Τα παιδιά της αγωνίας

(Κώστα Χατζή – Σπύρου Καμπάνη)

Είμαστ’ εμείς τα παιδιά της αγωνίας
και της ανάγκης,
γεννηθήκαμε σε μια έρημο
κι απλώσαμε τις ρίζες μας παντού,
ψάχνοντας για μια σταγόνα νερό.

Μα το μόνο, μα το μόνο που καταφέραμε
ήταν να μαραθούμε πριν προλάβουμε ν’ ανθίσουμε,
ξοδέψαμε τη ζωή μας πριν προλάβουμε να ζήσουμε,
αγαπήσαμε, κι όμως, κι όμως κανείς,
κανείς δεν μας αγάπησε.

Κάτι τέτοιες ώρες, κάτι τέτοιες ώρες σαν νυχτώνει,
κάτι τέτοιες ώρες που όλο, που όλο το κορμί γίνεται μια καρδιά,
ψάχνουμε να βρούμε τον εαυτό μας
και ρωτάει ο ένας τον άλλον τι έγιναν τα όνειρά μας,
τα ιδανικά μας ποιος τα ’κλεψε,
μα πάντα θα σέρνουμε πίσω μας κάποια αμαρτία
κι όμως εμείς αμαρτίες δεν κάναμε,
κι όμως εμείς αμαρτίες δεν κάναμε.

Το να γράψεις ότι υπάρχει ρατσισμός σε βάρος των τσιγγάνων είναι σαν να γράφεις ότι ο κύκλος είναι στρογγυλός. Αλλά το να πεις ότι υπάρχει ρατσισμός σε βάρος των τσιγγάνων μουσικών, σήμερα δεν είναι το ίδιο αυτονόητο όσο ήταν την εποχή που οι τσιγγάνοι οργανοπαίχτες εξομοιώνονταν με ή ήταν μόνο μια βαθμίδα πάνω από τη χαμηλότερη κατηγορία των «γύφτων» στην οποία ανήκαν οι αρκουδιάρηδες, οι λούστροι, οι μπαλωματήδες κ.λπ. Και ακόμα λιγότερο αυτονόητο, έως και ακατανόητο, είναι να πεις ότι άνθρωποι καλλιεργημένοι και κατά κοινή ομολογία προοδευτικοί θεωρούσαν κάθε τι στη μουσική που είχε ίχνος τσιγγάνικο απορριπτέο ως κατώτερης ποιότητας.

Την αφορμή γι’ αυτό το σχόλιο, μου την έδωσε ο Νίκος Σαραντάκος ανεβάζοντας στο μπλογκ του ένα κείμενο που έγραψε ο Γιάννης Καλιόρης για τον Διονύση Σαββόπουλο και δημοσιεύτηκε στην «Επιθεώρηση Τέχνης» το 1965. Όχι τόσο η καθ’ αυτού παρουσίαση των πρώτων τραγουδιών του Σαββόπουλου, που έχει ενδιαφέρον γιατί αποτελεί μια σπάνια πρώιμη αναφορά στο έργο του πρωτοεμφανιζόμενου καλλιτέχνη,  όσο μια νύξη που κάνει ο συγγραφέας επιβεβαιώνοντας την παραπάνω επισήμανσή μου για τις αντιλήψεις και πεποιθήσεις ανθρώπων με θετικό κοινωνικό και πνευματικό έργο.

Συγκεκριμένα, ο Καλιόρης, αξιολογώντας το ύφος του τραγουδιού «Μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη» όπως το ερμηνεύει ο Σαββόπουλος, αποφαίνεται ότι «έχουμε να κάνουμε με καθαρά ελαφρό τραγούδι, οπωσδήποτε όμως πολύ ευχάριστο, όταν βέβαια το τραγουδάει ο ίδιος», κάνοντας ταυτόχρονα μια ρατσιστικού τύπου απόρριψη για μια δεύτερη εγγραφή από τον Κώστα Χατζή (τον οποίο δεν κατονομάζει) σε δίσκο που γίνεται επιτυχία, γράφοντας απροκάλυπτα «κι όχι όταν το ακούμε σε κάποιας τουρκογύφτικης τεχνοτροπίας εκτέλεση, που κυκλοφορεί παράλληλα».

