Η κυριαρχία των Ισλαμιστών του Ερντογάν είχε για την Τουρκία, τηρουμένων των αναλογιών, την αντίστοιχη βαρύτητα που είχε η επικράτηση των δυνάμεων που επανέφεραν τον καπιταλισμό στην ανατολική Ευρώπη. Βέβαια, με τη σημαντικότατη ποιοτικά διαφορά ότι στην Τουρκία δεν είχαμε και αλλαγή του κοινωνικοικονομικού συστήματος. Σε πολιτικό επίπεδο, όμως, η μεταβολή είχε, και έχει πολύ βαθιές επιπτώσεις στη δομή του συστήματος, στη διάταξη των εσωτερικών δυνάμεων, στον προσανατολισμό της χώρας και στα κέρδη και τις απώλειες για την κοινωνία.
Κυρίαρχοι στην Τουρκία, από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας από τον Μουσταφά Κεμάλ, γνωστότερου ως Κεμάλ Ατατούρκ, ήταν οι αποκαλούμενοι Κεμαλιστές, οι συνεχιστές της πολιτικής του. Με την πάροδο των δεκαετιών, το ιδεολογικό και πολιτικό αυτό ρεύμα που μεταμόρφωσε εκ βάθρων την Οθωμανική Τουρκία και την μετέτρεψε σε ένα σύγχρονο κοσμικό κράτος με όλα τα γνωρίσματα των αστικών δημοκρατιών, άρχισε να φθίνει, να εμφανίζει ρωγμές και να πάσχει από αυξανόμενες εσωτερικές αντιθέσεις. Τα στρατιωτικά πραξικοπήματα που γίνονταν από το 1960 και μετά, με την ανάληψη της εξουσίας όχι από κάποιους λοχαγούς, αλλά από την ηγεσία του στρατού που ήταν συμπαγής και ομογάλακτη, αποσκοπούσαν, όπως οι ίδιοι το έθεταν, να επαναφέρουν τη χώρα, την πολιτική, την κυβέρνηση, στην ευθεία οδό του Κεμαλισμού που εκτροχιαζόταν από τον τρόπο που εφαρμοζόταν από τους πολιτικούς εκφραστές του.
Για παράδειγμα, όταν ο στρατός ανέλαβε την εξουσία το 1960, εκτελέστηκε ο πρωθυπουργός της χώρας, ο Αντνάν Μεντερές, και ο τότε πρόεδρος Τζελάλ Μπαγιάρ, τη γλύτωσε λόγω ορίου ηλικίας. Η βασική κατηγορία ήταν ότι παραβιάστηκαν βασικοί άξονες του κεμαλικού δρόμου. Μάλιστα, μία από τις κατηγορίες, σε μια δίκη που έγινε με δημόσια προβολή της, οι κατηγορούμενοι βαρύνονταν και με την ευθύνη για το πογκρόμ σε βάρος των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων, και ιδίως της ελληνικής, που αποτελούσε τον κεντρικό στόχο της λεηλασίας και της καταστροφής, το Σεπτέμβρη του 1955.
Αλλά ο σταδιακός εκφυλισμός του Κεμαλισμού διέβρωνε και τον ίδιο τον στρατό, που ήταν ο εγγυητής του, εισχωρούσε βαθιά στη δομή του κράτους και αλλοίωνε τις πολιτικές αντιλήψεις ακόμα και των ίδιων των φορέων του Κεμαλισμού. Κι αυτό, βέβαια, δεν ήταν άσχετο με άλλες αλλαγές που συνέβαιναν μέσα κι έξω από την Τουρκία. Οι φορείς του Κεμαλισμού είχαν υποστεί μέσα στις δεκαετίες που ακολούθησαν το θάνατο του Κεμάλ μεγάλη φθορά, από τη διαφθορά και τη στασιμότητα που συνεπάγεται η παραμονή στην εξουσία για μεγάλη χρονική διάρκεια, όπως έγινε και στις σοσιαλιστικές χώρες, όταν οι γραφειοκρατίες αναπαράγουν τον εαυτό τους αδυνατώντας κα προχωρήσουν στους εκσυγχρονισμούς που χρειάζεται κάθε κοινωνία για να μπορέσει να παραμείνει ζωντανή. Και αυτό, αργά ή γρήγορα, οδηγεί στη διάλυση των ίδιων των γραφειοκρατιών και στην κατάρρευσή τους, όχι πάντα σε μια κατεύθυνση καλύτερη, γιατί μπορεί να αντικατασταθούν από μία νέα γραφειοκρατία ή από καινούργιες δυνάμεις οι οποίες βάζουν τα δικά τους συμφέροντα πάνω από τα συμφέροντα της κοινωνίας, όπως συμβαίνει στις καπιταλιστικές χώρες.
