«Το είδος της καταστροφής που παρατηρεί κανείς στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες είναι μη αναστρέψιμο. Αρχίζει κανείς να πιστεύει ότι τα πράγματα ποτέ δεν θα βελτιωθούν – απλά θα χειροτερεύουν» (Κυριάκος Κατζουράκης, «Ο δρόμος προς την Γκουέρνικα»).
«Το πάθος μου είναι να φτιάχνω αφηγήματα και ιστορίες. Όπως και στο σινεμά που κάνω, όλα είναι εφικτά, ο θάνατος δεν είναι θάνατος, ο πολιτισμός είναι αθάνατος, ο άνθρωπος έχει ανάγκη τον άνθρωπο περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, κι αυτό τον καθιστά ανίκητο. Στην τέχνη μπορείς να ανατρέπεις τα πάντα. Εκ φύσεως λοιπόν η τέχνη είναι ανατρεπτική» (Κυριάκος Κατζουράκης, «Αναφορά στην Γκουέρνικα»).
«Ο Κατζουράκης, εντοπίζοντας αναλογίες ανάμεσα στο τότε και στο τώρα, ανάμεσα στην Ελλάδα της δικτατορίας και στην Ελλάδα της κρίσης, ανάμεσα στην πτώση της ιδεολογίας και την ανάδυση του λαϊκισμού, ανάμεσα στη φανφαρόνικη υπεροψία των άκαπνων και την οργισμένη σιωπή όσων αγωνίστηκαν για τα αυτονόητα και προδόθηκαν, καταθέτει τα αναπόφευκτα συμπεράσματά του… Ότι δηλαδή δεν ήταν οι ιδέες, οι αγώνες ή τα πιστεύω μιας ζωής λάθος, αλλά η πρόστυχη εκμετάλλευσή τους, η διακωμώδησή τους καλύτερα, από κάποιους “μαθητευόμενους μάγους” της εξουσίας για την εξουσία. Αυτή την πικρή αλήθεια διατυπώνει και με αιδώ και με περίσκεψιν, υποστηρίζοντας πως αν κάποιοι επαγγελματίες της ιδεολογίας αποδείχθηκαν κατώτεροι της ιστορικής συγκυρίας, ούτε η Ιστορία τελειώνει με αυτούς ούτε η Αριστερά, δηλαδή το όραμα για μια κοινωνία πιο δίκαιη και λιγότερο βίαιη, για τα δικαιώματα των πολλών απέναντι στην αυθαιρεσία των λίγων, είναι ανεπίκαιρη και εξωπραγματική» (Μάνος Στεφανίδης, «Η ζωγραφική σαν θέατρο του κόσμου»).
«Ουτοπία δεν είναι ιδεαλισμός. Αφού εργασία, κανονικοί μισθοί, συντάξεις, περίθαλψη, στέγαση και παιδεία δεν πρόκειται να γίνουν με τον τρόπο που ζούμε, το κλειδί της αλλαγής βρίσκεται στις μικρές κοινότητες του μέλλοντος, που θα σχηματιστούν από ανθρώπους που θέλουν να κάνουν πραγματικότητα την ουτοπία» (Κατζουράκης στην Ιφιγένεια Καλαντζή, «Δρόμος της Αριστεράς», φύλλο 384, 2/12/2017).
«Ο Κυριάκος Κατζουράκης, κινηματογραφιστής, σκηνογράφος, συγγραφέας και ζωγράφος, υποσκάπτει τα θεμέλια του συστήματος που του (μας) είναι αποκρουστικό. Παρατηρώντας τα έργα του στο Μέγαρο Εϋνάρδου, απέναντι από το Εθνικό Θέατρο, μου δίνει την εντύπωση ότι είναι τόσο βαθιά η πεποίθησή του ότι η τέχνη λυγίζει σίδερα, που με μεγάλη φαντασία και δύναμη οδηγεί τη δική του έκφραση στα άκρα. Όχι μόνο δεν απομακρύνεται από την πραγματικότητα, αλλά βυθίζεται μέσα της και ανασύρει εκείνα τα κομμάτια της που προέρχονται από έναν θρυμματισμένο από τις εξουσίες και τις απάνθρωπες συμβάσεις κόσμο. Ο Κατζουράκης δεν είναι παίξε-γέλασε. Και δεν αφήνει το ταλέντο του να χαραμίζεται χαριτολογώντας με τους απέναντι. Ούτε, όμως, αφήνει το ταλέντο του να εξοκείλει σε ηλιόλουστες αμμουδιές ανεμελιάς. Διεκδικεί, δεν ακολουθεί και δεν ωραιοποιεί» (Στέλιος Ελληνιάδης, «Περίπτερο Ιδεών – Δρόμος Της Αριστεράς», φύλλο 455, 18/5/2019).