Ο χαρακτηρισμός «τουρκογύφτικη τεχνοτροπία» υποκρύπτει σαφώς μια εκ προοιμίου μεροληπτική αξιολόγηση κάθε έργου που έχει «τουρκογύφτικο» χρώμα, ύφος, προέλευση και τεχνοτροπία. Αποκτάει δε μια επιπλέον επιβαρυντική διάσταση επειδή η «τουρκογύφτικη τεχνοτροπία» συνδέεται στην προκειμένη περίπτωση με τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη, τον Κώστα Χατζή, που είναι αυθεντικός τσιγγάνος, αλλά ούτε Τούρκος ούτε μουσουλμάνος. Το «τούρκικο» που στιγμάτιζε ό,τι είχε προέλευση, χρώματα, επιρροές και ίχνη από τη μεγάλη ανατολίτικη παράδοση της λαϊκής δημιουργίας, σε συνδυασμό με το «γύφτικο» αποτελούσε τον κορυφαίο και μη διαπραγματεύσιμο απαξιωτικό χαρακτηρισμό μιας τέχνης ή μιας έκφρασης.

Μαρξιστής και τσιγγάνος

Ο Χατζής έχοντας μεγαλώσει στα πανηγύρια, με τις φαμίλιες και τις παρέες των τσιγγάνων της ελληνικής υπαίθρου, με σπουδαίους μουσικούς στην οικογένειά του που παίζουν δημοτικούς σκοπούς, ελληνικούς και βαλκανικούς, κάνει ένα άλμα στην μετεφηβική του ηλικία για να περάσει στον κόσμο των «λευκών». Δεν τον βοηθάει το χρώμα του δέρματος του που μαρτυράει τη φυλή του, «γεννήθηκα μέσα στο ρατσισμό» λέει, αλλά τον βοηθάει το ταλέντο και η αποφασιστικότητά του. Επίσης είναι πιθανό ότι η ένταξή του στους μάρτυρες του Ιεχωβά συμβάλλει κι αυτή στο να εξοικειωθεί ταχύτερα με το περιβάλλον των λευκών και να βρει και κάποιες πόρτες τουλάχιστον μισάνοιχτες. Έχει δεχτεί την επιρροή των μαρξιστικών ιδεών, αλλά και κομμουνιστής και γύφτος στη δεκαετία του 1950 είναι δύο πελώρια και επικίνδυνα βαρίδια που κανένας δεν μπορεί να τα σηκώσει ταυτόχρονα.

Στρέφεται στο θεό, διατηρώντας τις ανθρωπιστικές του ιδέες και αναδεικνύοντας περήφανα την καταγωγή του, αλλά αντί για το ρεπερτόριο μέσα στο οποίο μεγάλωσε, ανάμεσα σε κλαρίνα και σαντούρια, επιλέγει ως δρόμο για να εκφραστεί το πιο σύγχρονο κοινωνικά και πολιτικά ρεπερτόριο του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού που στο πέρασμα από τη δεκαετία του ’50 στη δεκαετία του ‘60 είναι νέο, φρέσκο, δυναμικό, εξελισσόμενο και αποδεκτό από το μορφωμένο ακροατήριο των πόλεων. Το γεγονός ότι είναι πολύ καλός κιθαρίστας, του εξασφαλίζει την αναγκαία αυτονομία, να μην εξαρτάται από άλλους μουσικούς και σχήματα, ενώ ταυτόχρονα να μπορεί να ενταχθεί μέσα στο ρεύμα των τροβαδούρων της εποχής που είναι πολύ επίκαιρο. Ευτυχώς, οι μικρές μπουάτ στην Πλάκα, με καλής ποιότητας ακροατήριο, ευνοούν πάρα πολύ την ανάδειξη του ταλέντου και των εκφραστικών του δυνατοτήτων. Ώριμος πριν ακόμα ξεκινήσει την προσωπική του διαδρομή όχι μόνο πνευματικά και μουσικά, αλλά και σκηνικά, αξιοποιεί τις ευκαιρίες και εισέρχεται στο αστικό περιβάλλον έτοιμος να το μαγέψει.

Από τους μαύρους στους λευκούς

Στον πρώτο προσωπικό του δίσκο μακράς διαρκείας που κυκλοφορεί το 1965, «Ο Κώστας Χατζής παίζει και τραγουδά μαζί σας», περιλαμβάνονται πέντε συνθέσεις του Μίκη Θεοδωράκη, τρεις του Σταύρου Ξαρχάκου, δύο του Μάνου Χατζιδάκι, δύο του Γιάννη Μαρκόπουλου, μία του Χρήστου Λεοντή και τρεις δικές του, μεταξύ των οποίων και ένα flamenco, που σίγουρα αποτελεί τη φυλετική σφραγίδα του, ακριβώς την εποχή που ο τσιγγάνος βιρτουόζος κιθαρίστας του φλαμένκο Μανίτας ντε Πλάτα αποσπούσε τον έμπρακτο θαυμασμό του Ζαν Κοκτό, του Πικάσο και άλλων σπουδαίων καλλιτεχνών και διανοουμένων της Ευρώπης.