Ειδικά τα τελευταία χρόνια, η ένταση της κερδοφορίας της ολιγαρχίας, που επιβλήθηκε από την ακραία αυτή μορφή του καπιταλισμού που αποκαλούμε σήμερα νεοφιλελευθερισμό (τι δράμα, να αποκαλούμε κάτι τόσο αποκρουστικό χρησιμοποιώντας την έννοια της ελευθερίας), έφερε στο προσκήνιο νέες οικονομικές δυνάμεις, πιο επιθετικές, πιο απελευθερωμένες από τους περιορισμούς και τις νόρμες των παλιών καθεστώτων που ξεπερνιούνταν στο διεθνή ανταγωνισμό χωρίς να μπορούν να αναβαθμιστούν εκ των έσω. Αυτή ήταν και είναι μία πολύ μεγάλη πίεση που ασκείται από το νεοφιλελευθερισμό στις κοινωνίες και επιβάλλεται με το ζόρι, πέρα από την εσωτερική τους φθορά, τη γραφειοκρατία, τη στασιμότητα κ.λπ., από τις ισχυρότερες και μεγαλύτερες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, η οποία στη συνέχεια επιτείνει την εσωτερική αποδόμηση και διάλυση των κοινωνιών ή στην καλύτερη περίπτωση οδηγεί σε μια εσωτερική αναδιάταξη, η οποία μπορεί σε μία πρώτη φάση να εμφανίζεται ως ανανέωση, αλλά πολύ γρήγορα, από την ίδια της τη φύση, που στηρίζεται στην υπερένταση της κερδοφορίας και της εκμετάλλευσης, προκαλεί ακόμα μεγαλύτερα δεινά στις χώρες που αναγκάζονται να ακολουθήσουν αυτό το δρόμο.
Παγκόσμια κινούμενη άμμος
Πάντα τηρουμένων των αναλογιών και των διαφορών που υπάρχουν από χώρα σε χώρα και από εποχή σε εποχή, στην Τουρκία συνέβαιναν αλλαγές στη δομή της, όπως συνέβαιναν σε όλη την Ευρώπη. Στην ανατολική Ευρώπη, αυτές οι εσωτερικές ζυμώσεις οδήγησαν σταδιακά στη διάβρωση και αυτοδιάλυση των καθεστώτων των χωρών του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού. Αλλά και στη δυτική Ευρώπη, που δεν έγιναν τόσο μεγάλες ανατροπές, οδήγησαν στη διάβρωση και μετάλλαξη όλων των αριστερών δυνάμεων, κομμάτων και κυβερνήσεων, από την λεγόμενη ριζοσπαστική Αριστερά, τις εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις, τα παραδοσιακά ΚΚ και τα ευρωκομμουνιστικά που σχεδόν αφανίστηκαν, μέχρι τη Σοσιαλδημοκρατία και τα κεντρώα κοινωνικά κόμματα που στην πλειονότητά τους ευθυγραμμίστηκαν με το νεοφιλελεύθερο μοντέλο. Αλλά και τα δεξιά κόμματα δεν έμειναν ανεπηρέαστα απ’ αυτή τη διάβρωση∙ μεταλλάχτηκαν κι αυτά στην κλίμακα που τους αναλογεί. Ένα πολύ σημαντικό μέρος της ευρωπαϊκής Δεξιάς υπέκυψε στον άγριο νεοφιλελευθερισμό, εγκατέλειψε την ειρηνική του πολιτική, αμφισβητεί την αναγκαιότητα του κοινωνικού κράτους, επιβάλλει τη λιτότητα, συρρικνώνει τα εργασιακά δικαιώματα και μάχεται υπέρ των ιδιωτικοποιήσεων ή στρέφεται μαζικά στον εθνικισμό, το ρατσισμό και το νεοφασισμό με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ουδείς, λοιπόν, αναλλοίωτος, προς το χειρότερο.
