Διαβάστε τα προηγούμενα: Μέρος Α΄, Μέρος Β΄, Μέρος Γ΄, Μέρος Δ΄, Μέρος Ε΄
Μια σοβαρή και τίμια συνδικαλίστρια, η Δέσποινα Σπανού, σε πρόσφατο άρθρο της με τίτλο «Γιατί ο Ελληνικός λαός δείχνει να ανέχεται τη λεηλασία της ζωής του;», διαπιστώνει ότι «οι αντιδράσεις (του λαού) είναι υποτονικές σε σχέση με τις ανάγκες και την οξύτητα των προβλημάτων […] Έχουν αναπτυχθεί αγώνες, αλλά είναι περιορισμένοι και δεν έχουν τη γενικευμένη έκταση που θα έπρεπε». Και αναρωτιέται: «Γιατί οι αντιδράσεις και οι διαδηλώσεις δεν είναι ανάλογες των προβλημάτων, και γιατί είναι πολύ μικρότερες από αυτές που αναπτύσσονται στην Ευρώπη;».
Επιπλέον εκτιμά ότι «επικρατεί μία τέλεια παραίτηση και ανοχή σε μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού. Η αντίληψη ότι “όλοι ίδιοι είναι” και “τίποτε δεν αλλάζει” κυριαρχεί. […] Η οργή υπάρχει αλλά δεν εκφράζεται». Για να καταλήξει στο γνωστό αριστερό ρεφραίν: «Ο Ελληνικός λαός λοιπόν, που αντιμετωπίζει τεράστια προβλήματα, πρέπει να ξυπνήσει από τον λήθαργο και να συγκρουστεί με τους εκφραστές της ταπείνωσής του. Και αυτό πρέπει να γίνει και στους δρόμους, μέσα από τους κοινωνικούς αγώνες, και στην κάλπη».
Ενώ θέτει το ερώτημα, δεν δίνει καμία πιο ουσιαστική απάντηση. Και, κυρίως, καταλήγει στο «λαέ ξύπνα», «δώσε την απάντηση που πρέπει στους δρόμους και στην κάλπη»… Στο παρόν σημείωμα θα μιλήσουμε για γενικές και ειδικές διεργασίες που επηρεάζουν την κοινωνική διαθεσιμότητα, την έκφρασή της, τη δυναμική της, τη συγκρότησή της.
Νέοι πολιτικοί και κοινωνικοί όροι για τη λαϊκή διαθεσιμότητα
Στην περίπτωση της χώρας μας έχουμε έναν λαό που έχει μια ιστορία, που ήταν και είναι ζωηρός πολιτικά, που είχε ενδιαφέρον για την πολιτική διαδικασία, που συχνά πυκνά έδινε τον τόνο στις εξελίξεις, και που, ιδιαίτερα τα τελευταία 12 χρόνια, χρόνια χρεοκοπίας και συρρίκνωσης, έδωσε αγώνες, άλλαξε τους συσχετισμούς, γκρέμισε ένα κυρίαρχο δικομματισμό, δήλωσε τα «Όχι» του, και υπέστη μια ήττα το καλοκαίρι του 2015. Από τότε η κοινωνική διαθεσιμότητα έχει υποχωρήσει, έχει πάρει άλλα χαρακτηριστικά από τον ανοικτό πολιτικό αγώνα και τη θυελλώδη αντίδραση απέναντι στο πολιτικό σύστημα.
Ο συσχετισμός που προέκυψε μετά το 2015, διεθνώς και εσωτερικά, ήταν τέτοιος που δεν άφηνε πολλά περιθώρια για εναλλακτικές και συνολικούς αγώνες. Το ανοδικό κύμα αγώνων που είχε εμφανιστεί στα χρόνια 1999-2015 είχε υποχωρήσει, η γεωπολιτική είχε κάνει την επιβλητική εμφάνισή της, τα νέα κύματα επιθετικής πολιτικής με τα μνημόνια στη χώρα μας, καθώς και η «δομική συμπολίτευση» των τριών συστημικών κομμάτων (Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ), διαμόρφωναν ένα πλαίσιο ασφυκτικό, που οδηγούσε σε μια σχεδόν ατομική αναδίπλωση τους πολίτες, σε μια ηττοπάθεια και έλλειψη προοπτικής.