Ο Χατζής βγαίνει από το γκέτο των τσιγγάνων της Λειβαδιάς  και μπαίνει στην άπλα των λευκών πατώντας ταυτόχρονα σε διαφορετικούς δρόμους και μονοπάτια, της εντόπιας και της ευρωπαϊκής τσιγγάνικης παράδοσης από τη μια και του ελληνικού αστικού τραγουδιού με όλες τις βασικές εκδοχές του, του λαϊκού, του έντεχνου λαϊκού και του ελαφρού. Στην πρώτη φάση με προσωποπαγείς δεύτερες εκτελέσεις γνωστών τραγουδιών και σταδιακά με τη διαμόρφωση του δικού του τραγουδιστικού υποσυστήματος, όπου όλα περιέχονται και όλα αναπλάθονται καθώς φιλτράρονται μέσα από τον προσωπικό του επεξεργαστή.

Από το 1963 μέχρι το 1967, τόσο σε μικρούς δίσκους 45 στροφών όσο και σε μεγάλους δίσκους 33 στροφών, η συντριπτική πλειονότητα των κομματιών που ερμηνεύει ο Χατζής ανήκουν στους Μαρκόπουλο, Ξαρχάκο, Χατζιδάκι και Θεοδωράκη που έχει τη μερίδα του λέοντος. Η απήχηση που έχει είναι εντυπωσιακή. Ενώ τα ωραία τραγούδια των έντεχνων συνθετών που γράφονται και ηχογραφούνται στην πρώτη πενταετία της δεκαετίας του ’60, εφοδιάζουν με πλούσιο ρεπερτόριο τις μπουάτ οι οποίες γρήγορα πολλαπλασιάζονται στο αγνοημένο μέχρι τότε από τους εμπόρους, μεσίτες και εργολάβους, το υπουργείο Πολιτισμού, το Δήμο της Αθήνας και το υπουργείο Δημοσίων Έργων, φυσικό καταφύγιο της Πλάκας, οι εκτελέσεις τους, με κιθάρα και πιάνο κατά κανόνα, δομούνται και ερμηνεύονται ως μπαλάντες και ως πιο έντεχνα ελαφρά τραγούδια, ακόμα κι όταν κάποια κομμάτια στις πρώτες τους εκτελέσεις έχουν λαϊκό ύφος και ρυθμό.

Ο Χατζής δεν αποφεύγει τον κανόνα, αλλά τον τροποποιεί. Άλλοτε με πολύ χαμηλούς τόνους, εκμυστηρευτικά, άλλοτε με ιδιότυπους λαρυγγισμούς κι άλλοτε με εντονότερη λαϊκή απόχρωση στην ερμηνεία του. Η ερμηνεία του τραγουδιού «Χάρτινο το φεγγαράκι» του Μάνου Χατζιδάκι και του Νότη Περγιάλη προκαλούσε συναισθηματικά ρίγη στο κοινό που γέμιζε την «Καρυάτιδα» που πήγα αρκετές φορές. Από την άλλη, ακούγοντας τον τρόπο με τον οποίο αποδίδει το «Σαββατόβραδο» του Μίκη Θεοδωράκη και του Τάσου Λειβαδίτη, διακρίνεις αποχρώσεις «καζαντζιδέικες» στη φωνή του. Ποτέ η Αρλέτα, ο Γιώργος Ζωγράφος, η Σούλα Μπιρμπίλη ή ο Νίκος Χουλιαράς δεν θα εκτρέπονταν σε λαϊκές φόρμες ερμηνεύοντας τα ίδια τραγούδια. Όμως, αυτό το λαϊκό χρώμα αρέσει στον πολιτικοποιημένο φοιτητόκοσμο που προέρχεται από λαϊκές οικογένειες της Αθήνας, του Πειραιά και της υπαίθρου, σε σημείο που δημιουργεί φανατικούς θαυμαστές.

