του Σπύρου Ψαρούδα
Τριάντα τρία χρόνια πριν, τον Νοέμβριο του 1985, ξεκίνησε η κατάληψη στη Λεωφόρο Νίκης 39, στη Θεσσαλονίκη, από φοιτητές και νεολαίους που αντιμετώπιζαν οξυμένο στεγαστικό πρόβλημα. Λίγο νωρίτερα, η τότε κυβέρνηση Παπανδρέου είχε εγκαινιάσει μια οικονομική πολιτική λιτότητας που έπληττε τις ασθενέστερες κοινωνικές τάξεις και, φυσικά, τη νεολαία.
Σημαντικό ρόλο στην απόφαση να καταληφθεί το κτίριο έπαιξαν φοιτητικές συσπειρώσεις και άλλες νεολαιίστικες, κοινωνικές και πολιτικές κινήσεις της Θεσσαλονίκης. Οι συλλογικότητες αυτές συναντήθηκαν στην κοινή διαπίστωση ότι δεν φτάνουν διακηρύξεις και γενικές διαμαρτυρίες για να λυθούν ή να ανακουφιστούν οξυμένα κοινωνικά προβλήματα.
Το συγκεκριμένο κτίριο στη Λεωφόρο Νίκης 39 διαλέχτηκε ανάμεσα σε άλλα γιατί παρέμενε άδειο και αναξιοποίητο επί μια δεκαετία, ενώ ανήκε στο Πανεπιστήμιο, που ως ίδρυμα οφείλει να ικανοποιεί ευρύτερες κοινωνικές ανάγκες, πέρα από τις καθαρά εκπαιδευτικές.
Ακόμα, σημαντικό ρόλο στην επιλογή του κτιρίου έπαιξαν το μέγεθός του και η κεντρική του θέση στην πόλη. Τα χαρακτηριστικά αυτά επέτρεψαν τη στέγαση ενός ικανού αριθμού νέων, που συνεχίζοντας κανονικά την προσωπική ζωή τους, παράλληλα, μπορούσαν να δραστηριοποιούνται συλλογικά για την προβολή της πρότασης «να αξιοποιηθούν τα εκατοντάδες άδεια κτίρια της πόλης για την ανακούφιση του στεγαστικού προβλήματος».
Οι 105 νέοι που έμειναν κατά καιρούς στην κατάληψη, κατά τη διάρκεια της πενταετούς ζωής της, μεταμόρφωσαν με μεράκι το κτίριο. Διαμόρφωσαν προσωπικούς και κοινόχρηστους χώρους με τρόπο που ενώ γινόταν σεβαστές οι ιδιαίτερες ανάγκες του καθένα, παράλληλα, εξυπηρετούνταν οι ανάγκες της συλλογικής ζωής αλλά και της εξωστρέφειας που έπρεπε να έχει η όλη προσπάθεια. Στο ισόγειο του κτιρίου λειτουργούσε καφενείο για τους ενοίκους και τους φίλους της κατάληψης. Στον ίδιο χώρο φιλοξενούνταν οι τακτικές συνελεύσεις των ενοίκων, που αποφάσιζαν συλλογικά για τα ζητήματα που αφορούσαν όλους, καθώς και πολλές άλλες συναντήσεις συντονισμού νεολαιίστικων κινήσεων της πόλης.
Η πρυτανεία του ΑΠΘ αντέδρασε ασκώντας πολλές και ποικίλες πιέσεις. Ενάμιση χρόνο μετά την κατάληψη, έκοψε την παροχή ρεύματος στο κτίριο. Η Επιτροπή Κατάληψης εγκατάστησε γεννήτρια στο υπόγειο του κτιρίου που κάλυπτε για λίγες ώρες το 24ωρο, μέρος των αναγκών του κτιρίου. Αργότερα, η πρυτανεία άσκησε δίωξη σε έναν από τους φοιτητές που έμεναν στην κατάληψη. Αυτό κινητοποίησε την έμπρακτη συμπαράσταση, τόσων πολλών φοιτητικών συσπειρώσεων και άλλων αυτόνομων νεολαιίστικων ομάδων, όσο και των περιοίκων. Μάλιστα, 80 περίπου νέοι ανέλαβαν επώνυμα την ευθύνη για την κατάληψη, με εξώδικό τους προς την πρυτανεία, εκφράζοντας με τον πιο ουσιαστικό τρόπο την αλληλεγγύη τους.
Οι αντιξοότητες, λοιπόν ήταν πολλές και διάφορες. Η προσπάθεια, όμως, άντεξε επί πέντε ολόκληρα χρόνια, που αποτελεί κάτι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί, για τον συγκεκριμένο χαρακτήρα που είχε η κατάληψη.
Στις 30 Νοεμβρίου του 1990, η Επιτροπή κατάληψης, εκτιμώντας ότι τα κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα της εποχής είχαν τροποποιηθεί σημαντικά, αποφάσισε να παραδώσει το κτίριο στο Πανεπιστήμιο. Οι διώξεις ανεστάλησαν. Αργότερα, στο κτίριο λειτούργησε για δέκα περίπου χρόνια το Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ.
Τι έμεινε από την κατάληψη; Όσοι έμειναν στο κτίριο, μπορούν να διαβεβαιώσουν ότι πέρασαν μερικά από τα πιο σημαντικά χρόνια της ζωής τους:
- Αντιμετώπισαν πετυχημένα πολλαπλές προκλήσεις και αντιξοότητες παίζοντας ένα δύσκολο στοίχημα που, γενικά, το κέρδισαν.
- Μοιράστηκαν μια πλούσια συλλογική ζωή με δεκάδες άλλους νέους, εμπλουτίζοντας τη δική τους, αλλά και την κοινωνική εμπειρία της πόλης.
- Υπέδειξαν ότι με την αυτενέργεια και την αλληλεγγύη των πολιτών, μπορούν να δοθούν άμεσες λύσεις στα υπαρκτά κοινωνικά προβλήματα, πέρα από αυτές που προτείνει η κοινωνία της αγοράς.
- Απέδειξαν έμπρακτα ότι η κοινωνία της αποξένωσης και του ανταγωνισμού δεν αποτελεί μονόδρομο.
- Απέδειξαν έμπρακτα ότι είναι εφικτός «ένας κόσμος που να χωράει πολλούς άλλους κόσμους».
Υ.Γ.: Το κείμενο προγράφτηκε το 2001 και αναρτήθηκε στον τοίχο μου, στο facebook, το Νοέμβριο του 2015. Η εικόνα που συνόδευε το κείμενο στο fb, όπως και εδώ, είναι σκαναρισμένη από το περιοδικό Convoy (τεύχος 6, 1986)