Οι δε μεγάλες αλλαγές στις ίδιες τις «μητέρες» του σοσιαλιστικού μοντέλου, στη Σοβιετική Ένωση και την Κίνα, επέδρασαν σε παγκόσμιο επίπεδο με τρόπο καταλυτικό. Η αυτοκατάργηση ή αυτοαναίρεση αυτών των μοντέλων είχε δραματικές επιδράσεις σε όλες τις ηπείρους. Δημιουργήθηκε ένα τεράστιο κενό. Η Αριστερά, αλλά και τα περιφερειακά κοινωνικά και πολιτικά μορφώματα, όπως ο Κεμαλισμός και ο Μπααθισμός στην ανατολική Μεσόγειο ή και άλλα καθεστώτα που προκύψανε από τον αντιαποικιακό αγώνα, από το Βιετνάμ μέχρι τη Μοζαμβίκη και τη Νότια Αφρική ή την Παλαιστίνη, βρέθηκαν με ακάλυπτα τα νώτα τους, ιδεολογικά, πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά. Κι αυτό επηρέασε όχι μόνο τις πιο αδύναμες και εξαρτημένες χώρες, αλλά και τις πιο αυτόνομες και κυρίαρχες όπως η Τουρκία. Τόσο οι εσωτερικές διεργασίες όσο και οι διεθνείς εξελίξεις επηρέασαν καθοριστικά την πορεία της Τουρκίας.
Στην Αφρική και την Ασία, ο Ισλαμισμός αναδείχτηκε σαν κυρίαρχο πολιτικό κίνημα καταλαμβάνοντας αυτό το κενό που δημιουργήθηκε από την πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων και την επακόλουθη εξασθένιση των αντίστοιχων ιδεολογιών, τη φθορά των τοπικών καθεστώτων στον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο, την ένταση της εκμετάλλευσης που έφερε ο νεοφιλελευθερισμός παγκοσμίως και την επιστροφή της αποικιοκρατίας στην πιο άγρια εκδοχή της με τους πολέμους και τις επεμβάσεις που εξαπέλυσαν οι Αμερικάνοι, το ΝΑΤΟ, η Ευρώπη και το Ισραήλ στη Μέση Ανατολή, την Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική. Παναμάς, Αϊτή, Ονδούρα, Φόκλαντς, Ιράκ, Αφγανιστάν, Σουδάν, Σομαλία, Τσαντ, Μάλι, Λιβύη, Σιέρα Λεόνε, Ερυθραία, Αιθιοπία, Λίβανος, Παλαιστίνη, Συρία, Γιουγκοσλαβία κ.ά. είναι μερικά από τα πιο κακοποιημένα θύματα αυτών των αλλαγών.
Ο Κεμαλισμός φθίνει, ο Ισλαμισμός έπεται
Με αυτά τα δεδομένα, και μ’ αυτό το περιβάλλον, η Τουρκία δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη. Ναι μεν, ο Κεμάλ Ατατούρκ εξακολουθεί να είναι ο μεγάλος ήρωας, ο μεγάλος νικητής και ο ιδρυτής της σύγχρονης Τουρκίας, αλλά ο Κεμαλισμός είχε υποστεί ανήκεστο βλάβη στην εξέλιξη του χρόνου από τους ίδιους τους θιασώτες του. Έτσι, ο Ισλαμισμός ήρθε να καλύψει αυτό το κενό. Η κοινωνία, τα πιο λαϊκά της στρώματα, με μεγάλο σεβασμό για τον Κεμάλ, υποφέροντας, όμως, από την κεντρική εξουσία αναζητούσαν μια πολιτική που θα τους εμπνέει, θα τους εκπροσωπεί και θα νοιάζεται για τα δικά τους συμφέροντα. Αλλά και ένα σημαντικό κομμάτι της μεσαίας τάξης που ανερχόταν, αλλά εμποδιζόταν από την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων να αναπτυχθεί, αναζητούσε επίσης την πολιτική εκείνη δύναμη που θα τις έδινε αυτή την έξοδο στο προσκήνιο. Αυτή την αναγκαιότητα ήρθε και κάλυψε το πολιτικό Ισλάμ της Τουρκίας, ασυγκρίτως πιο κοσμικό από τις εκφάνσεις του πολιτικού Ισλάμ σε άλλες χώρες, το οποίο μπορούσε να παίζει στο ταμπλό της Ευρώπης και ταυτόχρονα να επαναφέρει συντηρητικές κοινωνικές και πολιτισμικές αντιλήψεις και πρακτικές που ανάγονται στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και οι οποίες ποτέ δεν είχαν ολοκληρωτικά ξεριζωθεί, παρ’ όλο που η Τουρκία είχε κάνει τεράστια βήματα εκσυγχρονισμού και εκκοσμίκευσης στην μεταοθωμανική εποχή. Η θρησκεία έγινε ξανά εργαλείο μαζικού ελέγχου της κοινωνίας αν και όχι με το φανατισμό της Σαουδικής Αραβίας ούτε με την ιδεολογική καθαρότητα του Ιράν. Φαινόμενο που παρατηρείται σήμερα, με τις ανάλογες τοπικές ιδιαιτερότητες, ακόμα και στην Ευρώπη, π.χ. με τον καθολικισμό στην Πολωνία.
