Του Ανέστη Ταρπάγκου.
Στη σημερινή κρίσιμη συγκυρία της αντιπαράθεσης του λαϊκού εργατικού και αριστερού κινήματος με την κυβερνητική πολιτική, που επιδιώκει να ψηφίσει και να εφαρμόσει το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Σταθερότητας, οι δύο κύριοι πολιτικοί σχηματισμοί της Αριστεράς, τόσο ο ΣΥΝ (σ’ όλο το τελευταίο διάστημα) όσο και το ΚΚΕ (αλλάζοντας, πρόσφατα, τη μέχρι σήμερα στάση του), έχουν θέσει στο επίκεντρο της πολιτικής τους γραμμής την απαίτηση της διεξαγωγής βουλευτικών εκλογών.

Η προώθηση αυτής της κυρίαρχης αιχμής στην πολιτική της Αριστεράς θέτει, κυριολεκτικά, σε δεύτερη ή τρίτη μοίρα τη μαζική κινητοποίηση του λαϊκού κινήματος (του αγωνιστικού εργατικού συνδικαλισμού και του κινήματος των Αγανακτισμένων στις πλατείες), που επιδιώκουν τη ματαίωση της κοινοβουλευτικής επικύρωσης του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος και κατ’ αυτόν τον τρόπο την ανατροπή της ακραία νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Ταυτόχρονα, η εναντίωση αυτή αφορά και την πολιτική της Ν.Δ. του Ζαπείου ΙΙ, η οποία κινείται σε ταυτόσημη τροχιά μ’ εκείνην του ΠΑΣΟΚ.
Μια τέτοια εξέλιξη θα σηματοδοτήσει μια καθαρή, αμυντικού χαρακτήρα νίκη των λαϊκών εργατικών δυνάμεων (όπως άφησε πλέον να διαφανεί η γενικευμένη κινητοποίηση της 15ης Ιουνίου), θα επιφέρει τη ριζική τροποποίηση του ταξικού συσχετισμού των δυνάμεων προς όφελος του κινητοποιημένου λαϊκού παράγοντα και θα δεσμεύσει τις όποιες πολιτικές εξελίξεις και εκλογικές διαδικασίες σε συγκεκριμένες αντιμνημονιακές κατευθύνσεις. Άλλωστε, ο ρόλος της Αριστεράς, σ’ όσο βαθμό βέβαια είναι προσανατολισμένη στην αντικαπιταλιστική πολιτική προοπτική, δεν είναι κυρίαρχα της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης και δεν εξαντλείται σ’ αυτήν (εκτόξευση «άσφαιρων πυρών» στο πλαίσιο μιας κοινοβουλευτικής «καταγγελιολογίας»): Αυτός ο ρόλος είναι κατ’ εξοχήν η πολιτική, κοινωνική και ιδεολογική δράση για την ανάπτυξη και παρέμβαση του μαζικού λαϊκού κινήματος (που στη σημερινή συγκυρία βρίσκεται ήδη αυτοτελώς σε έξαρση). Πολύ περισσότερο που στην τρέχουσα περίοδο έχει αναδειχθεί στο προσκήνιο, πέρα από το συνδικαλιστικό απεργιακό κίνημα, το λαϊκό κίνημα της Πραγματικής Δημοκρατίας Τώρα, το οποίο διέπεται εγγενώς από μια λογική άκρως αντικοινοβουλευτική (με την αστική έννοια του όρου) και, εν πολλοίς, αντι-εκλογικίστικη.
Το σημερινό λαϊκό κίνημα βρίσκεται μακράν του προσανατολισμού της διεκδίκησης διεξαγωγής βουλευτικών εκλογών (για την υποτιθέμενη δημοκρατική διέξοδο από την κρίση) και επικεντρώνεται στην επιζήτηση της αποτελεσματικότητας, μέσα ακριβώς από τη μαζική λαϊκή κινητοποίηση, που αντιπαρατίθεται στην αστική κοινοβουλευτική τάξη.