Στη συνέχεια ήρθε η πανδημία, που επέδρασε καταλυτικά και εμβάθυνε πολλές διεργασίες οι οποίες ήταν ήδη σε εξέλιξη, για να έρθει αμέσως μετά ο πόλεμος στην Ουκρανία. Η σύγχυση, ο αποπροσανατολισμός, ο φόβος και ο τρόμος μπροστά στο «θανατικό» της πανδημίας και στην καταστρεπτικότητα του πολέμου ενέτειναν πολλές αποσαθρωτικές διαδικασίες σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.
Η θέση που υποστηρίζεται στο σημείωμα αυτό είναι πως διεργασίες που είχαν δρομολογηθεί εδώ και δεκαετίες, ιδιαίτερα σε επίπεδο κοινωνιών και χειρισμού μεγάλων πληθυσμών, μέσα στις ειδικές συνθήκες που προέκυψαν από την πορεία της πολυοργανικής κρίσης, του γεωπολιτικού ανταγωνισμού, της υποχώρησης του κύματος αγώνων ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και τον νεοφιλελευθερισμό, έδωσαν τεράστια ώθηση στις «μοριακές διαδικασίες» ατομίκευσης και προσωπικής συμπεριφοράς των μελών της κοινωνίας.
Τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας (που από τη φύση της είναι αντιφατική) βιώνουμε σήμερα. Τα «λαέ ξύπνα», «έλα στους δρόμους και στις κάλπες» είναι ελλιπέστατα, όπως και το «μόνο ο λαός θα σώσει τον λαό», που έχει εγκολπωθεί το αυτοαρεσκόμενο ΚΚΕ, ή κάποιες «απειλές» του στιλ «θα λογαριαστούμε μετά». Όλα αυτά κινούνται στην σφαίρα της απολιτικής. Δηλαδή δεν ερμηνεύουν τους πραγματικούς όρους, δεν μπορούν να αλλάξουν συσχετισμούς, και εν τέλει εκφράζουν μια δομική αδυναμία κατανόησης, ερμηνείας και αλλαγής.
Διεργασίες που είχαν δρομολογηθεί εδώ και δεκαετίες, μέσα στις ειδικές συνθήκες που προέκυψαν από την πορεία της πολυοργανικής κρίσης, του γεωπολιτικού ανταγωνισμού, της υποχώρησης του κύματος αγώνων, έδωσαν τεράστια ώθηση στις «μοριακές διαδικασίες» ατομίκευσης
«Εμείς ο λαός»
Η έννοια «λαός» –κλασικά, σύμφωνα με την αριστερή ή μαρξιστική οπτική– αποτελούνταν από τις τάξεις και τα στρώματα μιας κοινωνίας που καταπιέζονταν, που ήσαν υποτελή και σε θέση κυβερνώμενων από μια μειοψηφία (τάξεων και στρωμάτων) η οποία έλεγχε τους κρίσιμους οικονομικούς και πολιτικούς τομείς, το κράτος, τη διοίκηση κ.λπ. Το «εμείς ο λαός» των διακηρύξεων της Αμερικάνικης Επανάστασης εκφράζει κάτι άλλο, που προϋποθέτει μια ενιαία συνείδηση και έναν βαθμό συγκρότησης τάξεων και στρωμάτων που θέτουν στόχους προς πραγματοποίηση.
Στην ελληνική περίπτωση, στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας από το 1821 και δώθε, υπήρξαν πολλές στιγμές που αυτές οι δύο έννοιες, ο λαός ως σύνολο των καταπιεσμένων στρωμάτων και τάξεων, αλλά και το πρόταγμα «εμείς ως λαός», εκφράστηκαν με πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Τόσο που σε ένα βαθμό καθόρισαν την ιδεολογική ατμόσφαιρα ολόκληρων εποχών, που άλλαξαν συσχετισμούς, που έθεσαν όρια και «κόκκινες γραμμές» τις οποίες δεν ήταν εύκολο (και χωρίς κόστος) να τις προσπεράσει ο κόσμος της υποτέλειας και της εξάρτησης (οι ελληνικές ελίτ).