Προκαταλήψεις

Στο απέναντι από το δικό μας διαμέρισμα, έμενε ο Γιάννης Διαμαντόπουλος, ο μέλλων τότε γαμπρός μας, που σπούδαζε μηχανικός στο Μικρό Πολυτεχνείο. Κάθε βράδυ μάζευε την παρέα των συμφοιτητών του στη γκαρσονιέρα και με τη συνοδεία κιθάρας τραγουδούσαν αυτά που άκουγαν στις μπουάτ που επισκέπτονταν, με ιδιαίτερη προτίμηση στο ρεπερτόριο του Χατζή, τον οποίο συχνά παρακολουθούσαν καθηλωμένοι ευλαβικά σε μια ατμόσφαιρα απόλυτης σιγής στη μπουάτ. Ο Χατζής διέφερε από τον Χατζιδάκι στην αυστηρότητα με την οποία αντιμετώπιζε τους ψιθυρίζοντες, επιτρέποντας μόνο το χειροκρότημα. Αυτά τα προοδευτικά παιδιά λαϊκής προέλευσης εξάπτονταν με τις ερμηνείες του Χατζή και τις προτιμούσαν γιατί διείσδυαν βαθύτερα στον συναισθηματικό τους πυρήνα από τις άλλες επίσης όμορφες ερμηνείες που ήταν άφθονες στην Πλάκα αλλά ερμηνευτικά ήταν πιο στρογγυλεμένες.

Ερμηνείες που δεν άρεσαν σε κάποιους διανοούμενους που ακόμα δεν είχαν μπορέσει να συμβιβαστούν ούτε με την ιδέα των μπουζουκιών και των ζεϊμπέκικων στα λαϊκά τραγούδια τα οποία συνθέτουν μελοποιώντας ποιήματα οι έντεχνοι συνθέτες οι οποίοι ακολούθησαν το πετυχημένο μοντέλο του Θεοδωράκη, αλλά ούτε και με τις λαϊκότερες αποχρώσεις που προσέδιδε στις νεοκυματικές εκτελέσεις η «γυφτοανατολίτικη» εκτροπή του τσιγγάνου Χατζή. Ρατσιστικό θεωρούσαν να είσαι εναντίον των τσιγγάνων και προοδευτικό να είσαι εναντίον των στοιχείων που χρωμάτιζαν την τσιγγάνικη κουλτούρα. Μια αντίφαση που μάλλον κρατάει ακόμα.

Οι αντιλήψεις αυτές είχαν ευρύτερο πεδίο δράσης. Ιδιαίτερα στα θέματα του λαϊκού πολιτισμού, αρκετοί προοδευτικοί και καλοπροαίρετοι διανοούμενοι εξ αριστερών και εκ δεξιών έκαναν ασύμμετρες διακρίσεις ανάμεσα στο λαό τον οποίο υπερασπίζονταν και στην κουλτούρα που έβγαινε αυθόρμητα μέσα από τα λαϊκά στρώματα.

Είναι ιστορική η πολεμική αναμέτρηση κυρίως μέσα από την «Επιθεώρηση Τέχνης» και την «Αυγή» μεταξύ μιας μερίδας διανοουμένων και καλλιτεχνών που τάσσονταν εναντίον των «μπουζουκιών», των «ρεμπέτικων», των «ανατολίτικων» ρυθμών και του «τουρκογύφτικου» ύφους των τραγουδιών και μιας άλλης μερίδας που έβλεπαν με θετική ματιά τη λαϊκή δημιουργία ακόμα κι όταν αυτή παρέκλινε από κάποιο ιδεατό πρότυπο. Η άρνηση των πρώτων συνηγορούσε αντικειμενικά με τις διακρίσεις, τους αποκλεισμούς και τις απαγορεύσεις που επέβαλε η κρατική εξουσία και το ακαδημαϊκό και δημοσιογραφικό κατεστημένο που εμφορείτο από καθαρά αντιλαϊκή και ρατσιστική νοοτροπία.

Η πορεία του Χατζή είναι πάρα πολύ ανώμαλη και δύσβατη, όχι γιατί τραγουδάει «χασικλίδικα», αλλά γιατί -κατά δήλωσή του -είναι γύφτος. Κάτι που τον συνοδεύει ακόμα κι όταν πια είναι καταξιωμένος και αγαπητός από το σύνολο του Ελληνισμού. «Δεν μου έδωσαν ποτέ το Ηρώδειο ή το Μέγαρο» λέει στο Mega το 2021. «Δεν το δίνουν στον γύφτο. Μόνο ως καλεσμένος του Πλέσσα, επειδή έχω πει τραγούδια του, μπορούσα να τραγουδήσω εκεί»!

