Γράφει ο Ευάγγελος Ι. Τζάνος*
Ανέκαθεν θεωρούσα το έργο του Φραντς Κάφκα (1883-1924) ως την πεμπτουσία της πεζογραφίας. Σε μία από τις αναγνώσεις της Μεταμόρφωσης, από αυτές που κάνω κατά καιρούς, εστίασα στους παραγόμενους ήχους, τους προερχόμενους είτε από τους ανθρώπους είτε από τα πράγματα. Αποτέλεσμα; Διάβασα τη Μεταμόρφωση σαν ένα άρτιο συμφωνικό έργο με αναπτυγμένα τα μέρη του πλήρως.
Το ζητούμενο στο διαμέρισμα της οικογένειας Σάμσα μοιάζει να είναι η ησυχία – η προέκταση της σπιτικής τάξης. Ή της αταραξίας. Αυτήν έχει προσβάλει, κυρίως, ο Γκρέγκορ με τη μεταμόρφωσή του (ερμηνεύω εδώ τη μεταμόρφωση ως αποκάλυψη και διαπόμπευση). Τον ίδιο τον συναντάμε μεταμορφωμένο ένα πρωινό στο ήσυχο δωμάτιό του. Αργοπορημένος, ελπίζει ότι η απόλυτη ησυχία, η απόλυτη γαλήνη θα επενεργήσει θαυματουργικά στα νέα δεδομένα, επαναφέροντας τα πράγματα στην προηγούμενη θέση τους. Ενδεικτικός είναι και ο λόγος απόλυσης, όταν όλα έχουν τελειώσει πια, της νεοφερμένης παραδουλεύτρας: έχει ταράξει την οικογενειακή ηρεμία που με τόσο κόπο κατάφεραν να ξαναβρούν.
Ωστόσο, τον χειμώνα εκείνο –από τις παραμονές των Χριστουγέννων μέχρι τα τέλη του Μαρτίου– η ησυχία δεν σημαίνει μόνο σπιτική γαλήνη. Μπροστά στη συμφορά η οικογένεια αντιδρά τώρα με «νεκρική ησυχία», συχνά μέσα στο σπίτι δεν ακούγεται άχνα. Μητέρα και κόρη στο καθημερινό δωμάτιο επιβάλλουν μεταξύ τους ησυχία· ο πατέρας δεν διαβάζει φωναχτά πλέον την εφημερίδα του. Επικρατεί μια ησυχία που προέρχεται από τον φόβο. Ο Γκρέγκορ αναρωτιέται τι θα συμβεί αν ακόμη κι αυτή η ησυχία πάψει να υπάρχει, και στήνει αυτί για να ακούσει τις χαμηλόφωνες συζητήσεις του πατέρα του, της μητέρας του και της Γκρέτε. Εκείνοι, για να κάνουν όσο γίνεται λιγότερο θόρυβο, απέκτησαν τη συνήθεια να περπατάνε στις μύτες των ποδιών τους. Έτσι, πηγαίνουν ακροπατώντας για ύπνο. Το ίδιο κάνει και η Γκρέτε μπαίνοντας στο δωμάτιο του Γκρέγκορ, κινείται σαν να επισκέπτεται, διαβάζουμε, άρρωστο ή κάποιον ξένο. Για τους δικούς τους λόγους, περπατούν στις μύτες των ποδιών και οι νοικάρηδες όταν ακούνε την Γκρέτε στο διπλανό δωμάτιο να παίζει βιολί.
Ανέκαθεν θεωρούσα το έργο του Φραντς Κάφκα ως την πεμπτουσία της πεζογραφίας. Διάβασα τη «Μεταμόρφωση» σαν ένα άρτιο συμφωνικό έργο με αναπτυγμένα τα μέρη του πλήρως.
Στο διαμέρισμα εισβάλλει κάθε τόσο ο ήχος της βροχής. Πρόκειται για τον έναν από τους δύο ήχους που έρχονται απέξω, ο άλλος προέρχεται από το ρολόι του πύργου, υποθέτω ότι θα ακούγονται τα πιο πολλά από τα χτυπήματά του στις ολόκληρες ώρες τραβώντας την προσοχή της οικογένειας Σάμσα. Από το πρώτο κιόλας πρωινό ο Γκρέγκορ είναι σαν να ακούει τη βροχή να χτυπάει στο παράθυρο. Αυτό τον κάνει να μελαγχολεί. Λίγη ώρα μετά πέφτουν χοντρές σταγόνες βροχής και σκάνε με πάταγο στο έδαφος ή στα παράθυρα. Κάποια άλλα χαράματα η δυνατή μπόρα προμηνύει την άνοιξη, και πάλι ο θόρυβός της μπαίνει από τα κλειστά παράθυρα.
