Ιδιαίτερη θέση στην ποδοσφαιρική μυθολογία μας, έχουν οι «αμφισβητίες». Άλλοτε πολιτικά αντισυμβατικοί κι άλλοτε «άσωτοι» ή αλάνια, μερικές φορές μοναχικοί ή και «αυτοκαταστροφικοί» αλλά πάντα με έναν ηθικό κώδικα που κέρδιζε την αγάπη από τους περισσότερους, την απομόνωση από άλλους, και συνήθως τον σεβασμό από όλους. Ταλέντα αυθεντικά, και όχι προϊόντα μιας μηχανής, παθιασμένοι αισθηματίες της στρογγυλής θεάς, δημιουργούσαν μια ιδιότυπη αίγλη γύρω από το όνομά τους. Η «Μπάλα αλλιώς» του Δρόμου, παρουσιάζει μια σειρά άρθρων για μερικούς από τους εκφραστές του «επαναστατικού ρομαντισμού» του ποδοσφαίρου.

Μέρος έκτο: Λάκης Σοφιανός. 

του Νίκου Γ. Λεμονή*

Στις 2 Αυγούστου του 1989 αυτοκτόνησε δι’ απαγχονισμού στο κελί του, ένας κρατούμενος των φυλακών Κορυδαλλού. Ήταν ηλικίας 57 ετών, γεννημένος στα 1932. Η ταυτότητά του έγραφε το όνομα Μιχαήλ Σοφιανός, αλλά ακούγοντας την είδηση ταράχτηκαν πρώτοι οι ποδοσφαιρόφιλοι κάποιας ηλικίας, δηλαδή εκείνοι που κατάλαβαν πως αυτόχειρας ήταν ο Λάκης ο Σοφιανός.

Γεννημένος στην Αθήνα, ζούσε από παιδί στη γειτονιά της Γούβας, εκεί ανάμεσα στο Παγκράτι, τον Υμηττό, τη Δάφνη και τον Νέο Κόσμο, στην περιοχή του Αγίου Αρτεμίου όπως συνηθίζουμε να τη λέμε σήμερα, ο Λάκης ο Σοφιανός ήταν φυσικό να παίξει ποδόσφαιρο στην ιστορική ομάδα της γειτονιάς του, τον Αρίωνα.

Μεγαλώνοντας σε μια φτωχογειτονιά της Αθήνας ανάμεσα στην Κατοχή και στα ταραγμένα χρόνια της δεκαετίας του ’40, ο Λάκης έμαθε δύο πράγματα καλά: να παίζει μπάλα και να «σαλτάρει» από παιδί στα γερμανικά φορτηγά για να κλέψει ότι μπορούσε. Οι συνήθειες λένε σε ακολουθούν πάντα. Και οι καλές και οι κακές. Έτσι ο Σοφιανός έγινε ένας εξαιρετικός μπαλαδόρος και ένας επίσης ικανός πορτοφολάς. Λένε μάλιστα ότι την τελευταία αυτή τέχνη την έμαθε καλά στα αναμορφωτήρια, όπου βρέθηκε από μικρή ηλικία.

Από το κελί στο χορτάρι

Για τις ποδοσφαιρικές του ικανότητες κυκλοφορούν πολλές ιστορίες. Για παράδειγμα εκείνη που μας αφηγείται πως είχε αδιανόητα ισχυρό σουτ, ικανό να σχίσει τα δίχτυα, κάτι που ποτέ δεν είχαν δει οι φίλαθλοι να συμβαίνει με άλλον ποδοσφαιριστή. Η φήμη της ποδοσφαιρικής του αξίας εξαπλώθηκε. Και έτσι, από τον Αρίωνα βρέθηκε με μεταγραφή στον Παναθηναϊκό, όπου αγωνίστηκε για πέντε χρόνια, από το 1953 ως το 1958. Ήταν τα χρόνια της συντριπτικής αγωνιστικής κυριαρχίας του Ολυμπιακού, με τα έξι συνεχόμενα πρωταθλήματα. Έτσι ο Σοφιανός, παρότι ο Παναθηναϊκός ήταν ανταγωνιστικός εκείνη την περίοδο, δεν κατάφερε να στεφθεί πρωταθλητής, κέρδισε όμως ένα Κύπελλο Ελλάδος, που είναι και ο μοναδικός τίτλος στο ψηλότερο επίπεδο που κατέκτησε στην καριέρα του ο Λάκης.