Πόσο θυμίζει αυτό την επίθεση που δεχτήκαμε το 1983 σχεδόν από το σύνολο του Τύπου και από πολλούς διανοούμενους, αξιοσέβαστους κατά τα άλλα, όπως ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, που εξανέστησαν με την ιεροσυλία που διαπράξαμε με το «ντέφι» να ανεβάσουμε τον Μανώλη Αγγελόπουλο, «τον γύφτο στο Λυκαβηττό» όπως τιτλοφορήθηκε ολοσέλιδα ο λίβελος που έγραψε στη ναυαρχίδα τότε του Τύπου εφημερίδα «Τα Νέα» ο βουλευτής και υπουργός του ΠΑΣΟΚ δημοσιογράφος Γιώργος Λιάνης!

Κραυγή διαμαρτυρίας

Ο Χατζής, χωρίς να χάνει τον έλεγχο, αφήνει το τσιγγάνικο ταμπεραμέντο να συγκινήσει τον ακροατή του με αυτοσχεδιασμούς στην κιθάρα και τη φωνή και με λίγες αλλά αιχμηρές αναφορές στην τσιγγάνικη μοίρα. Ενώ γλυκαίνει τους ακροατές με τις ωραίες ερμηνείες γνωστών κι αγαπημένων τραγουδιών, το σκηνικό όλο φορτίζεται συγκινησιακά στο έπακρο με «Τα καρφιά». Είναι η κορύφωση του Χατζή. Σπάνια σε μουσική παράσταση μπορεί κανείς να νιώσει μια αντίστοιχη ταραχή. Με το κομμάτι αυτό ο Χατζής λύγιζε και τις πέτρες. Κορύφωση στην ερμηνεία, κορύφωση και στην καταγγελία των δυσμενών διακρίσεων σε βάρος της ράτσας του! Είναι το αξεπέραστο τραγούδι διαμαρτυρίας της τσιγγάνικης φυλής. Έκτοτε, ο Χατζής έγραψε και τραγούδησε κι άλλα τραγούδια με θέμα το τσιγγάνικο ζήτημα, αλλά κανένα δεν πλησίασε τη σαφήνεια και τη δύναμη που έχουν «Τα καρφιά».

Τα καρφιά

Έφυγα και πήγα πέρα από την αυγή
εκεί που ντύνεται με νύχτα το πρωί.
Γνώρισα, γνώρισα πρόσωπα χλωμά
μα είχαν τόση ομορφιά τα λόγια,
τα λόγια που ’χαν στην καρδιά
Κι όλοι φωνάζαν «ωσαννά»
και πέθαιναν με λεβεντιά.

Γιε μου, ακούω μια φωνή,

δεν έχω δύναμη πολλή
γι’ αυτό μην πεις την περασμένη σου ζωή,
γιατί η αλήθεια είναι πικρή
κι έχουν οι άνθρωποι καρφί.
Δέκα αλήθειες αν θα πεις
δέκα φορές θα σταυρωθείς
και τότε, και τότε οι άνθρωποι θα πουν ξανά,
οι γύφτοι, γύφτοι τα φτιάξαν τα καρφιά!

 Αυτή η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίοδος κλείνει πολύ απότομα. Η δικτατορία των συνταγματαρχών, το 1967, απαγορεύει όλα τα τραγούδια του Θεοδωράκη  και πολλά άλλα που θεωρούνται ότι έχουν –άμεσα και έμμεσα- πολιτικό περιεχόμενο. Η Philips αποσύρει από την κυκλοφορία όλους τους δίσκους που περιλαμβάνουν επιλήψιμα τραγούδια και επανεκδίδει το 1968 το βασικό προσωπικό άλμπουμ του 1965 «Ο Κώστας Χατζής παίζει και τραγουδά μαζί σας» έχοντας αφαιρέσει επτά «επιλήψιμα» κομμάτια, στη θέση των οποίων βάζει πέντε άλλα «μη επιλήψιμα» που προϋπάρχουν στο δίσκο του 1966 «Κώστας Χατζής σε τραγούδια Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Μαρκόπουλου, Χατζή», ο οποίος επίσης αποσύρεται από την αγορά γιατί περιλαμβάνει πολλές συνθέσεις του Θεοδωράκη.