Σχεδόν τέλειος
Δεν βάζω ούτε μία πινελιά αν εκείνη τη στιγμή δεν πιστεύω ότι θα αλλάξει τον κόσμο.
(Κ.Κ.)
Αν η ανιδιοτέλεια, η συνέπεια, η μαχητικότητα, η λαϊκότητα, η αντιστοιχία λόγων και έργων, η παιδεία, η γνώση της ιστορίας, η σύνδεση με την παράδοση, η χωροθέτηση της ταυτότητας μέσα από την τέχνη, η εντοπιότητα αλλά κι ο διεθνισμός και κοσμοπολιτισμός, η πάλη και η αντοχή, οι ευγενείς στόχοι, είναι χαρακτηριστικά ενός ολοκληρωμένου, ανοιχτόμυαλου, μορφωμένου, ακούραστου, καθαρού, ταλαντούχου και ασυμβίβαστου αριστερού πολίτη, αυτός ο τιμητικός τίτλος, που καταπατήθηκε κατά κόρον στις μέρες μας, δίκαια και ανεπιφύλακτα ανήκει στον Κυριάκο Κατζουράκη. Δεν μιλάω για τελειότητα που δεν μπορεί να την απαιτεί κανείς από κανέναν, αλλά για την καθολική τάση του Κυριάκου για το ανώτερο και ευγενέστερο, η οποία από την εμμονή, τη σταθερότητα και τη φυσικότητα που τη χαρακτηρίζει μοιάζει σαν να είναι έμφυτη. Αυτή η συνειδητή επιδίωξη και εξυπηρέτηση του καλού και αγαθού σκοπού προς όφελος όλων των αδικημένων και αναξιοπαθούντων από το άνισο και διεφθαρμένο σύστημα, όλων των μαχόμενων και διωκόμενων για τις ιδέες και τις αξίες, τις πανανθρώπινες, των ονειροπόλων, οραματιστών και ουτοπιστών. Αυτός ο διαρκής αγώνας κόντρα στην κακογουστιά και την κοινωνική αναισθησία. Αυτό το πάθος για την όσο το δυνατό πιο ενεργητική συμμετοχή στη ζωή με νόημα!
Δεν κάναμε παρέα με τον Κατζουράκη. Τον συναντούσα συχνά σε συνάξεις και σε εκδηλώσεις. Τον παρακολουθούσα, όμως, μέσα από τα ευδιάκριτα ίχνη του, τις ζωγραφιές του, τα γραφτά του, τις ταινίες του, τις επιλογές του. Μάθαινα από τη συνεχή του προσπάθεια να εξηγεί αυτό που ο ίδιος μαθαίνει. Ο Τσαρούχης κι ο Μόραλης δεν ήταν οι μόνοι σπουδαίοι δάσκαλοι που τον είχαν πλανέψει. Πήγαινα στις εκθέσεις των έργων του, χαιρετιόμασταν, ανταλλάσσαμε με οικειότητα απόψεις και φωτογράφιζα τους πίνακες για να συνδεθώ περισσότερο μαζί τους. Τον έβλεπα δυνατό, όπως είναι τα έργα του, και γυμνό που δεν κρύβεται, όπως οι ζωγραφισμένες γυναίκες του. Και ευχόμουν ποτέ να μην ενδώσει, να μην υποχωρήσει, να μην αρχίσει τις εκπτώσεις και τους συμβιβασμούς με τους οποίους πολλοί από τους κοινούς μας γνωστούς και συντρόφους ξέπεσαν τόσο πολύ στα μάτια μας. Και, τώρα, του είμαι ευγνώμων που κράτησε το σθένος και την ακεραιότητά του μέχρι την τελευταία πινελιά της ζωής του.
