Σε κρίσιμο σημείο βρίσκεται το μέλλον της ΛΑΡΚΟ, της άλλοτε κραταιάς βιομηχανίας εξόρυξης και επεξεργασίας σιδηρονικέλιου. Η μεταλλουργική εταιρία που διαχειρίζεται τα πλούσια αποθέματα νικελίου της χώρας βρίσκεται εδώ και μια δεκαετία στη λίστα των προς πώληση φιλέτων του ΤΑΙΠΕΔ. Αυτή τη στιγμή «τρέχουν» δύο διαγωνισμοί, από το ΤΑΙΠΕΔ για το εργοστάσιο και τα Μεταλλεία στη Λάρυμνα και από τον Ειδικό Διαχειριστή για τα υπόλοιπα μεταλλεία. Οι υποψήφιοι επενδυτές που έχουν υποβάλει μη δεσμευτική πρόταση για τον διαγωνισμό του ΤΑΙΠΕΔ είναι τρεις: ο όμιλος Μυτιληναίου, η Commodity & Mining και η κοινοπραξία ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ – AD Holdings AG, ενώ ο τρέχον διαγωνισμός εξεύρεσης στρατηγικού επενδυτή έχει καταληκτική ημερομηνία την 16η Μαρτίου, με τους έως τώρα υποψηφίους να εκφράζουν αμφιβολίες και να θέτουν επιπλέον αιτήματα.
Πιο συγκεκριμένα, τα αιτήματα σχετίζονται αφενός με τους εργαζόμενους της ΛΑΡΚΟ –από το κόστος των οποίων θέλουν να απαλλαγούν οι μνηστήρες– και αφετέρου με τις περιβαλλοντικές υποχρεώσεις της εταιρείας και τα αντίστοιχα πιθανά πρόστιμα που θα κληθούν να πληρώσουν. Με λίγα λόγια, οι σωτήρες επενδυτές απαιτούν ένα περιβάλλον μηδενικού ρίσκου.
Κι έρχεται η κυβέρνηση, επιβάλλοντας ξανά το δίλημμα «πτώχευση ή ξεπούλημα», να ικανοποιήσει εκβιαστικά μερικά από τα αιτήματα των υποψήφιων αγοραστών. Πιο συγκεκριμένα, έχουν ήδη τακτοποιηθεί με τροπολογία του υπουργείου Οικονομικών τα αυθαίρετα της ΛΑΡΚΟ (εργοστάσια, οικισμοί) χωρίς πρόστιμο για τον αγοραστή. Παράλληλα, τέθηκε ήδη σε εφαρμογή και αναμένεται να ολοκληρωθεί έως τα τέλη Φεβρουαρίου το σχέδιο απόλυσης (και αποζημίωσης με έξοδα του δημοσίου) 1.060 εργαζομένων που ανακοίνωσαν οι υπουργοί Χ. Σταϊκούρας, Κ. Χατζηδάκης και Κ. Σκρέκας. Οι εργαζόμενοι αυτοί πέρα από την εργασία τους χάνουν και τα σπίτια τους, αφού πετιούνται έξω από τους εργατικούς οικισμούς. Τέλος, το υπουργείο Ενέργειας ετοιμάζεται να εγκρίνει διάφορες εξαιρέσεις και ειδικές διατάξεις σχετικά με τις περιβαλλοντικές δεσμεύσεις της εταιρίας. Στόχος είναι να δοθεί η ΛΑΡΚΟ στους επενδυτές χωρίς εργατικό κόστος και επί της ουσίας χωρίς εργαζόμενους και δυνατότητα λειτουργίας. Ελεύθερη για περαιτέρω απαξίωση μέχρι και οριστικό κλείσιμο.
Όμως, και παρά όλες αυτές τις διευκολύνσεις, τα τρία επενδυτικά σχήματα εμφανίζονται και πάλι διστακτικά, ενώ συγκρατημένοι είναι και οι παράγοντες του ΤΑΙΠΕΔ. Σύμφωνα με όσα γίνονται γνωστά, ο μόνος επενδυτής που φαίνεται διατεθειμένος να συνεχίσει είναι η κοινοπραξία ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ – AD Holdings (50%-50%), με τις γνωστές σχέσεις της ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ με το Μαξίμου (μέσω του κ. Γεραπετρίτη). Πολλοί μιλούν για ένα παζάρι διευκολύνσεων προς τον μελλοντικό αγοραστή, χωρίς ουσιαστικές εγγυήσεις από μέρους του για τη βιωσιμότητα του εγχειρήματος ή τις επενδύσεις που προτίθεται να κάνει ώστε να κρατηθεί ζωντανή η επιχείρηση.
Απαξιώστε, πουλήστε, τελειώσατε!
