναφέρουμε προηγούμενα, αλλά κυρίως γιατί δεν έχουμε τολμήσει να αμφισβητήσουμε ακόμη τον αξιακό πυρήνα της μεταπολιτευτικής νεοελληνικής κοινωνίας, προτείνοντας ένα διαφορετικό αξιακό μοντέλο που να απαντάει στις πραγματικές ανάγκες του Λαού και του Τόπου. Και ως εκ τούτου, η πλειοψηφία του Λαού μας δεν έχει παρά να ερωτοτροπεί με τον κάθε Ευρωπέλληνα που θα του τάξει λίγο ασφάλεια και στοιχειώδη επιβίωση…
*Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης είναι σύμβουλος Ψυχικής Υγείας – ψυχοθεραπευτής