(Στέλιος Ελληνιάδης, «Στο Κόκκινο 105,5», 31/10/2021)
Τάξη στο χάος;
Πώς να μιλήσεις για τη σύγχρονη ελληνικότητα σε μια χώρα που πωλείται;
(Κ.Κ.)
Αθώο όνειρο και ένοχη πραγματικότητα
Γεννήθηκα το 1944 στα τέλη του πολέμου και πριν τον εμφύλιο. Η μητέρα μου πέθανε το 1950. Ο πατέρας μου, πρόεδρος Πρωτοδικών τότε και δικηγόρος αργότερα, ανεπιθύμητος από τους γονείς της ως αριστερός, μετά τον θάνατό της, απλούστατα διαλύθηκε. Τη δίδυμη αδερφή μου τη Μαρία κι εμένα μας έδιωξαν μέσα στο καταχείμωνο. Τρία ατελείωτα χρόνια σε ορφανοτροφείο ακόμα κυνηγάνε την αυτοεκτίμησή μου. Για χρόνια μας έκρυβαν οι συγγενείς το θάνατο της μητέρας μας (ήταν, λέει, στην Αμερική για θεραπεία). Και για πολλά χρόνια δεν λυτρωθήκαμε πενθώντας η αδερφή μου κι εγώ. Διπλή ορφάνια, με απόντα πατέρα. Δεν θυμάμαι πόσος καιρός πέρασε για να μάθουμε το θάνατό της, πρέπει να ήμασταν έντεκα χρονών. Τρία χρόνια στα ιδρύματα χρειάστηκαν για να με μετατρέψουν βίαια από αριστερόχειρα σε κακονικόχειρα.
Ως τα δεκαέξι μου, ζούσα σ’ ένα σπίτι δεξιόστροφο με μυθοποιημένο μέσα μου τον αριστερό πατέρα-φάντασμα. Έβγαζα το άχτι μου στη γειτονιά παίζοντας στους χωματόδρομους της πλατείας Κολιάτσου, σκαρφάλωνα μάντρες, έσπαγα χέρια, γόνατα, πατούσα πυρωμένα καρφιά στις φωτιές τ’ Άι-Γιάννη, τσάκισα τ’ αυτί μου, το κεφάλι μου, σκαρφάλωνα στις μάντρες με τα γυαλιά στις κορφές, και κάποιες φορές ζωγράφιζα. Θυμάμαι που απομονωνόμουν και ξεπατίκωνα τον Βαν Γκογκ και τον Μουνκ. Ξεπατίκωνα όποια δραματική εικόνα ανακάλυπτα στις βιβλιοθήκες του σπιτιού. Εκεί, στα ιστορικά βιβλία της «αρχαιότητας», είδα και για πρώτη φορά γυμνά. Θυμάμαι έβλεπα την Αφροδίτη οκλάζουσα και κοκκίνιζα – αυτά τα βιβλία τα νόμιζα απαγορευμένα σαν το περιοδικό Χτυποκάρδι…
Δυσκολίες
Προσπαθώ να περιγράψω φοβίες που ένιωσα στα παιδικά μου χρόνια και δεν είναι απλό. Η απομόνωση, η περιθωριοποίηση, η απουσία συλλογικής έρευνας, ο ατομισμός, η σχετικότητα των αξιών, όλα έχουν πλέον θρονιάσει στην ψυχή μας. Η ζωγραφική απαξιώνεται, και το χάσμα του πλούτου και της φτώχιας, στο χώρο μας, έχει πάρει διαστάσεις χρηματιστηρίου. Ένας πίνακας του Λούσιαν Φρόιντ πουλήθηκε 23.000.000 ευρώ, σήμερα που ένας νέος καλλιτέχνης δεν επιβιώνει με τη ζωγραφική του.