Το διαχρονικό σχέδιο εκποίησης του συνόλου της δημόσιας περιουσίας της χώρας, υποδομών και φυσικών πόρων –που επιταχύνθηκε και επεκτάθηκε με τη μνημονιακή εργαλειοθήκη του ΤΑΙΠΕΔ και του Υπερταμείου– είναι γνωστό. Γνωστή είναι επίσης και η χρόνια απαξίωση καθετί δημόσιου ώστε να παρουσιαστεί το ξεπούλημα σε ξένες εταιρίες και ντόπιους εργολάβους ως εξυγίανση και εκσυγχρονισμός.
Η ΛΑΡΚΟ αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της ιστορίας. Η κάποτε κραταιά επιχείρηση, με μεγάλο κύκλο εργασιών και διεθνείς πελάτες, έφτασε σήμερα –μετά από μια χρεοκοπία, απανωτές αποτυχημένες αναδιαρθρώσεις και μέσα από επάλληλους κύκλους κακοδιαχείρισης, σπατάλης και μικροσκανδάλων– να μετατραπεί σε έναν από τους μεγάλους ασθενείς της ελληνικής οικονομίας.
Μετά από μια χρεωκοπία, απανωτές αποτυχημένες αναδιαρθρώσεις, κακοδιαχείριση, σπατάλη και μικροσκανδάλα, η εταιρία, αντί να αποτελεί μια στρατηγική επιλογή για τη χώρα μας και βάση της βαριάς της βιομηχανίας, έφτασε σήμερα να μετατραπεί σε έναν από τους μεγάλους ασθενείς της ελληνικής οικονομίας
Συσκοτίζοντας όλη αυτή την πορεία, οι νυν κυβερνώντες μιλούν μόνο για τα χρέη και τις ζημιές της εταιρίας. Στην ομιλία του στη Βουλή, ο υπουργός Οικονομικών επέμεινε πως η ΛΑΡΚΟ είναι ζημιογόνα, με ληξιπρόθεσμες οφειλές που ξεπερνούν τα 500 εκατ. ευρώ. Φτάνουν μάλιστα στο σημείο να υποβαθμίσουν και τη βιωσιμότητα της ίδιας της μεταλλευτικής δραστηριότητας, υποτιμώντας την αξία του προς εξόρυξη αποθέματος, μιλώντας για χαμηλή περιεκτικότητα σε νικέλιο κ.ά., απαξιώνοντας, ακόμη και με τους δικούς τους όρους το προς εκποίηση προϊόν.
Αποκρύπτουν πως συνειδητά η ΛΑΡΚΟ αποκλείστηκε από χρηματοδοτήσεις και δανειοδοτήσεις, εξαιτίας προστίμου που εκκρεμούσε εις βάρος της από την Ε.Ε., λόγω των «παράτυπων» κρατικών ενισχύσεων που αυτή έλαβε. Αποκρύπτουν πως ήταν συνειδητή απόφαση ο μη εκσυγχρονισμός εξοπλισμού, εγκαταστάσεων και μεθόδων που άφησαν την εταιρία εκτός των εξελίξεων του κλάδου.
Με αυτά και με αυτά, η χώρα είναι έτοιμη να πυροβολήσει για μια ακόμη φορά τα πόδια της. Η εκποίηση τέτοιων στρατηγικών παραγωγικών μονάδων, το χάρισμα ως προίκα μαζί με αυτές και των φυσικών πόρων, είναι έγκλημα κατά της ίδια της χώρας καθώς υπονομεύει την παραγωγική της δυνατότητα όχι μόνο σήμερα αλλά και στο μέλλον.
Πολιτικό σύστημα-μεσίτης
Σύσσωμο το πολιτικό σύστημα φέρει ευθύνες για την κατάσταση αυτή. Παρά την κοκορομαχία στη Βουλή και το μπαλάκι ευθυνών μεταξύ Ν.Δ.-ΚΙΝΑΛ-ΣΥΡΙΖΑ, διαχρονικά οι κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων συνέβαλαν στην απαξίωση και το ξεπούλημα της ΛΑΡΚΟ, στρώνοντας η κάθε μία τον δρόμο στην επόμενη.
Τώρα η κυβέρνηση ρίχνει όλες τις ευθύνες στην περίοδο ΣΥΡΙΖΑ, κάνοντας λόγο για κωλυσιεργία στη διαδικασία πώλησης και έτσι επιβάρυνσης με επιπλέον χρέη. Ο ΣΥΡΙΖΑ από την πλευρά του βγαίνει στα κάγκελα, μιλώντας για έγκλημα της κυβέρνησης και ρίχνοντας κροκοδείλια δάκρυα για τους εργαζόμενους της ΛΑΡΚΟ. Βέβαια η πραγματικότητα είναι άλλη: Οι όποιες καθυστερήσεις οφείλονται περισσότερο στις «εκκρεμότητες» που αναφέραμε παραπάνω και στους ανταγωνισμούς μεταξύ των επιχειρηματικών ομίλων και λιγότερο σε κυβερνητική απόφαση. Εξάλλου ο ΣΥΡΙΖΑ, στην περίοδο της δικής του διακυβέρνησης, δεν έκανε τίποτα για να διασφαλίσει τους εργαζόμενους και την παραγωγική δυνατότητα της εταιρίας, στρώνοντας στην ουσία το δρόμο για όσα σήμερα εφαρμόζει η κυβέρνηση.