Όμως, η απομάκρυνση της Τουρκίας από τον Κεμαλισμό δεν θα μπορούσε να γίνει αναίμακτα. Πουθενά, σε καμία χώρα, αλλαγές δομικές δεν έγιναν χωρίς σημαντικές απώλειες και μεγάλες παρενέργειες. Το βλέπουμε στη Ρωσία, το βλέπουμε στην Ουκρανία, την Ουγγαρία, τη Βουλγαρία, αλλά και στην καρδιά της Ευρώπης, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία κι αλλού.
Σε μια χώρα, σαν την Τουρκία, με ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας απολύτως κοσμικό και αντιθρησκευτικό, στο οποίο περιλαμβάνονται οι περισσότεροι άνθρωποι της μεσαίας και ανώτερης τάξης, αλλά και των γραμμάτων και των τεχνών, η νέα ιδεολογία δημιούργησε ένα βαθύ σχίσμα μέσα στην κοινωνία∙ απ’ τη μια οι κοσμικοί, Κεμαλιστές και αριστεροί, κι απ’ την άλλοι οι θρησκευόμενοι. Σχίσμα και ρήγμα ιδεολογικό, πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτισμικό, σε όλα τα επίπεδα και όλους τους τομείς της ζωής.
Κι απ’ αυτό το σημείο βλέπει κανείς και τις καινούργιες αντιθέσεις που αναπτύσσονται μέσα στο κυρίαρχο στρατόπεδο, το ισλαμικό, όπου η αρχική ομοιογένεια υφίσταται σοβαρότατους κλυδωνισμούς. Δημιουργούνται ξεχωριστά συμφέροντα, τάσεις, δυνάμεις και άτομα που ανταγωνίζονται μεταξύ τους για το ποιος και πώς θα ελέγξει αυτή την πάρα πολύ σπουδαία –από μέγεθος, από ιστορία, από περιοχή, από δυνατότητες- χώρα. Γι’ αυτό, η ομάδα του Ερντογάν συγκρούεται με μια άλλη ισχυρή και οργανωμένη ομάδα με μεγάλη επιρροή μέσα στην Τουρκία, του κληρικού Φ. Γκιουλέν που είναι εγκαταστημένος στην Πενσυλβανία των ΗΠΑ κι έχει φτιάξει ένα τεράστιο μηχανισμό που εκτείνεται στη δικαιοσύνη, την αστυνομία, ακόμη και στο στρατό. Από το 2002 που αναλαμβάνει την εξουσία ο Ερντογάν αρχίζει να εκκαθαρίζει το κράτος κι αυτό είναι η μεγαλύτερη απόδειξη του εκφυλισμού που είχε υποστεί το μετακεμαλικό κεμαλικό κίνημα. Ο στρατός, που σε άλλες συνθήκες θα είχε κάνει πραξικόπημα εναντίον του Ερντογάν στα πρώτα χρόνια, δεν μπορεί να αντιδράσει δυναμικά. Μεθοδικά, ο Ερντογάν καταργεί τους βασικούς άξονες της κεμαλικής πολιτικής και αλλοιώνει τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους και της κοινωνίας δίνοντας προτεραιότητα στον θρησκευτικό παράγοντα, δηλαδή στη συντήρηση. Παράλληλα, όμως, ενισχύονται και οι εσωτερικές ομάδες στο ισλαμικό μπλοκ οι οποίες αρχίζουν να διαχωρίζονται μεταξύ τους και να μην ταυτίζονται τα συμφέροντά τους για τον έλεγχο της χώρας. Εδώ πρέπει να δει κανείς και το ρόλο του ξένου παράγοντα.