Ποια είναι η πιο δυνατή «φωνή του λαού»;
Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εδώ και ενάμιση χρόνο, με την εφαρμογή του Μνημονίου του Μαΐου 2010 και την απόπειρα κοινοβουλευτικής επικύρωσης του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος, έχει επιφέρει την απώλεια της κοινωνικής του νομιμοποίησης, το έχει οδηγήσει σε αδιέξοδο (γι’ αυτό και «εκλιπαρεί» τη Ν.Δ. για το σχηματισμό κυβέρνησης «εθνικής σωτηρίας»), αντιμετωπίζει τη διάλυση των οργανωμένων του δυνάμεων και την αποστασιοποίηση των συνδικαλιστικών του υποστηριγμάτων, κυρίως στις κοινωφελείς επιχειρήσεις, έχει οδηγήσει στη μείωση της εκλογικής του εμβέλειας σχεδόν στο μισό (από το 44% του Οκτωβρίου 2009 στο 27% των πρόσφατων δημοσκοπήσεων, με βάση την τελευταία σφυγμομέτρηση της έγκυρης Public Issue). Μ’ αυτή την έννοια αντιπροσωπεύει ακριβώς τον παραπαίοντα ταξικό αντίπαλο (μαζί με την εργοδοσία, την τρόικα και το τραπεζικό κεφάλαιο) του λαϊκού εργατικού κινήματος που με τις κινητοποιήσεις του μπορεί να του επιφέρει το τελειωτικό χτύπημα και να το ανατρέψει, φράζοντας το δρόμο για την ψήφιση και εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος.
Βέβαια, τόσο ο ΣΥΝ όσο και το ΚΚΕ επικαλούνται το ζήτημα της «δημοκρατικής» διεξόδου από την κρίση (να μιλήσει ο λαός), απέναντι στο διαμορφούμενο «αδιέξοδο». Ωστόσο, η εργαζόμενη και η άνεργη κοινωνική πλειοψηφία δεν έχει μόνον μία φωνή, έναν λόγο να μιλήσει, αυτόν της συμμετοχής στην αστική κοινοβουλευτική εκλογική διαδικασία, αλλά έχει και τον λόγο της άμεσης μαζικής λαϊκής παρέμβασης, που έχει την προτεραιότητα για μια Αριστερά που σέβεται τον ταξικό της εαυτό, εφόσον η οπτική της υπερβαίνει, τόσο στο επίπεδο της τακτικής, όσο και σ’ εκείνο της στρατηγικής, τον αστικό κοινοβουλευτισμό (είναι άραγε τυχαίο ότι στη μεγάλη διαδήλωση της προπερασμένης Κυριακής αγανακτισμένοι πολίτες φορούσαν μάσκες του V for Vendetta;). Άλλωστε, για ποια αυθεντική εκλογική έκφραση της λαϊκής πλειοψηφίας μπορεί να γίνεται λόγος σήμερα, όταν το σύνολο των ΜΜΕ βρίσκονται στα χέρια της αστικής τάξης και εκβιάζουν, ασύστολά και σε καθημερινή βάση, με χρεοκοπία, διακοπή μισθοδοσίας κ.λπ.

Υπηρέτηση της πολιτικής δυναμικής του λαϊκού κινήματος
Από την άλλη πλευρά, η εκλογικίστικη πολιτική γραμμή δεν θα επιτύγχανε με τις σημερινές συνθήκες (πέραν της περιθωριοποίησης του λαϊκού κινήματος), παρά την οριακή αύξηση των εκλογικών ποσοστών της ελληνικής Αριστεράς (για το ΚΚΕ από το 8% στο 11% και για τον ΣΥΝ / ΣΥΡΙΖΑ από το 4,5% στο 6,5%) και πέραν τούτου ουδέν.  Απεναντίας, από την άλλη πλευρά, θα δινόταν η δυνατότητα στο μπλοκ των αστικών πολιτικών δυνάμεων, χωρίς τη διαμεσολάβηση της αναγκαίας λαϊκής ανατροπής της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, να κινηθεί χωρίς εμπόδια και αναστολές στον σχηματισμό κυβέρνησης «εθνικής σωτηρίας» για την ψήφιση -με αυξημένη πλειοψηφία- του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος και στη συνέχεια του Δεύτερου Μνημονίου για το νέο δάνειο των 100 δισ. ευρώ. Και φυσικά την εφαρμογή τους «διά πυρός και σιδήρου». Με «νωπή» λαϊκή εντολή, άρα αυξημένη νομιμοποίηση, για την ολοκλήρωση του κοινωνικού ολοκαυτώματος του εργαζόμενου και άνεργου λαού και της νεολαίας αλλά και την ολοσχερή εκποίηση της δημόσιας περιουσίας (Ν.Δ. 31% + ΠΑΣΟΚ 27% + ΛΑΟΣ 8% + ΔΗΣΥ 2% = 68%). Κατ’ αυτό τον τρόπο, η ελληνική Αριστερά τείνει να χάσει για μια ακόμα φορά τη μοναδική ιστορική δυνατότητα να συνδεθεί οργανικά, να υπηρετήσει (και γι’ αυτό στη συνέχεια να «εκπροσωπήσει»), το οργισμένο αγωνιστικό εργατικό κίνημα και τα ποτάμια της αγανάκτησης στις πλατείες των πόλεων της χώρας, κι έτσι να εγγράψει υποθήκες ανάδειξής της σε πολιτική δύναμη πλατιάς κοινωνικής βάσης, δυνητικής κατάκτησης της δημοκρατικής πλειοψηφίας, κι όχι ως «συμπληρωματικής» δύναμης στο αστικό κοινοβουλευτικό κάδρο – όπως της γίνεται η αντίστοιχη κριτική.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!