Συνέντευξη στον Σταμάτη Μαυροειδή.

Ο Κώστας Φινές έχει μια πολύ χαρακτηριστική παρουσία στην αρχιτεκτονική της χώρα μας αλλά και μεγάλη συμμετοχή στα κοινά των αρχιτεκτόνων. Εμφανίστηκε στο δημόσιο χώρο στη δεκαετία του ’60, όταν η ελληνική αρχιτεκτονική άρχιζε τη δική της «άνοιξη» μαζί με τις άλλες τέχνες, συνομιλώντας δυναμικά με τις διεθνείς αρχιτεκτονικές τάσεις. Με αδιαπραγμάτευτες απαιτήσεις όσον αφορά τις θέσεις και τις ιδέες του, ο Κώστας Φινές πολύ γρήγορα γίνεται ενεργό μέλος του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων, ακριβώς την εποχή που σπουδαίες προσωπικότητες με έργο, κύρος και γενική αποδοχή έβγαζαν το σύλλογο από το τέλμα του παλαιού κατεστημένου.

Από την πρώτη στιγμή, μέσα από την επιτροπή για τους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς εργάστηκε για την καθιέρωσή τους. Οι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 ανέδειξαν πλήθος νέων ικανών αρχιτεκτόνων και συνέβαλαν στην άνοδο του επιπέδου της αρχιτεκτονικής στη χώρα μας, κοσμώντας τις πόλεις μας με εξαίρετα κτίρια, δημόσια και ιδιωτικά. Μέσα σε αυτό το κλίμα, έλαβε μέρος, σε συνεργασία με άλλους συναδέλφους του, σε περισσότερους από 50 διαγωνισμούς και πέτυχε αρκετές διακρίσεις. Τα τελευταία χρόνια, που το φαίνεσθαι κυριαρχεί στο «σώμα» των αρχιτεκτόνων, ο Κ. Φινές, μη θέλοντας να αντιμετωπίσει -και προφανώς να συμμετάσχει- στη διαδικασία προβολής και αυτοπροβολής, ακολουθεί με συνέπεια και πείσμα το συλλογικό βάσανο όλων όσοι σέβονται τη δουλειά τους και αδιαφορούν για το εμπόριό της…

Η γενιά του είναι λίγο προπολεμική. Όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, τα παιδιά των 6-7 χρόνων μόλις αρχίζουν το σχολείο και η ηλικία τους καθώς και οι θυσίες των γονιών τους βοήθησαν να επιβιώσουν, γλιτώνοντας από τις κακοτοπιές της Κατοχής και του Εμφυλίου. Έτσι τον βρίσκουμε στα φοιτητικά του χρόνια πλάι σε ώριμους συναδέλφους, που είχαν περάσει από τη φωτιά του πολέμου, της Κατοχής και της Μακρονήσου και, αργότερα, πλάι στους Έλληνες εμιγρκρέδες, που επέστρεφαν από το εξωτερικό, μεταφέροντας ένα άλλο κλίμα γνώσεων και οραμάτων. Ο Αριστομένης Προβελέγγιος ήταν ένας από αυτούς.
Όπως συμβαίνει ιστορικά, πάντα η συσσώρευση μιας εσωτερικής δύναμης περισυλλογής και σκέψης ξεσπάει σαν ηφαίστειο και δίνει ώθηση στις τέχνες, στην επιστήμη και στα γράμματα. Αυτό συνέβη εκείνο τον καιρό στον τόπο μας, και στις αρχές του ’60 κορυφώθηκε. Στη μουσική ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις, ο Μάνος Λοΐζος, ο Λεοντής και τόσοι άλλοι. Στη ζωγραφική ο Μόραλης, ο Τσαρούχης, ο Εγγονόπουλος ο Χατζηκυριάκος Γκίκας και πολλοί ακόμη αφήνουν έργα που συντροφεύουν και εμπνέουν ακόμη και σήμερα. Ο Ρίτσος, ο Ελύτης, ο Λειβαδίτης εκφράζουν τα πάθη και τους καημούς της Ρωμιοσύνης, που με τη μουσική του Θεοδωράκη τραγουδιούνται από όλο τον κόσμο. Και όλα αυτά συμβαδίζουν παράλληλα με τον απόηχο του Εμφυλίου, τον κατατρεγμό του προοδευτικού κινήματος, με γεμάτες ακόμη τις φυλακές.
Μια άλλη καλή συγκυρία διαμορφώνει τη γενιά αυτή. «Στο Πολυτεχνείο, την εποχή εκείνη, διδάσκουν μεγάλοι δάσκαλοι, όπως ο Μιχελής στη Μορφολογία, ο Ορλάνδος στην Ιστορία της Αρχιτεκτονικής, ο Χατζηκυριάκος Γκίκας, ο Σώχος, ο Εγγονόπουλος ο Μάρθας. Οι σπουδαστές πολύ λίγοι, 15-20 σε κάθε τάξη, μικρός αριθμός, που βοήθησε στην άμεση επαφή με τους δασκάλους. Όλοι τους, με κύριους υπεύθυνους τον Μιχελή, τον Πικιώνη και τον Γκίκα, έκαναν τους τυχερούς αυτής της γενιάς να αγαπήσουν με το μάτι και την καρδιά τους τη λαϊκή τέχνη. Να αγαπήσουν τον Καραγκιόζη του Σπαθάρη, του Μόλλα και τόσων άλλων εκπροσώπων της λαϊκής αυτής τέχνης, που σκιαγραφεί τον Έλληνα με τις αρετές και τα ελαττώματά του. Το λαϊκό αυτό πανεπιστήμιο. Κυρίως όμως μας γνώρισαν και μας μύησαν στη σύγχρονη τέχνη του μπετόν αρμέ, του σίδερου και του γυαλιού, στις δυνατότητες και τις αντινομίες τους, πάντα όμως με γνώμονα την αρμονία, τις σωστές αναλογίες και με μέτρο τον άνθρωπο», λέει ο Κώστας Φινές και συνεχίζει: «Ο Γκίκας, φίλος για πολλά χρόνια με τον Λε Κορμπιζιέ, μας γνώρισε το μέγιστο αυτόν αρχιτέκτονα σφραγίζοντας την υπόλοιπη ζωή μας με τα λαμπρά του έργα και τις θεωρίες του. Οι δάσκαλοι αυτοί δίδαξαν ακόμα πως δεν είναι δυνατόν ο αρχιτέκτονας να δημιουργεί μόνος του. Η αρχιτεκτονική είναι μια κοινωνική και εφαρμοσμένη τέχνη. Για να υλοποιηθούν οι ιδέες, απαιτούνται τα χέρια και το μεράκι των μαστόρων. Αυτών που μεταφέρουν την πείρα του παρελθόντος, τη διδάσκουν και την υλοποιούν».

