Του Κώστα Ανδριανόπουλου.
Η κυβέρνηση αποπνέει αίσθηση αποδιοργάνωσης, βαλτώματος, αδυναμίας να στηρίξει τις επιλογές της. Η εικόνα σχηματίζεται με έντονους ρυθμούς, ώστε εκτός από τους παρατηρητικούς την αντιλαμβάνονται πλέον και οι πολλοί. Δεν πρόκειται για κατάσταση που θα ανακόψει τα επώδυνα, τους σχεδιασμούς της υψηλής πολιτικής που έτσι και αλλιώς αποφασίζονται αλλού.
Πρόκειται για εμπλοκή στη διεκπεραίωση. Δεν είναι ήσσονος σημασίας, καθώς από κάποιο σημείο και μετά επιβραδύνεται και κινδυνεύει όλος ο σχεδιασμός. Ας θυμηθούμε ότι μέχρι τώρα η κυβέρνηση διαχειρίστηκε τις επιλογές με αξιοπρόσεκτη συνοχή, εσωτερική λειτουργικότητα, αλλά και αποτελεσματικότητα. Σήμερα, όμως, μοιάζει να εκμέτρησε τη δυναμική της. Θυμίζει κυβερνήσεις που αφού κλείσουν τον πολιτικό τους κύκλο μπαίνουν σε ένα τελευταίο διάστημα το οποίο σφραγίζεται από την εσωτερική τους αποδιάρθρωση και τις τακτικές μπροστά στις εκλογές.
Τόσο η ουσία της μνημονιακής πολιτικής όσο και οι βραχίονες – υποστυλώματά της έχουν πρόβλημα. Η κυβερνητική γραμμή «να σώσουμε τη χώρα» συναντά το γενικευμένο κοινωνικό σκεπτικισμό. Η επικοινωνιακή της πολιτική αχρηστεύεται. Εκ των υστέρων, όλο και πιο πολλοί πιστεύουν ότι δεν ήταν η μοναδική επιλογή που είχανε. Ενισχύεται η αίσθηση πως η χώρα δεν σώζεται, βρίσκεται όσο ποτέ στο περιθώριο της ευρωζώνης, κοντά στην έξοδο. Η τύχη της αβέβαιη, είναι στα χέρια των επιλογών της Γερμανίας. Το Μνημόνιο νο 4 φορτώνεται στην πλάτη μας ωμά, βαριά χωρίς γαρνιτούρες περί προοπτικών και διεξόδου. Τα «Ελλάδα πας καλά», «είσαι σε καλό δρόμο», «συνέχισε» κ.λπ. κόπηκαν. Το κλίμα έχει βαρύνει. Η μνημονιακή πολιτική στραγγαλίζει την οικονομία, ακυρώνει τις ελπίδες. Το ξεπούλημα έναντι των 50 δισ. πάγωσε την Ελλάδα.
Επιπλέον, η κοινωνική αποδόμηση φορτώνει με διπλό κόστος την κυβέρνηση. Εκτός από τις πληττόμενες κοινωνικές ομάδες που αντιδρούν, αναδεικνύεται και η φθορά που εισπράττει το ΠΑΣΟΚ από μια κοινωνία αποδομούμενη, καταρρέουσας συνοχής. Η προϊούσα διάλυση του κράτους (ως τρέχουσα λειτουργία του κρατικού μηχανισμού) επιδεινώνει τη φθορά. Η συναλλαγή του πολίτη με το κράτος έχει πάρει τριτοκοσμικά χαρακτηριστικά και το αντίστοιχο άχθος. Η κρατικοδίαιτη αστική επιχειρηματικότητα, καθώς και οι στενά εξαρτημένες από το κράτος μεσοστρωματικές ομάδες εμποδίζονται να λειτουργήσουν, ακυρώνονται περιθωριοποιούνται. Η κοινωνική ζωή, η δημόσια σφαίρα αποσυντίθεται. Και αυτό, εκτός του ότι είναι μη αναστρέψιμο εγγράφει κόστος στην κυβέρνηση.
Ο ευρύτερος κυβερνητικός μηχανισμός ακινητοποιείται. Μπαίνει σε στάση αναμονής. Εκδηλώνονται προσωπικές αντιθέσεις, σιωπηρή αποστασιοποίηση, δεικτικά σχόλια μεταξύ των στελεχών. Οι βουλευτές έτσι και αλλιώς υποβαθμισμένοι, μουρμουρίζουν. Τα ΜΜΕ εγκαταλείπουν το ρόλο του σκαπανέα. Εξακολουθούν να στηρίζουν μέσα από πινελιές σκεπτικισμού, αλλά καλού κακού κλείνουν το μάτι και στην αντίπερα όχθη. Οι κύκλοι της διαπλοκής που διατηρούν εποπτικό ρόλο στο πολιτικό παιχνίδι, αναζητούν σενάρια για την επόμενη ημέρα και τα διοχετεύουν τεχνηέντως. Ο κύκλος της κυβερνητικής θητείας γίνεται ελλειπτικός, φθίνων.
Η κυβέρνηση δεν ακινητοποιείται κάτω από τις αιχμές της αντιπολίτευσης ή την αποτελεσματικότητα του λαϊκού αγώνα, αλλά από τη γενική φθορά. Μπορεί να μην έχει τη δυνατότητα να ανασυντάξει το πολιτικό σκηνικό πάνω στις επιλογές της ή να οργανώσει επικοινωνιακά τον αποπροσανατολισμό όπως έκανε σε κάθε καμπή της προηγούμενης φάσης. Έχει, όμως, ακόμα την πρωτοβουλία των κινήσεων, κάποια περιθώρια χρόνου και το όπλο του εκλογικού αιφνιδιασμού. Όσο οι αγώνες δεν πολιτικοποιούνται, δεν στοχοποιούν το πολιτικό σύστημα, δεν τοποθετούνται στο έδαφος της αναζήτησης οικονομικής και πολιτικής, κοινωνικής διεξόδου για την χώρα, το ΠΑΣΟΚ θα έχει περιθώρια. Θα οργανώνει απερίσπαστο την επόμενη φάση, τη μετάβαση, δηλαδή, σε άλλο κυβερνητικό σχήμα, διατηρώντας την κεντροαστερή εκδοχή σαν βασική συνιστώσα των πολιτικών εξελίξεων.