Τα χαμένα χρόνια απαιτούν δικαίωση.
Του Μάρκου Δεληγιάννη
Οι περιοδεύοντες θίασοι προκαλούν και πάλι τη νοημοσύνη μας. Προσβάλλουν την αισθητική μας. Ποδοπατούν την αξιοπρέπειά μας. Οι μεταμφιέσεις σε ημερησία διάταξη. Οι αλλαγές ονομάτων δίνουν και παίρνουν. Ταμπέλες αναρτώνται. Λέξεις ξεκοιλιάζονται. Η δημοκρατία κείτεται αιμάσσουσα κι αβοήθητη στο παζάρι της εξαγοράς. Και ξάφνου εμφανίζονται οι ατάλαντοι θιασάρχες με τα μπουλούκια τους, καλοφαγωμένοι, ευδιάθετοι, ασυνείδητοι στα τηλεοπτικά κανάλια κι εκεί ανασύρουν λέξεις ξεχασμένες, όπως, δεξιοί, αριστεροί, επαμφοτερίζοντες. Δοκιμάζουν τις αντοχές μας. Εξαπολύουν τα λεκτικά τους δακρυγόνα. Αυτοί, τα μέλη της πιο πρόσφατης συμμαχίας όλων των εντολοδόχων του γερμανικού τραπεζικού κεφαλαίου, ενάντια σε μένα, σε σένα, που θα ’μαστε αύριο δολοφονημένοι από την ιδεολογική μας αρτηριοσκλήρωση. Φαίνεται πως ή η μνήμη τους είναι ασθενική ή θαρρούν πως εμείς πάσχουμε από χρόνια αμνησία.
Όλοι αυτοί δηλώνουν, ανερυθρίαστα, πως ο μόνος εφικτός δρόμος για να εξακολουθούμε να υπάρχουμε είναι ένας και μοναδικός: Να τους παραδώσουμε το βιος μας, το είναι μας, την ελευθερία μας, κι αυτοί ξέρουν. Όλα αυτά θα τα παραδώσουν ανέπαφα στις ύαινες των χρηματιστήριων και πως ακόμη ότι αυτοί είναι οι καταλληλότεροι για τέτοιες δουλειές. Έχουν πείρα δεκαετιών στην υπηρεσία της Διεθνούς των τοκογλύφων.
Κι από κοντά οι λεπτεπίλεπτοι αριστερούληδες, όλοι αυτοί που υποφέρουν από χρόνια δυσκοιλιότητα, ονειρεύονται τις πλουμιστές καρέκλες των υπουργικών θώκων και εκστασιάζονται! Ε, να πάνε χαμένοι τόσοι αγώνες;
Οι θλιβεροί αυτοί υπαλληλίσκοι δεν αισθάνονται κανένα δισταγμό. Είναι έτοιμοι να παραχωρήσουν τα πάντα. Τι τους νοιάζει! Όταν μιλούν για σωτηρία της πατρίδας, αυτοί εννοούν τη δική τους σωτηρία. Αλίμονο! Η εθνική αυτοτέλεια, η ανεξαρτησία, αποτελεί κίνδυνο, γιατί αφήνει την κυρίαρχη τάξη ανυπεράσπιστη μπροστά στη λαϊκή θέληση.
Η νύχτα όμως μεγαλώνει, κι αυτό το μπάρκο που περιμέναμε -ελπίδα το είχαμε βαφτίσει- σκάλωσε σε κάποιου άλλου λιμανιού την αγκαλιά. Κι όμως, τα δάκρυα κι οι θρηνωδίες δεν ωφελούν. Τα χαμένα χρόνια απαιτούν δικαίωση. Οι μέρες φεύγουν ανώνυμες και μαζί τους η θέληση, που θερμαίνει τα στήθια και τα κάνει να ορθώνονται ενάντια στις παρελάσεις του τρόμου και της φρίκης.
Τώρα όμως είναι η ώρα του λογαριασμού. Τι έδωσες, τι πήρες. Γύρω μας άταφο το δάσος και τα πεσμένα φύλλα καθώς τυλίγονται την στακτοπόρφυρη φορεσιά τους, χώνονται στη σιωπή. Μα η σιωπή δεν πρόκειται να τραγουδήσει. Κουλουριάστηκε γύρω απ’ τα δέντρα, σαν φίδι ναρκωμένο. Κι ύστερα το τραγούδι του τρόμου τσαλαπατάει τις ζωές, τις χαρακτηρίζει λαθραίες.