Με αυτά τα χέρια, το μεράκι και την πείρα συγχρωτιστήκατε αλλά και διδαχθήκατε, νομίζω…

Η μεταπολεμική γενιά είχε την τύχη να προλάβει τους τελευταίους αυτούς φορείς της τέχνης και της παράδοσης. Οικογένειες Μυτιληνιών μαστόρων, διωγμένοι από τα χωριά τους, είχαν πιάσει τις πλαγιές στα Τουρκοβούνια και έχτιζαν την Αθήνα. Όπως ακριβώς παλιότερα οι Αναφιώτες μαστόροι εγκαταστάθηκαν στις βόρειες κλιτύες της Ακρόπολης.
Γεύση αυτής της συνεργασίας αρχιτέκτονα και μάστορα ζήσαμε στο τέλος της δεκαετίας του ’50, στα έργα του Πικιώνη γύρω από την Ακρόπολη και την περιοχή του Λουμπαρδιάρη.

Και οι σημερινοί δάσκαλοι;

Στη δική μας περίπτωση, δεν ξέρω σε πόσες σχολές μέσα από τα προγράμματα σπουδών αναζητούνται δάσκαλοι με αντίστοιχες γνώσεις και πραγματοποιημένο αρχιτεκτονικό έργο ή αυτοί που εκλέγονται φέρνουν στα μέτρα των γνώσεων και των προτιμήσεών τους το πρόγραμμα σπουδών. Στην Αγγλία, τα προγράμματα σπουδών έχουν διατυπωθεί πριν από δεκαετίες και μετά από συνεχείς διορθώσεις, προσαρμογές και επικαιροποίηση στις ανάγκες που διαμορφώνονται κατά την εξέλιξη της κοινωνίας και των νέων υλικών. Πάντα με την άγρυπνη παρακολούθηση του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων, μια που αυτός εκπροσωπεί τη «μαχόμενη αρχιτεκτονική».

Σήμερα ζούμε το θρίαμβο του περιττού και του εντυπωσιακού. Απουσιάζει ο ρόλος του αρχιτέκτονα που περιγράψατε προηγουμένως. Πώς εξηγείται αυτό, κύριε Φινέ;

Ο αρχιτέκτονας εργάζεται σ’ αυτή τη χώρα, που έχει αυτό το κλίμα, αυτούς τους ανθρώπους, αυτή την παιδεία, αυτή την παράδοση και ιστορία. Το σύνολο των παραμέτρων αυτών πρέπει να εξυπηρετήσει. Χωρίς να υποκύψει στον πειρασμό της ατομικής προβολής. Να προσπαθήσει με συλλογική δουλειά να αναπτύξει ιδέες, να βρει λύσεις πρακτικές γρήγορης εφαρμογής και, κυρίως, «ντόπιες». Να εφαρμόσει συνειδητά το «ουκ εν τω πολλώ το ευ» των αρχαίων ή το «περίσσιο χαλάει το ίσιο» της γιαγιάς μας. Κάτι που για πολλούς σοφολογιότατους αποτελεί έλλειψη φαντασίας, έμπνευσης και παιδείας. Τις υπερβάσεις ας τις αφήσουμε για αργότερα, όταν τα κοινωνικά προβλήματα, τα καλλιτεχνικά, τα πολιτιστικά, της υγείας και της παιδείας θα τα χειρίζονται άλλα χέρια, που θα προέρχονται από το λαό και όχι από τους διεφθαρμένους, ανίκανους και ανίδεους πολιτικούς που τα μονοπωλούν σήμερα. Κάπως έτσι, με αυτές τις ιδέες, με αυτές τις προθέσεις, πορεύτηκα στη ζωή μου. Δεν ξέρω πόσες φορές πέτυχα και πόσες έπεσα έξω. Πάντως, δεν ξόδεψα ποτέ χρόνο περιμένοντας «να με εκτιμήσουν άνθρωποι που ποτέ δεν εκτίμησα», όπως συνήθιζε να λέει ο Γιάννης Τσαρούχης. Ίσως και γι’ αυτό δεν ήμουνα ποτέ και από τα πιο αγαπημένα τους παιδιά…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!