Σαφώς υπάρχουν θεσμοί που υπηρετούν την τέχνη με κρατικά κονδύλια. Και σαφώς οι καλλιτέχνες, ακόμη κι όταν χρηματοδοτούνται, οφείλουν να αμφισβητούν τα κακώς κείμενα και στο κράτος και στους θεσμούς. Δεν πρόκειται για αντίφαση αλλά για υγεία.
Η αμφισβήτηση είναι καθήκον του καλλιτέχνη και του διανοούμενου, όσο κι αν τον κατατάσσει στα «κακά παιδιά» και δυσκολεύει την ήδη δεινή θέση του. Γιατί βρίσκεται σε πολύ δεινή θέση. Οι θεσμοί κάθε είδους είναι ένα ασφυκτικό πλαίσιο, και χρειάζεται να μοιράζει κανείς το χρόνο του σωστά, ώστε και να δουλεύει εντατικά και να προσπαθεί να διορθώνει τους θεσμούς.
Οι μεγάλες δυσκολίες είναι: η αδράνεια, η παράδοση στον αντίπαλο, η ολιγωρία, η δυσκαμψία του νου, η ευκολία, η ημιμάθεια, η έλλειψη τεχνικής κατάρτισης, η παθητικότητα μπροστά στα προσωπικά αδιέξοδα, η ξενοφοβία, το αίσθημα προδοσίας, ο πανικός της φτώχιας, οι απειλές πολέμου, η διάρρηξη του κοινωνικού ιστού, η αβεβαιότητα για το μέλλον, ο ευτελισμός της καθημερινής ζωής. Και μια ακόμη, που τη θεωρώ ίσως τη σημαντικότερη: η σχετικότητα των αξιών, που μας κάνει να μην παλεύουμε για όσα πιστεύουμε.
Η ασάφεια
Καμιά φορά κάθεσαι να ζωγραφίσεις, να γράψεις με μόνο κίνητρο την ανάγκη να διαμαρτυρηθείς για την ασχήμια του κόσμου. Δεν έχεις μέσα σου τίποτ’ άλλο, παρά απέχθεια για όποιους ευθύνονται. Και αισθάνεσαι τη ματαιότητα της καθαρής φόρμας και την ασημαντότητα της εργασίας σου. Δεν ξέρω πως βγαίνει κάποιος απ’ αυτή την αδράνεια που σε καθηλώνει στον μικρόκοσμό σου. Τα βλέπεις όλα σχετικά και η εικόνα του κόσμου γίνεται θολή και ασαφής. Είναι πολύ εύκολο να πάθεις το χειρότερο: να μαραζώνεις με το φθόνο αγκαλιά, και η αδράνεια σου να μεταμορφώνεται σε εμπάθεια εναντίον ακόμα και του εαυτού σου, και να φτάσεις να περιφρονείς όσα, με πολύ κόπο, κατάφερες να έχεις όπλα σου. Είναι αδύνατον να αναδυθείς για να δεις καθαρά τι πρέπει να κάνεις. Βουλιάζεις σ’ έναν πυθμένα κατοικημένο από απελπισμένους. Ίσως όμως τότε μπορέσεις να δεις αυτά που μάντευες πως υπάρχουν εκεί…
Εμπάθεια
Στα χρόνια που ζούμε αποκαλείται παγκοσμιοποίηση –η διαστροφή του διεθνισμού. Η παγκοσμιοποίηση ομογενοποιεί τους πολιτισμούς. Όσους αντιστέκονται απλώς τους εξοντώνει. Σ’ ένα τόσο εχθρικό περιβάλλον, ο καλλιτέχνης παλεύει να συνδέσει την εθνική του συνείδηση με το διεθνιστικό όραμα που ενώνει χωρίς να ισοπεδώνει. Και όταν λέω «εθνική συνείδηση», εννοώ συνείδηση της ιστορίας του τόπου και τη σύνδεσή της με το παρόν, τίποτα περισσότερο.