Εκείνο που ενδιαφέρει πρωτίστως του σύγχρονους δοσίλογους, είναι η ολοσχερής απώλεια της μνήμης μας. Θέλουν να μετατρέψουν το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον για το υποκείμενο που τα ζει, σ’ ένα άχρονο πολτό και μέσα σ’ αυτόν, το ανθρώπινο πρόσωπο να πλέει χωρίς προσανατολισμό και κυρίως χωρίς πολιτισμική αναφορά, πολιτισμικό ένστικτο. Με στόμφο περίσσιο μας ανακοίνωσαν την ίδρυση στρατοπέδων συγκέντρωσης. Μας διαβεβαιώνουν πως δεν πρέπει να φοβόμαστε. Θα «φιλοξενήσουν» αυτούς τους λαθραίους! Να καθαρίσει ο τόπος! Μη φοβάστε, όταν τελειώσουμε μ’ αυτούς ίσως έρθει κι η δική σας η σειρά! Αλλά μέχρι τότε… μην ανησυχείτε.
Κι όμως, φίλε μου, πρέπει να βρούμε εκείνες τις λέξεις που έχουν το κουράγιο να στέκονται γερά στα πόδια τους, τώρα που οι θύμησες χάνονται μέσα στη νύχτα, καθώς ψάχνουν στη σιγαλιά κάποια γωνιά για να πλαγιάσουν. Να βρούμε τις λέξεις τις απλές και να ρωτήσουμε τους εξοχότατους πραίτορες, αν θυμούνται, ποιος στ’ αλήθεια, ξεσπίτωσε αυτές τις λαθραίες υπάρξεις. Ποιος τουφέκισε τα όνειρά τους, ποιος στραγγάλισε το χαμόγελο από τόσα παιδικά χείλη. Γνωρίζετε, ω μεγαλειώδη μηδενικά, τι θα πει ξερίζωμα! Τι θα πει πόλεμος! Πόσο πικρό είναι το τραπέζι χωρίς ψωμί! Πόσο θλιβερό είναι το σπίτι χωρίς γέλια παιδικά!
Συμμετείχατε κι εσείς, αν βέβαια το θυμάστε, χωρίς ενδοιασμούς σ’ όλα τα πειρατικά ρεσάλτα των αφεντικών σας! Βοηθήσατε κι εσείς στον κατακερματισμό της Γιουγκοσλαβίας. Βάλατε κι εσείς το χεράκι σας στην καταστροφή του Ιράκ, αυτής της πανάρχαιας χώρας, που αποτελεί την μεσοτοιχία του κόσμου. Τα θυμάστε αυτά; Όταν ένα αιμάτινο ποτάμι ένωνε τη Βαγδάτη με το Βελιγράδι, τότε που η θηριώδης μηχανή του ψεύδους πυρπολούσε, σκότωνε και οι βαρύγδουποι εργολάβοι της φρίκης μας διαβεβαίωναν πως ο πόλεμος αυτός ήταν ανθρωπιστικός! Συμμετείχατε ενεργά. Δεν δικαιούσθε να εκστομίζετε αυτές τις ύβρεις! Κι ύστερα, γιατί υπογράψατε «το Δουβλίνο»;
Νυχτώνει! Οι φαιές μπότες τρομοκρατούν τη νύχτα κι οι πόρτες, αλίμονο, σφιχτομανταλωμένες. Σύντροφε, πώς αλήθεια θα δικαιολογηθείς στο αύριο που προβάλλει απαιτητικό; Οι σταχτιές στολές βγήκαν απ’ τα σεντούκια. Η τυφλή βία ξέμπαρκη στους δρόμους. Η ζωή στο εκτελεστικό απόσπασμα. Κι εσύ μιλάς για θεωρίες που κανείς πια δεν τις ακούει! Άκουσε, φίλε μου, ξανά τη φωνή του Βάρναλη τι συμβουλεύει:
Πώς εδώθε να βγούμε; Όχι ένας- ένας!/ όλοι μαζί και μοναχός κανένας/ Σα φτάσει η έσχατη ανάγκη να σωθείς;/ Ενωμένος Λαός θα σηκωθείς.