Για να περιοριστούμε στην πολύ σύγχρονη ιστορία: η Χούντα, το Πολυτεχνείο, η Μεταπολίτευση, το Κυπριακό, τα Μνημόνια, οι Πρέσπες, οι απειλές της επεκτατικής Τουρκίας, ο ρόλος των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ και της Ε.Ε., δεν μπορούν να λησμονηθούν ούτε να παρακαμφθούν – παρά τις αλλοιώσεις, τις αποδομήσεις, τον «εκσυγχρονισμό» του μεταπρατισμού, τον ιδιαίτερο ρόλο των ΜΜΕ και του κομματικού και πολιτικού συστήματος. Στις Πλατείες και στην επέτειο του «Όχι» την 28η Οκτωβρίου του 2011, όπως και το καλοκαίρι του 2015 με το «Όχι» στο δημοψήφισμα, ακούστηκε ένα «Εμείς ο λαός», φάνηκε ένα βάθος που έχουν τα εθνικά και κοινωνικά ζητήματα μέσα στη συνείδηση του λαού και της κοινωνίας. Δεν είχαν όμως, για ειδικούς λόγους, τη δύναμη και το βάθος που απαιτούσαν οι συνθήκες.
Ας κρατήσουμε προς το παρόν ότι η έννοια «λαός» για την περίπτωση της ελληνικής κοινωνίας έχει ακόμα ένα βάρος και μια σημασία. Μόνο που είναι ένας λαός χωρίς πολιτική, και αυτό είναι το πιο σημαντικό και πιο βαθύ. Εδώ είναι αναγκαίο να ανοίξουμε ένα άλλο κεφάλαιο αποφασιστικής σημασίας:
Η μετανεωτερική συνθήκη και η κοινωνία
Αναφερθήκαμε λίγο πριν σε «μοριακές διαδικασίες». Αυτές είναι πάντα ενεργές και παρούσες. Αφορούν διεργασίες που γίνονται σε πιο μικρά σύνολα, ακόμα και σε ατομικό επίπεδο, εντός της κοινωνίας, και πολλές φορές παίζουν ιδιαίτερο ρόλο στη συνοχή ή τη διάρρηξη δεσμών και συνεκτικών στοιχείων που συγκροτούν ένα σύνολο ανθρώπων σε κοινωνία. Είναι λάθος να θεωρηθεί ότι αυτό το επίπεδο, των «μοριακών διαδικασιών», δεν ενδιαφέρει την πολιτική, ότι τα κέντρα ισχύος δεν εξασκούν συστηματική προσπάθεια παρέμβασης σε αυτό το επίπεδο, κι ότι εν τέλει η διάλυση ή η αποσάθρωση των κοινωνιών δεν έχει τεθεί στην ατζέντα της καπιταλιστικής νεοταξικής διαχείρισης.
Η πραγματική αντεπανάσταση ή πραξικόπημα που αποτέλεσε ο νεοφιλελευθερισμός από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, διακήρυξε πως «δεν υπάρχει κοινωνία, παρά μόνο άτομα». Αυτή η καταστατική διακήρυξη σήμαινε πως όλες οι πολιτικές σε όλους τους τομείς θα στόχευαν να πετύχουν την πλήρη εξατομίκευση και διάλυση της κοινωνικής συνοχής, και όλων των κατακτήσεων που είχαν κερδηθεί από τους εργαζόμενους στον προηγούμενο κύκλο. Μέσα στην κρίση έπρεπε να ξηλωθούν και να κατεδαφιστούν όλες οι κοινωνικές κατακτήσεις. Σε ιδεολογικό επίπεδο, εξαπολύθηκε μια τεράστια επίθεση ενάντια στις «μεγάλες αφηγήσεις» και τις μεγάλες ιδέες. Με την πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στα 1989-90 η επίθεση αυτή εντάθηκε. Η ιμπεριαλιστική αστική τάξη αισθάνθηκε πανίσχυρη και το διακήρυξε με το περίφημο «τέλος της ιστορίας»: η αγορά και η δυτική αντιπροσωπευτική δημοκρατία θα κυριαρχούσαν για πάντα. Έμενε μόνο να πεταχτούν γρήγορα ορισμένοι «αναχρονισμοί». Η Νέα Τάξη Πραγμάτων θα ήταν το παγκόσμιο εποικοδόμημα στον ενοποιημένο και παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό…