(Κυριάκος Κατζουράκης, αποσπάσματα από το βιβλίο «Τάξη στο Χάος», εκδ. Καλειδοσκόπιο, 2013)
Η Γκουέρνικα του Κυριάκου
Ο ίδιος ο τρόπος που ζωγραφίζει ο Πικάσο δείχνει ότι όταν υπάρχει φυσικότητα στη σχέση του καλλιτέχνη με τον περίγυρό του, εκεί δεν μπαίνουν κανόνες που να οριοθετούν τόπο, αντίληψη ή πολιτισμικές διαφορές. Σ’ αυτό το σημείο εγώ εντοπίζω τον διεθνισμό της ελληνικότητας. Σήμερα λοιπόν, που αναβιώνουν οι εθνικισμοί, πρέπει να ξαναδούμε, να ξαναανακαλύψουμε το δικό μας στίγμα, αυτό που μας διαφοροποιεί πολιτισμικά και ταυτόχρονα μας ενώνει με τις άλλες κουλτούρες και πολιτισμούς. Για παράδειγμα, ο Πικάσο με την Γκουέρνικα διατυπώνοντας την διαμαρτυρία του για τον φασισμό δίνει ένα έργο που εμπεριέχει την ισπανικότητα και μαζί μια διεθνικότητα. Και το ενδιαφέρον είναι ότι το κατορθώνει αυτό με την τόλμη, το θάρρος και το θράσος της παιδικής ματιάς που δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. […] Η Γκουέρνικα είναι η εικόνα της τραγωδίας. Και η συνομιλία της με τη σημερινή εικόνα της παρακμής ήταν η μεγάλη δυσκολία. Αλλά το τόλμησα. Μπροστά έβαλα εικόνες της αδιαφορίας, της λαγνείας, της θυματοποίησης, της απουσίας ελπίδας και τα στοιχεία που απειλούν την ιστορική μνήμη που αποπνέει η Γκουέρνικα. Η μόνη φωτεινή εικόνα είναι ο φαντάρος δεξιά με το τατουάζ του Πικάσο στο μπράτσο του, που θα συνεχίσει το έργο, έξω από αυτό. […] Ο καλλιτέχνης σήμερα πιστεύει ότι είναι ανεξέλεγκτος και ελεύθερος να πειραματίζεται. Όμως δεν είναι έτσι. Όταν η ματιά του θεωρηθεί δυσάρεστη, περιθωριοποιείται εντέχνως. […] Εγώ αντιπροτείνω τη ζωγραφική, την ποίηση, τη μουσική, τη χειροποίητη τέχνη. Οι νέες τεχνολογίες είναι πολύτιμες στην ιατρική επιστήμη, στην επιστημονική έρευνα, στη διευθέτηση γραφειοκρατικών θεσμών. Το ζήτημα είναι εκτός ελέγχου πλέον, ήδη οι καλλιτέχνες πειραματίζονται με τις νέες τεχνολογίες συνεχώς, ίσως να απολαμβάνουν τη φαινομενική ελευθερία τους
(Συνέντευξη στην Πόλυ Κρημνιώτη, «Αυγή», 13/5/2019)
Η παραίτηση του Κυριάκου
Είμαι μέλος του Δ.Σ. του Μουσείου της Ακρόπολης και μιλάω για τα έργα που ξεκίνησε το ΥΠΠΟΑ πάνω στο βράχο, όχι ως ειδικός αλλά ως πολίτης με μακρά θητεία στο χώρο του πολιτισμού.