Αυτή την πραγματικότητα έρχονται να καταδείξουν και οι καταγγελίες των ίδιων των εργαζομένων της εταιρίας που μιλούν για «διαχρονικό έγκλημα». Στις κινητοποιήσεις τους που κλιμακώνονται τις τελευταίες ημέρες (αλλά και στη Βουλή μέσω της σχετικής πρότασης νόμου που κατέθεσε το ΚΚΕ) διεκδικούν πέρα από την απόσυρση των σχεδίων απόλυσής τους, τη διασφάλιση της ίδιας της λειτουργίας της ΛΑΡΚΟ ως έναν από τους παραγωγικούς πυλώνες της χώρας.
Το Νικέλιο ως εθνικό πλεονέκτημα
Η Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική Ανώνυμη Εταιρία «ΛΑΡΚΟ» ιδρύθηκε το 1963 από τον Πρόδρομο Αθανασιάδη Μποδοσάκη και δραστηριοποιείται στην παραγωγή σιδηρονικέλιου. Έχει στην ιδιοκτησία της το εργοστάσιο στη Λάρυμνα Φθιώτιδας και μεταλλευτικά δικαιώματα σε μεταλλεία στην Εύβοια, την Καστοριά, την Κοζάνη, την Βοιωτία. Το 1989, μετά από μία χρεοκοπία, η εταιρία αλλάζει ιδιοκτησιακό καθεστώς και περνά στα χέρια του δημοσίου (Εθνική τράπεζα, ΔΕΗ, ΟΑΕ). Τις επόμενες χρονιές επιστρέφει στην κερδοφορία. Το 2012 μπαίνει στη λίστα των προς εκποίηση περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου, με την διαδικασία πώλησής της να ολοκληρώνεται σήμερα.
Το σιδηρονικέλιο είναι ένα κράμα νικελίου και σιδήρου που χρησιμοποιείται κατά κόρον στην παραγωγή ανοξείδωτου χάλυβα. Αυτό που το καθιστά εμπορεύσιμο και πολύτιμο αγαθό είναι η υψηλή αντοχή του, η αντίσταση στη διάβρωση, η ελαστικότητα, η καλή θερμική και ηλεκτρική αγωγιμότητα, τα μαγνητικά χαρακτηριστικά και οι καταλυτικές ιδιότητες που διαθέτει.
Η ΛΑΡΚΟ είναι μια από τις μεγαλύτερες εταιρίες παγκοσμίως στον κλάδο της παρά τη χρόνια απαξίωση. Μάλιστα είναι η μοναδική στην Ευρώπη που εκμεταλλεύεται δικά της νικελιούχα κοιτάσματα. Πιο συγκεκριμένα και σύμφωνα με έρευνες, τα κοιτάσματα στη χώρα μας υπερβαίνουν τους 240 εκατ. τόνους (90% των καταγεγραμμένων κοιτασμάτων στην Ευρώπη), με την αξία του μεταλλεύματος να αποτιμάται στα 20 δισ. δολάρια.
Παράλληλα η εταιρία διαθέτει βαρύ εξοπλισμό και εγκαταστάσεις, ενώ έχει αναπτύξει πρωτοπόρες μεθόδους στην επεξεργασία του σιδηρονικέλιου καθώς και στην παραγωγή άλλων προϊόντων (σίδηρος με ενσωματωμένο κοβάλτιο κ.ά.) η αξιοποίηση των οποίων έχει διαχρονικά ατονήσει.
Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό πως η εξόρυξη και η επεξεργασία του σιδηρονικέλιου σε υψηλής αξίας εμπορεύσιμο προϊόν θα ήταν μια στρατηγική επιλογή για τη χώρα μας αποτελώντας –όπως έχει δείξει η ιστορία– τη βάση της βαριάς της βιομηχανίας. Αντ’ αυτού επιλέχθηκε ο δρόμος της απαξίωσης, της αποπαραγωγικοποίησης, του ξεπουλήματος μπιρ παρά των διαθέσιμων πόρων, από μια οικονομική και πολιτική ελίτ που το μόνο που ξέρει είναι να μεσιτεύει και να εκποιεί τον πλούτο και τις δυνατότητες του τόπου.