Όμως και η παραβατικότητα του Σοφιανού καλά κρατούσε. Μπλεγμένος σε αρκετά ζητήματα «αστυνομικής υφής», μεγάλος μέρος της θητείας του στον Παναθηναϊκό το πέρασε όντας κρατούμενος στις φυλακές. Συχνά μάλιστα στις φυλακές Αβέρωφ, που βρίσκονταν ακριβώς απέναντι από το γήπεδο του Παναθηναϊκού. Ο ΠΑΟ επεδίωκε, και κατάφερνε με τις διασυνδέσεις του, να εξασφαλίζει ολιγόωρη άδεια για τον Σοφιανό τις Κυριακές. Έφτανε στο γήπεδο συνοδεία αστυνομικών, αγωνιζόταν, και μετά επέστρεφε στη φυλακή. Λέγεται μάλιστα ότι για λόγους διακριτικότητας, δεν τον έφερναν από την κεντρική είσοδο του γηπέδου της Λεωφόρου, αλλά από μια δευτερεύουσα.

Οι αφηγήσεις πάντως των παλαιότερων, μιλάνε για έναν εξαιρετικό επιθετικό που αγωνιζόταν και στη θέση του σέντερ φορ και στα άκρα και ως δεύτερος – περιφερειακός κυνηγός, που αν το εξωποδοσφαιρικό πλαίσιο της ζωής του ήταν διαφορετικό, ίσως να είχε αφήσει το στίγμα του όχι μόνο στα ελληνικά, αλλά και στα ευρωπαϊκά γήπεδα.

Από τον Παναθηναϊκό θα μεταγραφεί στον Παναιγιάλειο. Στην περίφημη «Λεγεώνα των Ξένων», εκεί που ο πολυπράγμων Αστέριος Μπέλλας, προπονητής και παράγοντας του Παναιγιαλείου, έφτιαξε την πρώτη ελληνική ποδοσφαιρική ομάδα που λειτουργούσε ξεκάθαρα σε επαγγελματική βάση, με ποδοσφαιριστές που στο σύνολό τους δεν προέρχονταν από την περιοχή του Αιγίου. Προπονούνται στην Αθήνα και κατεβαίνουν στο Αίγιο μόνο για να δώσουν αγώνες, με το πούλμαν του Μαρίνου, που ξεκινούσε Σάββατο μεσημέρι από το στέκι της ομάδας, ένα καφενείο στην οδό Παλαμηδίου, στον Κολωνό.

Εκεί ο Λάκης Σοφιανός θα μείνει για δύο χρόνια από το 1958 μέχρι το 1960 και θα συνεισφέρει ιδιαιτέρως ενεργά στην εξαιρετική αγωνιστική παρουσία της ομάδας. Ο Παναιγιάλειος είναι, μαζί με τη Δόξα Δράμας, οι δύο μοναδικές επαρχιακές ομάδες εκτός Αθήνας και Θεσσαλονίκης που συμμετέχουν στο πρώτο πρωτάθλημα της Α΄ Εθνικής Κατηγορίας.