Αυτό σημαίνει ότι ο Χατζής πρέπει, από τη μια στιγμή στην άλλη, να αναπροσαρμόσει το ρεπερτόριο που παρουσιάζει στην μπουάτ. Χωρίς γελαστά παιδιά, προδομένες αγάπες, δακρυσμένα μάτια, θαλασσινές σπηλιές και φτωχολογιές, ο Χατζής στρέφεται όλο και περισσότερο στις δικές του συνθέσεις. Όντας πια δημοφιλής και εμπορικός προσελκύει μερικούς σημαντικούς στιχουργούς που του προμηθεύουν υλικό μέσα στο πνεύμα του. Η εξαίρετη Σώτια Τσώτου είναι ο πιο μεγάλος «τροφοδότης» του, ενώ συνεισφέρουν με καλούς στίχους και άλλοι σημαντικοί στιχοπλόκοι όπως ο Ηλίας Λυμπερόπουλος και ο Ξενοφώντας ή Φώντας Φιλέρης. Και στους δύο μεγάλους δίσκους του 1971, «Μια βραδιά στου Κώστα Χατζή» και «Πέτρα και φως», όλες οι συνθέσεις είναι δικές του. Η περίοδος που στηριζόταν στις δεύτερες εκτελέσεις τραγουδιών επώνυμων συνθετών έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί για τον Χατζή. Αλλά και ο ίδιος αλλάζει καλλιτεχνικά συν τω χρόνω. Όχι μόνο επικεντρώνεται στις δικές του συνθέσεις, αλλά σταδιακά περνάει από τον μοναχικό τροβαδούρο στον ενορχηστρωμένο σόουμαν, χωρίς να δείχνει ότι αλλάζει και απόψεις για τη ζωή και τα θέματα που τον απασχολούν ως σκεπτόμενο άνθρωπο. Παραμένει τσιγγάνος και όχι ρομά «που τη λένε γιατί είναι πιο εύηχη λέξη» όπως σχολιάζει χαμογελώντας. Διατηρεί προοδευτικές απόψεις που είχε από πολύ νέος, αλλά και πιο συντηρητικές που τις δικαιολογεί με παραπομπές στην Αγία Γραφή!

Αλλαγή πλεύσης

Αυτή η αλλαγή στον τρόπο διαμόρφωσης και εκτέλεσης της μουσικής του θα τον τοποθετήσει στο μέινστριμ της δισκογραφίας και των χώρων διασκέδασης, αν και διατήρησε κάποια από τα πρώτα χαρακτηριστικά του ιδιώματα. Σταδιακά άλλαξε και το ακροατήριό του το οποίο διευρύνθηκε πάρα πολύ ιδίως με τη συνεργασία του με τη Μαρινέλλα και το «Ρεσιτάλ» που γνώρισε πολύ μεγάλη επιτυχία.

Πολλοί από τους φοιτητές που κρέμονταν από τα χείλη και τα δάχτυλά του από τα μέσα της δεκαετίας του ‘60, δεν θα τον ακολουθούσαν πια –τουλάχιστον με την ίδια αφοσίωση- στα ανοίγματα με τις ορχήστρες και τις συνεργασίες με καλλιτέχνες του εμπορικού τραγουδιού, αλλά η μεγάλη απήχησή του συγκάλυπτε αυτές τις απώλειες. Κάπως έτσι ήταν και η εξέλιξη του Σαββόπουλου από το «Φορτηγό» με την κιθάρα το 1966 στον «Μπάλλο» με τα Μπουρμπούλια το 1971. Εξάλλου, ο πρώτος που εμπλούτισε και εκσυγχρόνισε τον ήχο του ήταν ο Μπομπ Ντίλαν στην Αμερική όταν εμφανίστηκε ξαφνικά το 1965 στο Newport Folk Festival με τη συνοδεία μουσικών που έπαιζαν ηλεκτρικά όργανα. Η απογοήτευση πολλών ακροατών του έφτασε μέχρι το γιουχάισμα, αλλά αυτό δεν απέτρεψε τον Ντίλαν από τo να περάσει από το σκαμπό του μοναχικού τροβαδούρου σε band leader. Στην Ελλάδα, είχαμε πολλές τέτοιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις, αλλά όχι και αντίστοιχα δράματα. Στις εξαιρέσεις, δηλαδή στην εμμονή στην απλή μορφή κιθάρα-φωνή, σίγουρα ανήκει ο σπουδαίος Λάκης Παππάς που με την αξία και τη συνέπειά του επηρέασε την επιλογή του Χατζή, που είχε περάσει από διάφορους «χώρους» του λαϊκού και ελαφρού τραγουδιού, ακόμα και του καμπαρέ, να ακολουθήσει το ρόλο του τροβαδούρου.

Για την επόμενη φάση του Κώστα Χατζή, με άλλη ευκαιρία, προσεχώς…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!