Μέσα στο διαμέρισμα των Σάμσα δελεάζουν εκ προοιμίου τον αναγνώστη οι ομιλίες. Η φωνή των ανθρώπων έχει προσαρμοστεί έτσι ώστε να μην ξεπερνά τα όρια του δωματίου. Ωστόσο, κάποτε, κατά την ιδιοσυγκρασία του καθενός, γίνεται έντονη, φτάνει και στο διπλανό δωμάτιο. Πότε πότε ακούγονται ουρλιαχτά, χωρίς κανείς τώρα να νοιάζεται για την ποθητή ησυχία. Στη διακύμανση αυτή ο πιο παράξενος ήχος είναι αυτός της φωνής του Γκρέγκορ, πρόκειται για ένα φρικιαστικό τσίριγμα. Μάταια ο Γκρέγκορ προσπαθεί να καθαρίσει τον λαιμό του, η φωνή του εξακολουθεί να προξενεί απέχθεια. Τρομακτικότερη γίνεται όταν τσιρίζει δυνατά από θυμό, είναι η αντίδρασή του στους τσακωμούς της οικογένειας. Παρεμπιπτόντως, εκείνοι, με τον παραμικρό θόρυβο που ακούνε από το δωμάτιό του, παύουν τις ομιλίες τους ακαριαία.
Η βαθιά φωνή του πατέρα είναι κυρίαρχη στο διαμέρισμα, η έντασή της αυξομειώνεται κατά την περίσταση, το χρώμα της αλλάζει. Ο πατέρας προσπαθεί να ξυπνήσει τον Γκρέγκορ το πρώτο πρωινό αυστηρά, αλλά ήπια, συμμετέχει χαμηλόφωνα στις συζητήσεις της οικογένειας στο καθημερινό δωμάτιο, όταν, για παράδειγμα, θέλει να πληροφορηθεί από την Γκρέτε τι συμβαίνει στο δωμάτιο του Γκρέγκορ, ωστόσο η φωνή του γίνεται διαπεραστική όταν πρόκειται να αντιμετωπίσει τον γιο του. Έτσι, ακούμε εκείνο το συριστικό «Σσσς!» που κάνει στην προσπάθειά του να αναγκάσει τον Γκρέγκορ να επιστρέψει στο δωμάτιό του και παρακολουθούμε το φέρσιμό του καθώς «λιθοβολεί» τον Γκρέγκορ με τα μήλα. Νομίζει ότι είναι ένας ασφαλής τρόπος για να επιβληθεί η γαλήνη.
Αντίθετα, το ξέσπασμα της ασθματικής μητέρας ακούγεται όταν ζητεί να δει μετά από τόσες μέρες το παιδί της. Συνήθως η φωνή της είναι γλυκιά, απαλή, διακριτική, έτσι διστακτική ακούγεται στο πρώτο πρωινό· άλλοτε ψιθυρίζει αβρά λόγια στον άνδρα της, προτρέποντάς τον να πλαγιάσει. Κάποτε ακούγονται απλώς οι ανάσες της ή ένας βήχας. Η μητέρα ξεφωνίζει μονάχα τις ώρες που πανικοβάλλεται. Τέτοιες ώρες δεν καταφεύγει στον παραληρηματικό λόγο, αλλά μάλλον βγάζει πνοές που ξοδεύουν όλη της την ενέργεια και την αφήνουν λιπόθυμη.
Το ζητούμενο στο διαμέρισμα της οικογένειας Σάμσα μοιάζει να είναι, κυρίως, η ησυχία – η προέκταση της σπιτικής τάξης. Ή της αταραξίας. Αυτήν έχει προσβάλει ο Γκρέγκορ με τη μεταμόρφωσή του.