Η επόμενη χρονιά θα βρει τον Σοφιανό να κάνει μια μεγάλη μεταγραφή στον Ολυμπιακό. Είναι 29 χρόνων, όχι μικρός για τα ποδοσφαιρικά δεδομένα της εποχής, αλλά θεωρείται σπουδαίος παίκτης και οι προσδοκίες είναι πολλές. Πολλές είναι και οι επιφυλάξεις βεβαίως. Λόγω «πρότερου βίου»… Ο Λάκης δικαιώνει και τις δύο. Προλαβαίνει να παίξει μόνο πέντε αγώνες, στους οποίους όμως σκοράρει κατά ριπάς, τέσσερα γκολ, σχεδόν ένα σε κάθε αγώνα. Στη συνέχεια κατηγορείται για κλοπή πορτοφολιών από τα αποδυτήρια της ομάδας και μπαίνει στο περιθώριο.

Θα ακολουθήσει μια χρονιά στον Άρη, στη Θεσσαλονίκη. Κάνει 22 συμμετοχές και σκοράρει 6 φορές. Στις 18 Μαρτίου του 1962 ο Άρης χάνει από τον Φωστήρα με 0-1 στην έδρα του. Η ήττα θεωρείται ντροπιαστική και κυκλοφορούν φήμες ότι το ματς «στήθηκε» με πρωτοβουλία κάποιων πρακτορείων ΠΡΟΠΟ και με μειωμένη απόδοση κάποιων παικτών του Άρεως, μεταξύ των οποίων και ο Σοφιανός. Ο ίδιος απολογείται λέγοντας πάνω κάτω τα εξής: «Είμαι στη δύση της καριέρας μου, τα πόδια μου δεν είναι αυτά που ήταν, ποιος νομίζετε ότι θα έρθει να με πιάσει εμένα για να έχω μειωμένη απόδοση;»… Τελικά μένει ελεύθερος από τον Άρη, επιστρέφει για δύο σεζόν στον Παναιγιάλειο και στα 1964, κλείνει η ποδοσφαιρική του καριέρα στην Ελλάδα.

***

Είναι πια 33 χρονών και έχει οικογένεια, τη σύζυγό του και δύο κόρες. Αποφασίζει να φύγει στη Γερμανία, όπου παίζει ποδόσφαιρο και ταυτοχρόνως απασχολείται ως προπονητής. Η ζωή του φαίνεται να παίρνει μια νέα τροπή. Μια τροπή μη παραβατικής κανονικότητας αυτή τη φορά.

Και κάπου εκεί οι αφηγήσεις, οι ειδήσεις και οι φήμες μπερδεύονται και αλληλοσυγκρούονται. Κάποιοι λένε ότι μετά από ένα διάστημα έμπλεξε και στη Δυτική Γερμανία με παράνομα κυκλώματα και σε κάποιους πυροβολισμούς τραυματίστηκε με αποτέλεσμα να ακρωτηριαστεί χάνοντας το χέρι του. Μια δεύτερη εκδοχή, πιθανώς πιο αξιόπιστη, είναι πως ταξιδεύοντας από τη Γερμανία για την Ελλάδα με το τρένο, έπεσε θύμα ληστείας στη Γιουγκοσλαβία. Οι ληστές τον πέταξαν από το τρένο και έτσι έχασε το χέρι του.

Όπως και να έχει, ο Λάκης Σοφιανός λίγο πριν τα μισά της δεκαετίας του ’70 επιστρέφει ακρωτηριασμένος στην Ελλάδα. Ακολουθούν δύσκολα χρόνια. Και ψυχικά δύσκολα. Έρχονται τα ναρκωτικά. Χρήση και εμπορία είναι οι επίσημες κατηγορίες. Ο ποδοσφαιριστής για τον οποίο δεν θα μάθουμε ποτέ αν πράγματι, όπως έλεγαν, μπορούσε να σταθεί δίπλα στα ιερά τέρατα της γενιάς του, στον Πούσκας ή στον Ντι Στέφανο, βρίσκεται πάλι στη φυλακή. Μέχρι τις 2 Αυγούστου του 1989, που του άνοιξαν την πόρτα για να βγει οριστικά. Αυτή τη φορά από την κεντρική είσοδο.

* Ο Νίκος Γ. Λεμονής είναι Προπονητής Ποδοσφαίρου / Αθλητικός Παιδαγωγός

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!