Νίκη με… δόντια
Σαν μια κορυφαία έκφραση της εκκοσμίκευσης του κράτους που διαδέχτηκε το οθωμανικό, ο Κεμάλ είχε κλείσει χιλιάδες τζαμιά και είχε απαγορεύσει όλα τα θρησκευτικά σχολεία. Άλλαξε το αλφάβητο αχρηστεύοντας και περιθωριοποιώντας τους ιερωμένους του Ισλάμ που διάβαζαν και διέδιδαν το Κοράνι. Έδωσε ψήφο σε άντρες και γυναίκες, ανατρέποντας αντιλήψεις αιώνων για τους εκ θεού ηγέτες και για το κατώτερο φύλο. Με πολλές επαναστατικές μεταρρυθμίσεις και οξύτατες συγκρούσεις στις δεκαετίες του 1920 και του 1930 χτίστηκε το κοσμικό κράτος γκρεμίζοντας το οθωμανικό, στο οποίο ο Σουλτάνος ήταν ταυτόχρονα και Χαλίφης, δηλαδή Πατριάρχης όλων των μουσουλμάνων του κόσμου.
Στην αρχή της νέας χιλιετίας, κάποια απ’ αυτά τα οθωμανικά στοιχεία επανέφερε και επέβαλε ο Ερντογάν στην τούρκικη κοινωνία παραβιάζοντας τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της κεμαλικής κοσμοαντίληψης. Το ίδιο έκανε και στην εξωτερική πολιτική παραβιάζοντας βίαια ένα σημαντικό κανόνα της αυθεντικής κεμαλικής πολιτικής, του μη επεκτατισμού, του μη παρεμβατισμού, της μη ανάμειξης της Τουρκίας στα εσωτερικά των άλλων χωρών. Ο Ερντογάν ανακατεύτηκε πολύ ενεργά στα εσωτερικά πολιτικά ζητήματα άλλων χωρών, τρώγοντας τα μούτρα του σε πολλές περιπτώσεις, όπως στην Αίγυπτο, τη Συρία, την Παλαιστίνη και το Ιράκ, ήρθε σε τριβές με το Ιράν, συγκρούστηκε με το Ισραήλ, προκάλεσε την Ρωσία και απέτυχε γενικώς στην προσπάθειά του να επιβάλλει την τουρκική κυβέρνηση σαν καθοριστικό παράγοντα διαμόρφωσης των νέων καταστάσεων σε ένα πολύ μεγάλο πεδίο από τη Βόρεια Αφρική μέχρι τα βάθη της Ασίας.
Συνυπολογίζοντας και τον παράγοντα «Κούρδοι», που έχουν ισχυροποιηθεί από τις αλλαγές που έχουν γίνει στη γύρω περιοχή, με ισχυρή παρουσία στη Βουλή της Τουρκίας, το μωσαϊκό στην Τουρκία έχει αλλάξει πάρα πολύ με τις πολιτικές του πολιτικού Ισλάμ. Κι αυτό που συνέβη τώρα, με την απόπειρα πραξικοπήματος, είναι μία έκφραση αυτής της πολύ σοβαρής κρίσης, της έντασης των αντιθέσεων στο εσωτερικό της Τουρκίας, αλλά και στο εξωτερικό πεδίο, με ενδεχόμενες κι άλλες σοβαρές ανακατατάξεις στο εγγύς μέλλον. Έκφρασή της όξυνσης των ανταγωνισμών, αλλά και εκδίκηση του Κεμαλισμού, εάν είναι αληθινός ο ισχυρισμός του Ερντογάν ότι η ανατροπή του υποκινήθηκε και οργανώθηκε από την ισλαμική φράξια του πρώην συνοδοιπόρου του Φ. Γκιουλέν.
Σε αντίθεση με το «φόντο» πολλών ετών, μπροστά σε ένα πελώριο πορτρέτο του Κεμάλ μίλησε στους δημοσιογράφους τη νύχτα του πραξικοπήματος και μπροστά σε ένα άλλο κάδρο του ιδρυτή της Τουρκικής Δημοκρατίας εξήγγειλε ο Ερντογάν την πορεία του από δω κι εμπρός. Προσπαθώντας ενδεχομένως να μετριάσει μια κρίση που δεν θα λήξει ούτε γρήγορα ούτε εύκολα. Προσωρινά ενισχυμένος, αλλά τα σημαντικά προβλήματα, οι ρωγμές και οι αντιθέσεις, που έχουν να κάνουν με τη δομή και το ρόλο της Τουρκίας μέσα στο σύγχρονο γεωπολιτικό πεδίο, παραμένουν σε ένταση και δεν επιλύονται ούτε με αλαζονεία ούτε με τσαμπουκάδες. Μένει να δούμε τους νέους ελιγμούς του Ερντογάν, που δεν είναι αμελητέα προσωπικότητα, αλλά και τα αποθέματα ισχύος και ευφυίας που διαθέτει η τουρκική κοινωνία.
Στέλιος Ελληνιάδης