Είναι αναγκαίο να σπουδάσουμε συνθετικά και χωρίς προκαταλήψεις σε διαφορετικές εμπειρίες

του Βασίλη Ξυδιά

 

Από τις αντιδράσεις στα δύο προηγούμενα κείμενά μου (Κινήματα: από την αντίσταση στη χειραφέτηση ΔτΑ 29/5/2016 και Κινήματα ΙΙ: ένας άλλος τρόπος ζωής είναι εφικτός ΔτΑ 25/6/2016) καταλαβαίνω πως η συζήτηση δεν μπορεί να προχωρήσει αν δεν ξαναδούμε υπό το φως των σημερινών δεδομένων ένα γενικότερο μεθοδολογικό ερώτημα: Πώς συνδέεται το επιμέρους με το καθολικό· πώς σχετίζονται τα ιδιαίτερα κοινωνικά κινήματα με τη γενική πολιτική διέξοδο.

 

Πέραν της «αυτονομίας των κινημάτων»

Το λέω αυτό γιατί έχω την αίσθηση πως, πέραν όλων των άλλων, η ανάπτυξη των αναγκαίων κοινωνικών αγώνων σκοντάφτει σε ένα από τα θεμελιώδη αξιώματα της μεταπολιτευτικής αριστεράς· την περίφημη «αυτονομία των κινημάτων». Είναι μεγάλο θέμα, που σε καμιά περίπτωση δεν προτίθεμαι να το εξαντλήσω εδώ. Θέλω όμως να επισημάνω μια ειδική, αλλά κρίσιμη πλευρά του. Ότι όταν το δόγμα αυτό έγινε κάποτε σημαία της λεγόμενης ανανεωτικής αριστεράς, εξυπηρετούσε μια ειδική ανάγκη εκείνης της περιόδου. Την απαλλαγή των κινημάτων και των ακομμάτιστων ακτιβιστών από την κλασική τριτοδιεθνιστική λογική, που έβλεπε τους κοινωνικούς αγώνες ως αντικείμενο χειραγώγησης και στανικής υπαγωγής σε έναν «έξωθεν» ή «άνωθεν» σχεδιασμό.

Επειδή όμως όλα τα πράγματα έχουν πολλές πλευρές, και το κομματικό καπέλωμα, όπως και ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια, δεν πρέπει να μας διαφεύγει τούτο: Ότι προϊόντος του χρόνου, και όσο ο πολιτικός κομφορμισμός γινόταν δεύτερη φύση της Αριστεράς, η αυτονομία των κινημάτων μετατράπηκε στο αντίθετό της. Σε κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ ό,τι θα μπορούσε να φανταστεί ο Γκράμσι.

Έπαψε να λειτουργεί υπέρ της ριζοσπαστικοποίησης των κινητοποιούμενων κομματιών της κοινωνίας και αποτέλεσε το θεωρητικό άλλοθι για έναν απολύτως κομφορμιστικό καταμερισμό μεταξύ του κομματικού μηχανισμού και της κινηματικής-ακτιβιστικής νομενκλατούρας. Αντί να στηρίζει την απελευθέρωση των κινημάτων από τον κομματικό ζυγό και το κράτος, και να τα φέρνει στο κέντρο της πολιτικής ζωής, τα αποστέρησε από την πολιτική τους δυναμική, αντιπαρέχοντάς τους μια ενδεχομένως ανεξάρτητη, αλλά σε κάθε περίπτωση υποτακτική θέση, στο περιθώριο της καθαυτό πολιτικής πράξης.

Και όπως έλεγα στο προηγούμενο άρθρο, αυτό μπορεί να μην είχε τόση σημασία τις προηγούμενες δεκαετίες, που οι κοινωνικές αντιδράσεις δεν αμφισβητούσαν, έτσι κι αλλιώς, το κοινωνικό συμβόλαιο και τη συστημική κυριαρχία, έχει όμως τεράστια σημασία σήμερα.