Η Γκρέτε αντιγράφει αμφότερους τους γονείς της. Από τη μητέρα της έχει μάθει να ψιθυρίζει, έτσι, το πρώτο πρωινό ρωτά τον Γκρέγκορ συναισθηματικά αν είναι καλά στην υγεία του. Είναι η ίδια που θα του υψώσει τη φωνή της, όπως θα υψώσει και τη γροθιά της τάχα ότι θα τον συντρίψει. Σημειώνω ότι σ’ αυτήν δόθηκε η πρωτοβουλία να φωνάξει στους γονείς της ότι πρέπει να απαλλαγούν από τον Γκρέγκορ, τώρα ο ήχος της φωνής της παραπέμπει στην πατρική διάθεση.
Από τις υπόλοιπες ανθρώπινες φωνές ξεχωρίζουν οι δύο αντιδράσεις του προϊσταμένου: Το «Ω!» που μοιάζει, διαβάζουμε, με φύσημα αέρα, καθώς αντικρίζει τον Γκρέγκορ, και το «Πουφ!» που κάνει καθώς φεύγει από το διαμέρισμα αηδιασμένος. Σε χαμηλότερη οκτάβα, οι τρεις νοικάρηδες τρώνε αμίλητοι, αλλά δεν διστάζουν να μουρμουρίσουν, δείχνοντας έτσι τη δυσαρέσκειά τους για τον ήχο του βιολιού που ακούν. Η Γκρέτε παίζει γι’ αυτούς ενοχλητικά. Ακόμη και όταν ανακοινώνουν ότι θα ξενοικιάσουν το δωμάτιο, δεν ανεβάζουν τον τόνο της φωνής τους. Εκείνη που δεν νοιάζεται για το πόση φασαρία θα κάνει είναι η παραδουλεύτρα. Ούτε το σκέφτεται να βάλει, όταν χρειαστεί, τις φωνές. Έτσι, μιλάει στον Γκρέγκορ φιλικά, όπως η ίδια το εννοεί, αλλά όταν αντιληφθεί ότι εκείνος είναι νεκρός, πρώτα τσιρίζει και μετά ουρλιάζει καλώντας την οικογένεια να τρέξουν να τον δουν «ψόφιο».
Οι άνθρωποι του διαμερίσματος θορυβούν με τα κορμιά τους με ποικίλους τρόπους· τα δόντια των νοικάρηδων τρίζουν καθώς μασάνε την τροφή τους· η Γκρέτε αναστενάζει όταν βρίσκεται στο δωμάτιο του Γκρέγκορ – εδώ ακούμε καθαρά και τις παρακλήσεις της προς τους αγίους· ο πατέρας χτυπάει παλαμάκια για να έρθει η καμαριέρα ή κλαίει γοερά σκεπάζοντας με τα χέρια τα μάτια αρνούμενος να αποδεχτεί τη μεταμόρφωση του γιου του. Με κλάμα αντιδρά και η Γκρέτε το πρώτο πρωινό, ώσπου ακούμε το άγριο κλάμα της καθώς βλέπει το δωμάτιο του Γκρέγκορ αλλαγμένο από τα χέρια της μητέρας της. Το μόνο χάχανο που ακούγεται τόσον καιρό είναι της παραδουλεύτρας, παράταιρο σαν την ίδια, καθώς αναγγέλλει περιχαρής ότι ξεφορτώθηκε το πτώμα του Γκρέγκορ.
Χέρια και πόδια βγάζουν τους δικούς τους ήχους: η μητέρα προτού πέσει γι’ άλλη μια φορά λιπόθυμη, χτυπάει τα χέρια της και η Γκρέτε, βουτηγμένη σε λυγμούς, χτυπά με κοφτές γροθιές το τραπέζι δείχνοντας τον θυμό της προς τη μητέρα της που εισέβαλε στο δωμάτιο του Γκρέγκορ. Ο ένας από τους τρεις νοικάρηδες χτυπάει δυνατά το πόδι του στο πάτωμα για να υποτάξει την οικογένεια των Σάμσα· ακόμη πιο βίαια το κάνει ο πατέρας, χτυπά το πόδι του για να φοβίσει τον Γκρέγκορ και να τον στείλει στο δωμάτιό του. Βέβαια, δυνατό θόρυβο κάνει και ο Γκρέγκορ, άλλοτε ακούγεται ένας υπόκωφος γδούπος καθώς πέφτει από το κρεβάτι του στο χαλί, όμως άλλοτε σκάει παταγωδώς επίτηδες από το ταβάνι στο πάτωμα διασκεδάζοντάς το.
