Είναι γνωστό ότι το ΚΚΕ έχει βαλθεί τα τελευταία χρόνια να ξαναγράψει τη νεοελληνική ιστορία. Η αναθεώρηση αυτή, βασικό σκοπό έχει να εξαφανίσει κάθε… υποψία ότι η χώρα είναι εξαρτημένη από τις μεγάλες δυνάμεις. Να συσκοτίσει δηλαδή αυτό που οι περισσότεροι στην Ελλάδα κατανοούν, ότι ποτέ ο τόπος αυτός, κυβερνώμενος από ένα ξενόδουλο πολιτικό σύστημα, δεν κατάφερε να κατακτήσει την ανεξαρτησία του από τα μεγάλα διεθνή κέντρα, ενώ μεταπολεμικά υπήρξε κυρίως προσάρτημα των ΗΠΑ.

Το ξαναγράψιμο έχει κι άλλες πτυχές. Μια από αυτές είναι η υποτίμηση του ρόλου που είχαν διαχρονικά στις πολιτικές εξελίξεις, ο λαός, οι επαναστάσεις και οι μεγάλοι αγώνες για δημοκρατία και ελευθερία. Έτσι, η ιστορία γίνεται μια καρικατούρα κάποιας δήθεν «καθαρής» ταξικής σύγκρουσης μιας τάξης ή ενός κόμματος με μια «πανίσχυρη» ελληνική αστική τάξη που ενεργεί σχεδόν αυτόνομα και προασπίζει τα δικά της συμφέροντα.

Από όλη αυτή την ιστορία, την έχουν πληρώσει μέχρι τώρα κυρίως το 1821 και η δεκαετία του 1940. Με την πλήρη διαστρέβλωση της σημασίας της ελληνικής επανάστασης, του «ΟΧΙ», αλλά και του αντιστασιακού κινήματος. Τώρα τελευταία, έχει τη σειρά της η περίοδος της δικτατορίας, αφού το ΚΚΕ στα τέλη του 2023 παρουσίασε τον Γ2 τόμο του δοκιμίου ιστορίας, ο οποίος αναφέρεται στα χρόνια 1967-1974.

Στην εκδήλωση για την παρουσίαση του τόμου, είχε κατατεθεί η διαπίστωση ότι «η αναστολή της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας συζητιόταν από διάφορους θύλακες της αστικής τάξης, εξυπηρετούσε άμεσα την εγχώρια αστική εξουσία» και ότι «δεν ήταν εκείνη την περίοδο μια μορφή που επιλεγόταν κυρίως για την εξυπηρέτηση ξένης αστικής εξουσίας, των ΗΠΑ. Ούτε, άλλωστε, κινδύνευε η σχέση της Ελλάδας με ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΟΚ», ενώ για την εξωτερική πολιτική της δικτατορίας, το ΚΚΕ διαπίστωνε «αυτονόμηση σε ορισμένα ζητήματα, με στόχο την ισχυροποίηση της θέσης της Ελλάδας».

Αν όμως με τα δοκίμια ασχολούνται κυρίως οι «γνωρίζοντες», υπάρχει και η καθημερινή πολιτική. Στην ανακοίνωσή του λίγες μέρες πριν, στις 21/4/2024, για την επέτειο από την επιβολή της δικτατορίας, το Γραφείο Τύπου της Κ.Ε. του κόμματος αναφέρει ότι «η δικτατορία της 21ης Απρίλη ήταν αποτέλεσμα των ανεπίλυτων ενδοαστικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών στη λειτουργία του αστικού πολιτικού συστήματος», ενώ «οι ενδοαστικές αντιθέσεις περιπλέχτηκαν με τις ενδοϊμπεριαλιστικές».

Έτσι, ο ρόλος των ΗΠΑ στη χούντα εξαφανίζεται σχεδόν ταχυδακτυλουργικά. Οι αντιθέσεις στο εσωτερικό ήταν που οδήγησαν στη χούντα και απλά αυτές «περιπλέχθηκαν» (ωραία λέξη) με τις «ενδοϊμπεριαλιστικές». Οι παλιότερες εκφράσεις περί αμερικανοκίνητου πραξικοπήματος, ξενόδουλης χούντας κ.λπ. αποσύρονται, αφού στην πραγματικότητα δεν είχαμε παρά μια ακόμα εναλλαγή στις μορφές που παίρνει η αστική εξουσία στη χώρα. Δεν αποκρύπτονται απλώς οι υπόγειες κινήσεις των μηχανισμών των ΗΠΑ, αλλά και η διακηρυγμένη πολιτική τους να επιβάλουν σκληρά φιλοαμερικανικά καθεστώτα, ειδικά σε μια εποχή και περιοχή μεγάλων τριγμών και απειλών για την πολιτική τους.

Οι θέσεις αυτές δεν έχουν βεβαίως τη ρίζα τους σε κάποια στοιχεία που ανέδειξε η μελέτη της ιστορίας και τα οποία επέβαλαν αναστοχασμούς και μετατοπίσεις. Η τέτοια ανάγνωση της ιστορίας έρχεται να αντιστοιχηθεί στην πολιτική γραμμή του ΚΚΕ, που βλέπει στην Ελλάδα μόνο μια «καθαρή» ταξική πάλη (οικονομικής και «διεκδικητικής», συνδικαλιστικής κυρίως φύσης), ενώ ανάγει μια σειρά κρίσιμα ζητήματα σε «ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις» στις οποίες δεν χρειάζεται ο λαός, και το ίδιο το κόμμα, να μπλεχτεί. Τι μένει; Η ενίσχυση του μόνου «γνήσιου εκφραστή» της εργατικής τάξης στην Ελλάδα, του ΚΚΕ. Δεν είναι τυχαίο που και η ανακοίνωση για το 1967 καταλήγει στην ανάγκη να ψηφίσουν όλοι το κόμμα στις ευρωεκλογές.

Την ίδια στιγμή, η «προσαρμογή» αυτή δεν γίνεται σε μια τυχαία στιγμή, αλλά σε μια συγκυρία ραγδαίας «αμερικανοποίησης» της πολιτικής ζωής του τόπου. Η μεν κυβέρνηση Μητσοτάκη προχωρά σε συμφωνίες κάθε είδους με την Ουάσιγκτον με όρους που θυμίζουν αποικία, η δε αξιωματική αντιπολίτευση (που κυβέρνησε κι αυτή πριν λίγα χρόνια 100% φιλοαμερικάνικα) μοιάζει να έχει δεχτεί σήμερα μια «επιθετική εξαγορά» από κύκλους των ΗΠΑ.

Το 1999 όταν ήρθε στην Αθήνα ο Κλίντον, προκειμένου να κάμψει κάπως τον αντιαμερικανισμό που εκδηλωνόταν τότε εντονότατα ειδικά μετά τον βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας, προχώρησε σε κάποιες δηλώσεις που εκλήφθηκαν ως ενός είδους «συγνώμη» για τη στήριξη των ΗΠΑ στο πραξικόπημα και τη στενή τους σχέση με το χουντικό καθεστώς. Υπό το φως των νέων θέσεων, ίσως η συγνώμη να ήταν υπερβολική για μια απλή «περιπλοκή»…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!