«Δεν υπάρχει κοινωνία, παρά μόνο άτομα»: αυτή η καταστατική διακήρυξη του νεοφιλελευθερισμού σήμαινε πως όλες οι πολιτικές σε όλους τους τομείς θα στόχευαν στην πλήρη εξατομίκευση, στη διάλυση της κοινωνικής συνοχής και των κατακτήσεων του προηγούμενου κύκλου
Η πραγματικότητα όμως δεν εξελίχθηκε τόσο «γραμμικά» και χωρίς αντιθέσεις. Η κρίση βάθαινε, μετατρέπονταν σε πολυοργανική, και ο νεοφιλελευθερισμός δεν έφερνε ευημερία στις κοινωνίες αλλά λιτότητα, ξανά λιτότητα, και χρεοκοπίες χωρών και περιφερειών. Η ανισότητα εκτινάσσονταν. Οι «από τα κάτω» αντιδρούσαν όλο και περισσότερο. Η διαχείριση, μαζί με την ιδεολογική επίθεση, έπρεπε να κλιμακωθούν. Το βλέπουμε καθαρά στις μέρες μας:
α) Αναγορεύθηκε σε κύριο εχθρό ο «εθνολαϊκισμός», παρόλο που επιχειρήθηκε για δεκαετίες η αποδόμηση του έθνους-κράτους και η προβολή ενός κοσμοπολιτισμού της «διεθνούς των αγορών».
β) Εντάθηκε η επίθεση σε κάθε συνεκτικό στοιχείο των κοινωνιών, που θεωρήθηκε στοιχείο καθυστέρησης και συντήρησης (πατρίδα, τόπος, οικογένεια, μεγάλες ταυτότητες), και αναγορεύτηκε σε φυσιολογικό δικαίωμα ο απόλυτος και ανεξέλεγκτος «αυτοπροσδιορισμός».
γ) Στη θέση του κλασικού αστικού φιλελεύθερου ωφελιμισμού, που συνοδεύονταν από κάποιες αξίες, προβάλλεται πλέον ένας γυμνός ωφελιμισμός, με σχεδόν πλήρη κατεδάφιση των αστικών αξιών, και το σύστημα πλέον διακηρύσσει ότι δεν χρειάζεται πια ούτε μια αστική τάξη καλλιεργημένη.
δ) Η σημερινή καπιταλιστική πραγματικότητα δεν έχει ανάγκη καθόλου τις αξίες. Σήμερα ολοένα και πιο πολύ, ενόσω διογκώνονται οι χειριστικοί μηχανισμοί, ο ρόλος των ΜΜΕ, η φαντασμαγορία και το διαδίκτυο, προβάλλονται ολιγάρχες χωρίς καμία αξία. Η καπιταλιστική αναπαραγωγή γίνεται γυμνά, όλες οι αξίες πρέπει να κατεδαφιστούν, υπάρχει χώρος μόνο για έναν γυμνό ωφελιμισμό.
ε) Ο μεταμοντέρνος σχετικισμός (δεν υπάρχει καμία μεγάλη αλήθεια, υπάρχουν άπειρες μικρές αλήθειες του καθενός, «όπως του φανεί του καθενός»), και η συνακόλουθη αποδόμηση, έχει καταστεί ένα διαβρωτικό της συνοχής ρεύμα, το οποίο έχει διαπεράσει τα πάντα και καθορίζει πλέον στάσεις. Είναι δηλαδή ιδεολογικά πανίσχυρο. Διακηρύσσει ότι δεν υπάρχει καμία αλήθεια, καμία αξία. Κάθε προσπάθεια να αλλάξει το σημερινό σύστημα καταλήγει σε αυταρχικότητα.