Προσπαθώ να περιγράψω τη θλίψη μου για την κακομεταχείριση της κοινής μνήμης μας και την απαξίωση κάποιων βασικών αρχών που κάποτε ούτε καν χρειαζόντουσαν λόγια για να κοινοποιηθούν, ήταν κοινωνικά αυτονόητα. Όπως η αίσθηση της ιστορίας και των παθών του λαού που ζωντάνευαν πάνω στον κακοτράχαλο βράχο – στα μάτια μου ιερός ως φορέας μνήμης και φορέας πολιτισμού – που η προσοχή μας στο δύσκολο βάδισμα πάνω στις πέτρες του, μας οδηγούσε στην κυριολεξία να σκύβουμε με προσοχή, να γινόμαστε ένα με τη δυσκολία του. Κι αυτό μας αναβάθμιζε σε κατ’ ουσία ερευνητές της ιστορίας των 2500 χρόνων του, γιατί δεν είναι μόνον οι ναοί του, οι Καρυάτιδες, τα αγάλματα, το θαύμα της «μη γεωμετρίας» του Παρθενώνα με τις οπτικές διορθώσεις. Είναι και η αντίσταση κατά της γερμανικής κατοχής, η σημαία του Σάντα και του Γλέζου, το τζαμί, ο βίαιος εκχριστιανισμός του, η ασεβής στάση των Άγγλων που το χρησιμοποίησαν σαν οχυρό, ο βομβαρδισμός του Μοροζίνι, οι μύθοι και η μυθοπλασία του, ο ενεργητικός ρεμβασμός των ερωτευμένων, η ληστεία του Ελγίνου, η ηρεμία που αποπνέει όταν σταθείς και κοιτάξεις τη θάλασσα χωρίς βιασύνη, χωρίς να σε εγκαλεί το καθήκον.
Τώρα πια το μέλλον είναι ακριβώς όπως το λέει ο Γκάτσος:
Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.
Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο
τώρα πετάνε αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούργιο παν να δουν διυλιστήριο.
Τώρα οι απερισκεψίες του ΥΠΠΟΑ συσσωρεύονται αβάσταχτα. Ανάπτυξη, ανάπτυξη: Ο σταθμός Βενιζέλου, η πυρκαγιά στις Μυκήνες, η 50χρονη «ενοικίαση» αρχαιολογικού πλούτου, η περιφρόνηση των καλλιτεχνών, οι απ’ ευθείας αναθέσεις άνευ διαγωνισμών και ελέγχου, οι απίστευτες προτάσεις για ανεμογεννήτριες στους Δελφούς και στις αγιασμένες Κυκλάδες, η άγνοια του αισθητικού πλούτου των κορυφογραμμών, οι Δεσμώτες του Φαλήρου, η Ακρόπολη τώρα. Όλα δείχνουν το ποίημα του Γκάτσου ως προφητικό…
(Απόσπασμα από την επιστολή παραίτησης του Κυριάκου Κατζουράκη από το Δ.Σ. του Μουσείου της Ακρόπολης, Δεκ. 2020)
Για την απώλεια του Κυριάκου
Δείτε τα 400 έργα ζωγραφικής στο site του, simatakapnou.art, δείτε τις ταινίες του, τα κείμενά του, καμαρώστε έναν σπουδαίο καλλιτέχνη και έναν αιώνιο έφηβο ακτιβιστή, έναν λάτρη της χώρας του και έναν ποιητή που έσκυψε πάνω στον πόνο, την νόσο και την αδικία της εποχής του, φτιάχνοντας έργα απίστευτης ομορφιάς και απίστευτης ζωγραφικής τόλμης. Που δεν χαμπάριαζε τίποτα, που πουλούσε τα έργα του φτηνά για να μπαίνουν σε πολλά σπίτια και όχι μόνο σε σπίτια ευκατάστατων ανθρώπων. Σε κάποια άλλη χώρα, πιθανόν η εκτυφλωτική ομορφιά των έργων του να είχε εκτιμηθεί όσο ζούσε. Αυτό εδώ δεν επετεύχθη. Θα γίνει προσπάθεια από δω και πέρα, από μένα όσο είμαι ακόμα εν ζωή, από τον γιο του τον Άρη και από τους φίλους του…
Κάτια Γέρου (facebook, 22/10/2021)
Στο καλό αγαπημένε μας Κυριάκο Κατζουράκη, φίλε μας ακριβέ. Θα μείνεις ως ένας από τους πιο συνεπείς, τους πιο ουσιαστικούς, τους πιο αφοσιωμένους στις ιδέες και στις αρχές του, ζωγράφος μοναδικός στην υπηρεσία της περιπέτειας του ανθρώπου, γνώστης βαθύς της γραμμής και του χρώματος, του σχήματος και της σκιάς, του Λόγου και του Μύθου, συνομιλητής με όλα τα πιο καλά και αγαθά κουβαλεί μέσα του και οδοιπορεί ο άνθρωπος.