 

Ετοιμάζοντας την κοινωνική αντεπίθεση

Σήμερα ζούμε τη γενικευμένη κρίση και την κατάρρευση του παλαιού συστήματος κυριαρχίας. Αυτό που εμφανίζεται ως επίθεση από την πλευρά του συστήματος δεν είναι παρά η αγωνιώδης επιχείρηση ανασυγκρότησής του. Αν μου επιτρέπεται, ο νεολογισμός θα έλεγα πως είναι ένα είδος «επιθετικής άμυνας». Απέναντι σ’ αυτήν δεν μπορεί να αντιταχθεί καμιά «αμυντική» στρατηγική από την πλευρά του κινήματος. Ακόμα η πιο στοιχειώδης αντίσταση στην επιθετικότητα του συστήματος, αν θέλουμε να πατά στη ζωτική διαθεσιμότητα του κόσμου, πρέπει να συναρτάται με την προετοιμασία μιας γενικευμένης αντεπίθεσης.

Ας μην ξεχνάμε πως το κράτος δεν είναι ένας γυμνός μηχανισμός ισχύος και παραπλάνησης. Είναι κάτι πολύ περισσότερο. Είναι ο τρόπος που η κοινωνία συγκροτείται συμβολικά και λειτουργικά σε ενιαίο υποκείμενο, ο τρόπος που αποκτά υπόσταση ως ενιαίος οργανισμός. Γι’ αυτό και όταν το κράτος καταρρέει, είτε στο συμβολικό, είτε στο πρακτικό επίπεδο, τα αντανακλαστικά της κοινωνίας είναι κατ’ αρχήν συντηρητικά, έως και φοβικά πολλές φορές. Κι αυτό πρέπει να είναι απολύτως κατανοητό από την αριστερά. Δεν πρέπει να το βλέπει σαν στοιχείο αντιδραστικότητας του λαού, αλλά σαν έκφραση της θετικής επιθυμίας των ανθρώπων για ζωή – έστω κι αν η ζωή αυτή είναι αλλοτριωμένη.

Εννοείται ότι η κοινωνία έχει μάθει να ζει υπό την κυριαρχία αυτού του κράτους. Άλλον τρόπο δεν ξέρει. Κατά συνέπεια, ο πόλεμος ενάντια στο σύστημα δεν μπορεί να κερδηθεί στη βάση της απόκρουσης και μόνο της συστημικής επίθεσης, όσο σκληρή κι αν είναι αυτή, αν η απόκρουση δεν περιλαμβάνει έστω στον ορίζοντά της την εναλλακτική αντιπρόταση. Όχι υπό την έννοια ενός πλήρους και ορθολογικού κυβερνητικού προγράμματος. Αλλά κυρίως σαν καθημερινή πράξη που καθιστά άμεσα ορατή και βιώσιμη την εναλλακτική δυνατότητα με την έμπρακτη οικοδόμηση εναλλακτικών όρων ανασυγκρότησης της κοινωνίας και των θεμελιωδών λειτουργιών της.

 

Επανάκτηση της πολιτικής από την κοινωνία

Εδώ ακριβώς είναι που η έννοια της αυτονομίας αποκτά την πλήρη και πραγματική της διάσταση. Αυτονομείται το κίνημα όχι απλώς από έναν μηχανισμό (το κόμμα) που επιβάλλει τον δικό του έξωθεν σχεδιασμό. Αυτονομούνται, συμβολικά και λειτουργικά, τμήματα της κοινωνίας από το καταρρέον κρατικό σύστημα. Από την άποψη αυτή το κίνημα δεν είναι ένας μηχανισμός διεκδίκησης κάποιων αιτημάτων, αλλά η κοινή ανακάλυψη της δυνατότητας ότι τα πράγματα μπορούν να γίνουν και αλλιώς απ’ ό,τι το σύστημα θέλει να μας επιβάλει.

