της Αφροδίτης Κατσαδούρη*
Όπως αλλάζουν οι εποχές ανυποψίαστα μέσα σε ένα βράδυ και όπως το κρύο τρυπάει το κορμί μας κάτω από τη φόδρα, αλλάξανε και οι εποχές και δεν διακρίνονταν από άκρατο μεσσιανισμό και μοιρολατρική εναπόθεση των ελπίδων μας σε ένα πρόσωπο. Μόνο κάπου-κάπου, μες στον αστικό συρφετό ξεπροβάλλει καμιά φορά ένα πυροτέχνημα αναθάρρησης και ύστερα σβήνει γιατί ο κόσμος πια αλλιώτεψε και κοιτάζει μόνο τις δουλειές του. Αυτό συνέβαινε μέχρι τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα από τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης της Χ.Α, και την εμφάνιση μιας γυναίκας η οποία έγινε σύμβολο του αντιφασιστικού αγώνα και σύγχρονη ηρωίδα των ημερών μας.
Μέσα από τον πολύπαθο αγώνα της, η Μάγδα Φύσσα κατάφερε να ζεσταίνει γλυκά τις ημέρες και τις νύχτες μας, θυμίζοντάς μας και αποκαθιστώντας το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής. Όχι με εκείνη την τυφλή, λατρευτική και θεϊκή υπόσταση του παρελθόντος αλλά με έναν αναγεννησιακό τρόπο –σχεδόν συγκινητικό– βαθείας ενσυναίσθησης, άδολης συμπαράστασης και αληθινής αγάπης. Σύμβολο αντίστασης, ασίγαστης επιμονής για κοινωνική δικαιοσύνη, αδιάρρηκτη επιτομή της μητρικής αγάπης, η ιδιαίτερη προσωπικότητά της αξίζει να μελετηθεί υπό το πρίσμα των διαφορετικών ρόλων που κάθε φορά εκείνη ενδύεται και ενσαρκώνει.
Καταγόμενη από ένα μικρό χωριό της επαρχίας και μεγαλώνοντας αργότερα σε μια ταξική προσφυγική φτωχογειτονιά του Πειραιά η Μάγδα Φύσσα αποτελεί εκείνο το λαμπρό παράδειγμα διάρρηξης των μικροοαστικών στερεοτύπων που συντηρούνται στα άστη –εις βάρος πάντα των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων– και καταφέρνει να γίνει η ηρωίδα και η προστάτιδα της διπλανής μεσοτοιχίας. Μέσα από τις κατά πολλούς «υποβαθμισμένες» περιοχές του κέντρου η φιγούρα της Φύσσα ξεπετάγεται με ορμή και τόλμη για να καταθέσει κάθε ικμάδα της δύναμής της στον επτάχρονο αγώνα της εναντίον του πολύμορφου και σκαιού φασισμού. Με ακόρεστη όρεξη για αγώνα και ζωή, αντικρούει κάθε αντικειμενική συνθήκη η οποία εκπορεύεται από το μικρόβιο κοινωνικής ανισότητας, αποδεικνύοντας σθεναρά ότι οι μεγάλες προσωπικότητες έχουν κάθε δημοκρατικό και φυσικό δικαίωμα να δημιουργούνται και να πλάθονται στα πιο απομακρυσμένα από τον χάρτη χωριά, καταμεσής στη δύσκαμπτη αγροτιά, στα εξορισμένα όρη και τα άγρια βουνά, στις εσχατιές του Πειραιά, στα παραγκωνισμένα Καμίνια της μπουρζουαζίας.
Μέσα από τον πύρινο αγώνα της εναντίον του φασισμού δεν εκφράζει μονάχα το προσωπικό της δράμα. Η παραδειγματική αντίστασή της αποκτά πανανθρώπινες διαστάσεις μιας τραγωδίας η οποία ξεπερνάει τα όρια του προσωπικού βιώματος της για να εμπερικλείσει και ύστερα να διαμαρτυρηθεί για όλο το άδικο του κόσμου. Η υψωμένη γροθιά της στέργει τη μοναξιά του αβοήθητου, του απομονωμένου, του παρία, του συνθλιμμένου πρόσφυγα, του φτωχού που μαραζώνει, του μετανάστη, του ξεχασμένου από τον θεό, όλων συμπεριληπτικά των αδυνάμων που η Ιστορία κοίταξε ανελεήμονα και δεν θέλησε να περιλάβει.
Μαζί με όλες τις δυσκολίες και αντιξοότητες που περιβάλλουν το χλωμό πρόσωπό της και κουβαλώντας πάντα όλη την ανθρωπογεωγραφία της υπαίθρου, η Μάγδα γίνεται η ακούραστη μαμά, η γιαγιά, η προγιαγιά, το άκαμπτο μαχητό της ζωής που δεν λυγίζει υπό το βάρος της αμείλικτης πραγματικότητας αλλά παλεύει με νύχια και δόντια για την αποκατάσταση της τάξης. Με τη γροθιά της ανεβασμένη, αλεξίσφαιρη φτερούγα έτοιμη να κυνηγήσει όποιον πείραξε το αυγό της, τα δάχτυλά της να μη μυρίζουν χλωροφύλλη αλλά το μαλακτικό της, με το ηθικό της να αλυχτάει θυμωμένο σαν τολμήσεις και πειράξεις το αυγό της, ωρυόμενη Κολοκοτρώνης αυτή η μάνα, στο τέλος πάντα θα νικάει και θα κρεμάει νικήτρια τη σημαία της και υγρή – από τη μήτρα της τσαλακωμένη.
* Η Αφροδιτη Κατσαδούρη είναι φιλόλογος και πρόσφατα εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «ΑΝΘΡΩΠίΝΑ».