Μάρω Δούκα (facebook, 22/10/2021)
Μια τεράστια απώλεια για τους ανθρώπους που ξέρουν ν’ αγαπούν και να αγωνίζονται για εκείνα και για εκείνους που αγαπούν, όπως η Κάτια Γέρου, και μία τεράστια απώλεια για όλον τον καλλιτεχνικό, αλλά και τον πολιτικό κόσμο, αφού ήταν από τους σπουδαιότερους εικαστικούς καλλιτέχνες που τολμούσαν από όποια θέση και να βρίσκονταν να λένε τη γνώμη τους και να αγωνίζονται για το δίκαιο στη ζωή και στην τέχνη στην Ελλάδα και στον κόσμο ολόκληρο. Έφυγε ο Κυριάκος Κατζουράκης, ο υπέροχος ζωγράφος, κινηματογραφιστής, φίλος, συναγωνιστής, αλλά και γείτονάς μου.
Μάνια Παπαδημητρίου (facebook, 22/10/2021)
Η συνάντησή του με τον Τσαρούχη, τον Βελάσκεθ, τον Θεόφιλο, τον Πικάσο, τον ρεαλισμό της γενιάς του ’30, τις σύγχρονες πρωτοπορίες, απέδιδε πάντα τους γόνιμους καρπούς μιας ανήσυχης γνώσης που ζητούσε αποδομώντας να αναδομήσει την εικαστική παράδοση σε νέες συνθετικές εικόνες, στα μέτρα όμως του δικού του εικαστικού φάσματος. Ζητούσε να συμπεριλάβει συμφιλιωτικά στις εικόνες του, μέσα από ένα πολυμορφικό σύστημα αναφορών, όλες τις μνήμες της ιδιωτικής του, αλλά και της δημόσιας Ιστορίας. Να χρωματίσει τους λευκούς καμβάδες με τις αγάπες, τις αγωνίες, τις παραδοχές, τους κρυμμένους πόθους, τις αδυναμίες, τις εμμονές γύρω από την τέχνη και τη ζωή του, ψάχνοντας για την αλήθεια ενός κόσμου σύγχρονου, φορτωμένου με τα βαρίδια και τα τραύματα του ιστορικού παρόντος, αλλά και του ιστορικού παρελθόντος του. Η τέχνη του Κυριάκου Κατζουράκη, ζυγίζοντας την κριτική με την κατάφαση, τα τρυφερά ή βίαια όνειρα με τον αδρό ρεαλισμό, τις υπερρεαλιστικές μνήμες με τον πεζό και καθημερινό λόγο, την ωμότητα με τον λυρισμό, την ποιητικότητα με την πολιτική στράτευση, αποτελεί μια εικαστική μαρτυρία ενός πολυδιασπασμένου, αλλά εν τούτοις στιβαρού, δομημένου εσωτερικά, αισθαντικού κόσμου βαθιά ανθρώπινου.
Γιάννης Ψυχοπαίδης («Εφημερίδα των Συντακτών», 26/10/2021)
Ήξερες ότι τα πράγματα, όπως οι σπόροι, τα έμβρυα, τα ορυκτά ωριμάζουν μέσα στη σιωπή. Ήξερες ότι δίπλα στην ορμή της χειρονομίας η υπομονή είναι απαραίτητη στη δημιουργία. Ήξερες ότι η αναζήτηση μιας άλλης πραγματικότητας που την έχει ανάγκη η Ελλάδα και ο κόσμος, ωριμάζει μέσα στο ιερό άγγιγμα των πραγμάτων. Όλα, λέξεις, ιδέες, πράξεις, δεν υπάρχουν χωρίς το άγγιγμα αυτό. Η απουσία σου ένα κενό. Το άγγιγμά σου όμως θα είναι πάντα εδώ. Στο έργο σου.
Πέπη Ρηγοπούλου («Εφημερίδα των Συντακτών», 27/10/2021)