Ειρήσθω εν παρόδω, είναι αυτό ακριβώς που απέτρεψε ο ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2012-2015. Κατάφερε να περιορίσει τα κινήματα ανυπακοής και τις κοινωνικές αντιστάσεις στον ιδιαίτερο κοινωνικό τους χώρο. Και ενώ αυτό εμφανιζόταν σαν σεβασμός της αυτονομίας τους, κατ’ ουσίαν ήταν ο τρόπος αποριζοσπαστικοποίησης και συστημικής προσαρμογής τους. Έτσι τους επιβλήθηκε, όπως και σε ολόκληρη τη ριζοσπαστικοποιούμενη κοινωνία, η ανάθεση ως μοναδικός ιμάντας πολιτικοποίησης.

Και δεν είναι μόνον αυτό. Με τη λογική που σταδιακά επέβαλε στις δομές αλληλεγγύης, όσες κατάφερε να ελέγξει, και αργότερα με το Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, ο ΣΥΡΙΖΑ μετέθεσε το κέντρο βάρος της πολιτικής πράξης στη λεγόμενη «ανθρωπιστική κρίση». Στη δημιουργία δηλαδή ενός δικτύου κοινωνικής προστασίας των πλέον ανήμπορων ανθρώπων, που κινδύνευαν να βρεθούν κάτω από το αποδεκτό όριο φτώχειας. Και άφησε χωρίς κινηματικό προσανατολισμό τον πιο δυναμικό φορέα του αντιμνημονιακού ριζοσπαστισμού: τη μεγάλη μάζα των φτωχοποιούμενων λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων (μικροϊδιοκτητών και μισθωτών).

Εδώ, λοιπόν, αναδύεται ένα στοιχείο ποιοτικής διαφοράς σε σχέση με ό,τι γνωρίζουμε ως τώρα σαν κοινωνικούς αγώνες σε αντιπαραβολή προς την «καθαρή» πολιτική. Η εισβολή των κοινωνικών κινημάτων στο πεδίο της πολιτικής δεν μπορεί παρά να συνιστά και μια μορφή αναίρεσης αυτού του διαχωρισμού. Η κοινωνία ανακτά συμβολικά και πρακτικά τομείς της πολιτικής που ως τώρα τους θεωρούσαμε διακριτούς απ’ αυτήν. Πράγμα που μας οδηγεί σε μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση της πολιτικής και της έννοιας του πολιτικού υποκειμένου.

 

Νέα αντίληψη του πολιτικού υποκειμένου

Μέχρι τώρα φανταζόμαστε την πολιτική οργάνωση σαν ένα μηχανισμό πολιτικών στελεχών, συγκροτημένο κυρίως γύρω από τη διεκδίκηση της πολιτικής εξουσίας, που στην περίπτωση της ευρωκομμουνιστικής και σοσιαλιστικής παράδοσης αυτό είχε να κάνει αποκλειστικά με τις κοινοβουλευτικές εκλογές.

Τώρα πρέπει να φανταστούμε το πολιτικό υποκείμενο περισσότερο σαν ένα δίκτυο υποστήριξης, συντονισμού και εκπροσώπησης κοινωνικών κινημάτων, όπου η πολιτική δεν είναι αποκομμένη από την κοινωνία, αλλά αποτελεί οργανική της λειτουργία. Προεξέχον στοιχείο ενός τέτοιου πολιτικού κινήματος δεν είναι τόσο οι ταυτόσημες ιδεολογικές και πολιτικές θέσεις, όσο οι κοινές ή παράλληλες κοινωνικές και πολιτικές πρακτικές.

Δεν υπάρχουν έτοιμα μοντέλα, δυστυχώς ή ευτυχώς. Θα πρέπει να σπουδάσουμε συνθετικά και χωρίς προκαταλήψεις σε διαφορετικές εμπειρίες: από αυτές των ήπιων ευρωπαϊκών και βορειοαμερικανικών κινημάτων πολιτικής συμμετοχής, εναλλακτικής οικονομίας κλπ, έως των πιο μαχητικών, της Χεζμπολάχ στον Λίβανο, των Κούρδων στη Ροτζάβα και των ιθαγενών κοινοτήτων στη Λατινική Αμερική.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!