Λίγο προτού μπει τελεία και παύλα, η σπιτική τάξη και η ησυχία έχουν αποκατασταθεί. Ο πατέρας, η μητέρα και η Γκρέτε απολαμβάνουν και πάλι τη γαλήνη και την ηρεμία.
Επιπλέον: Το ξυπνητήρι χτυπά λιγότερο ή περισσότερο αφυπνιστικά και κάθε φορά που χτυπά τρυπάει τα αυτιά του Γκρέγκορ· οι λουστρινένιες μπότες του προϊσταμένου τρίζουν· οι φούστες της Γκρέτε και της καμαριέρας, της Άννας, θροΐζουν, όταν ο πατέρας τις στέλνει να φέρουν τον γιατρό και τον κλειδαρά, όπως θροΐζουν τα φύλλα της εφημερίδας όταν σχηματίζεται ρεύμα από το ανοιχτό παράθυρο· ακούγεται ο οξύς ήχος της κλειδαριάς· ο θόρυβος της αναποδογυρισμένης στο τραπέζι καφετιέρας. Ακόμη, καινούργιοι ήχοι ακούγονται όταν ένα μπουκαλάκι σκάει στο πάτωμα ή όταν το βιολί της Γκρέτε πέφτει από τα πόδια της μητέρας, επίσης μια νότα αντηχεί.
Μεγάλη φασαρία κάνει και το νερό, μπόλικοι κουβάδες, όταν η μητέρα αποφασίζει απερίσκεπτα να καθαρίσει το δωμάτιο του Γκρέγκορ, ή όταν μητέρα και αδελφή βγάζουν τα έπιπλα από το δωμάτιό του, ώστε να δοθεί περισσότερος χώρος στον Γκρέγκορ για να κινείται – ωστόσο, το σύρσιμο των επίπλων τον ενοχλεί – ή όταν αργότερα πετάγονται περιφρονητικά διάφορα αντικείμενα στο δωμάτιό του μετατρέποντάς το σε αποθήκη.
Τέλος, οι πόρτες – εδώ πρέπει να σταθεί κανείς. Άλλοτε τις χτυπάνε ευγενικά, άλλοτε τις βροντάνε. Η μητέρα χτυπάει δισταχτικά την πόρτα του Γκρέγκορ το πρώτο πρωινό για να τον ξυπνήσει· ο πατέρας τη χτυπάει ελαφρά αλλά με τη γροθιά του· η καμαριέρα πηγαίνει με το βαρύ περπάτημά της να ανοίξει την εξώπορτα· ο πατέρας βροντάει την πόρτα του Γκρέγκορ, αφού τον έχει χώσει στο δωμάτιό του, όπως βροντάει την πόρτα με το πόδι της η Γκρέτε θυμωμένη· το ίδιο κάνει και ένας νοικάρης. Η παραδουλεύτρα βροντάει όλες τις πόρτες του διαμερίσματος κάνοντας δουλειές, με τον ίδιο τρόπο βροντάει την εξώπορτα νευριασμένη αφού έχει απολυθεί. Συχνά ο θόρυβος της πόρτας τρομάζει τον Γκρέγκορ.
Ο τελευταίος ήχος που ακούμε πηγάζει από το βιολί της Γκρέτε. Σύμφωνα με τον Γκρέγκορ η Γκρέτε παίζει εκφραστικά, το βιολί της ακούγεται τόσο στην κουζίνα όσο και στο καθημερινό δωμάτιο. Λίγο προτού μπει στη Μεταμόρφωση τελεία και παύλα, η σπιτική τάξη και η ησυχία έχουν αποκατασταθεί. Ο πατέρας, η μητέρα και η Γκρέτε απολαμβάνουν τη γαλήνη και την ηρεμία, προσβλέποντας σε ένα ευοίωνο μέλλον. Ο Κάφκα μάς οδηγεί τώρα από το διαμέρισμα των Σάμσα στους ήχους του εξωτερικού χώρου. Η συμφωνία έχει ολοκληρωθεί.
* Ο Ευάγγελος Ι. Τζάνος είναι πεζογράφος. Τελευταίο βιβλίο του, η νουβέλα Αφανισμός (εκδ. Ηριδανός, Αθήνα 2017).