Το κύριο στη μεταμοντέρνα αυτή συνθήκη είναι ότι εξοβελίζεται η κριτική, η συνολική κριτική του συστήματος. Επιτρέπεται μόνο ο «δικαιωματισμός» και η κριτική σε μιάσματα όπως ο ρατσισμός, η ξενοφοβία, ο φασισμός. Απαγορεύεται κάθε σκέψη πιο συνολική για τη μεταδημοκρατία, για τον καπιταλισμό ή τον νεοφιλελευθερισμό. Από κάθε πόρο της μεταμοντέρνας καπιταλιστικής συνθήκης εκκρίνεται το «Σωστό είναι αυτό που είμαι, και τίποτα άλλο». Από αυτό προκύπτει μια απόλυτη ατομοκρατία, ή ακόμα μια εκχυδαϊσμένη ατομοκρατία.
Θραυσματοποίηση, ισοπέδωση, αποκαθήλωση
Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η αποδυνάμωση των κοινωνικών δεσμών: από τον παλιό ωφελιμισμό και το να φροντίζει ο καθένας την πάρτη του, το ίδιον όφελος, έχουμε περάσει σε έναν ατομισμό περίπου ετσιθελικό, ασυνάρτητο, σχεδόν μηδενιστικό σε ορισμένες εκφράσεις του. Κι όχι μόνο: έχουμε διάλυση της χώρας, του κράτους, της διοίκησης, των πάντων, των απόψεων, της εργασίας, των συλλογικοτήτων, των προσπαθειών, σχεδόν και του ίδιου του εαυτού του καθένα. Στο ίδιο το άτομο εντοπίζεται μια κατάσταση όχι απλά αντιφατική, αλλά σχιζοειδής και σχιζοφρενική. Μια κατάσταση θραυσματοποίησης μαζί με την πολιτιστική ισοπέδωση, πλάι στη γενική αποκαθήλωση μεγάλων αξιών. Η ίδια η έννοια της αξίας δεν γίνεται αποδεκτή, η λέξη «καθήκον» βρωμάει υποχρέωση και περιορισμό της ατομικότητας, και βέβαια υπάρχει απόλυτη άρνηση αξιολόγησης απόψεων, καταστάσεων, τρόπου ύπαρξης των κοινωνιών.
Έχει ιδιαίτερη σημασία να αντιληφθούμε ότι αυτά αποτελούν ενδογενείς εκδηλώσεις του συστήματος. Πρόκειται για δομικούς όρους που τείνουν σε αυτήν την κατεύθυνση, και υπάρχουν σχεδιασμένες παρεμβάσεις, σχέδια και μηχανισμοί που ωθούν προς αυτήν. Επομένως, είναι εντελώς απαραίτητο να συνδεθούν οι γενικοί πολιτικοί όροι και συσχετισμοί με τις προωθούμενες αλλαγές και διαδικασίες σε «μοριακό επίπεδο» προκειμένου να εκτιμηθεί συνολικά η κοινωνική διαθεσιμότητα στη σημερινή Ελλάδα. Πόσο έχουν προχωρήσει και τι επίδραση έχουν και οι δύο διαδικασίες, αλλά και οι τρόποι με τους οποίους αυτά πραγματοποιούνται, ή τι τα δυσκολεύει, τα μπλοκάρει, τα επιβραδύνει.
Άρα το ερώτημα παραμένει: Σε ποια κατάσταση είναι στην Ελλάδα ο λαός χωρίς πολιτική; Και τι γίνεται με την κοινωνική διαθεσιμότητα;
* Νόμιζα ότι το θέμα θα εξαντλούνταν με το παρόν σημείωμα. Έπεσα έξω. Υπάρχει ανάγκη να συνεχίσω, περιγράφοντας τις συγκεκριμένες μορφές της κοινωνικής διαθεσιμότητας – μέσα σε αυτό το πλαίσιο: γιατί αυτή υπάρχει και επωάζεται, τα νέα χαρακτηριστικά που φέρει, την αποδρομή της δημοκρατίας και τις επιπτώσεις της, το τι συμβαίνει με το ζήτημα της εκπροσώπησης σε πολλά επίπεδα (κι όχι μόνο στο κοινοβουλευτικό), τις νέες συναρμογές του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας των πολιτών, πέρα από το κομματικό και συνδικαλιστικό επίπεδο. Άρα έχουμε λίγο «δρόμο» ακόμα για να κλείσουμε τον κύκλο αυτών των σημειωμάτων!