Την ημέρα του γιορτασμού της 58ης επετείου της ίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας διάλεξε ο Ερντογάν για να επιτεθεί σε βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου αμφισβητώντας κάθε έννοια διεθνούς δικαίου. Μιλώντας στο κοινοβούλιο της χώρας του, τη Δευτέρα 1/10, ο Τούρκος πρόεδρος δήλωσε: «Πρέπει να επαναλάβω πως στην Κύπρο και το Αιγαίο δεν μπορεί να γίνει κάποιο βήμα χωρίς την Τουρκία. Αυτοί που προσπαθούν να μας αγνοήσουν σε αυτή την περιοχή, πρέπει να γνωρίζουν πολύ καλά ότι πάνω από όλα θέτουν σε κίνδυνο τη δική τους ύπαρξη. Όπως σε κάθε ζήτημα και στο Αιγαίο έτσι και στην Κύπρο η προτίμησή μας είναι το “win-win”. Όσοι οδηγούν το ζήτημα σε σύγκρουση ή σε κρίση θα λογοδοτήσουν πρώτα στον λαό τους».
Λίγες μέρες νωρίτερα, μιλώντας σε συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής του ομάδας είχε προϊδεάσει για τις επιλογές του: «Όλοι πρέπει να καταλάβουν και να δουν πως τίποτα δεν μπορούν να πετύχουν στην περιοχή χωρίς την Τουρκία. Το ίδιο ισχύει και για τις εξελίξεις στο Αιγαίο και στην Κύπρο. Όσοι νομίζουν πως θα κάνουν πράγματα κάτω από τη μύτη μας και χωρίς την Τουρκία και μάλιστα εναντίον της Τουρκίας, θα καταλάβουν σύντομα πως κάνουν λάθος» είπε χαρακτηριστικά, σύμφωνα με το πρακτορείο Anadolu.
Και αυτές οι, υψηλού τόνου, δηλώσεις δεν αποτελούν τα μοναδικά δείγματα της τουρκικής πολιτικής. Συνδυάζονται με συνεχείς αποκλεισμούς θαλάσσιων και εναέριων περιοχών σε Αιγαίο και Κύπρο, με συστηματικές παραβιάσεις των θαλάσσιων συνόρων και επικίνδυνες προκλήσεις όχι μόνο με σκάφη του λιμενικού αλλά και εναντίων ψαράδων, εσχάτως και ερασιτεχνών, σε ορισμένες περιοχές.
Η συνδυασμένη, λεκτική και έμπρακτη, αμφισβήτηση των συνόρων στο Αιγαίο, η απειλή χρήσης βίας και η άσκηση βίας χαμηλής έντασης αποσκοπεί στη δημιουργία τετελεσμένων στο Αιγαίο. Στοχεύει στην επιβολή των τουρκικών απαιτήσεων ως «κεκτημένα δικαιώματα» και κατ’ επέκταση ως «νομικό κεκτημένο» σε μια μελλοντική διευθέτηση. Η σιωπηλή στάση κατευνασμού της ελληνικής πλευράς και η ανοχή της δυτικής συμμαχίας (ΝΑΤΟ, Ε.Ε.), αποθρασύνει περισσότερο το τουρκικό καθεστώς, διαιωνίζει το κλίμα έντασης και καθιστά πιθανή μια μεγαλύτερης κλίμακας εμπλοκή στην περιοχή.
Ο ελληνικός αστισμός, με «αριστερή» κυβέρνηση αυτή τη φορά, οδηγείται σε μια ιδιότυπη φιλανδοποίηση έναντι του επεκτατισμού της Τουρκίας και παραδίδει τη χώρα από άκρη σε άκρη στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ με την ελπίδα ότι έτσι θα εξασφαλισθεί η προστασία της χώρας
Ελληνικό κενό στρατηγικής
Οι διεκδικήσεις της Τουρκίας σε βάρος Ελλάδας και Κύπρου δεν έχουν καμιά νομική υπόσταση. Ο ίδιος ο Ερντογάν είναι υποχρεωμένος να επικαλείται την ανάγκη κατάργησης της Συνθήκης της Λωζάννης για να νομιμοποιήσει τις τουρκικές απαιτήσεις. Οι πρόσφατες δηλώσεις της πολιτικής και πολιτειακής ηγεσίας των Αθηνών, περί προθυμίας σύγχρονης ερμηνείας των προβλέψεων της συμφωνίας αυτής, όχι μόνο ανοίγουν την όρεξη του τουρκικού επεκτατισμού αλλά νομιμοποιούν τις προθέσεις αμφισβήτησης μιας ισχυρότατης διεθνούς συμφωνίας που προστατεύει την ειρήνη για δεκαετίες στην περιοχή.
Η πολιτική της Άγκυρας στηρίζεται στα πλεονεκτήματα που απορρέουν από την γεωπολιτική θέση της χώρας, βρίσκεται στο επίκεντρο τεράστιων αναστατώσεων και εν εξελίξει σχεδίων ανακατανομής ισχύος σε ολόκληρη τη Μ. Ανατολή, αλλά και την γεωοικονομική της ισχύ ως αγορά (εμπορική και στρατιωτική) υψηλού ενδιαφέροντος, παρά τα σημερινά οξυμένα οικονομικά προβλήματα, τόσο για τις χώρες της Δύσης όσο και της Ανατολής.
Έναντι αυτής της μεγέθυνσης του διεθνούς ειδικού βάρους της Τουρκίας, ο ελληνικός πολιτικός κόσμος δεν έχει να παρουσιάσει κανένα σχέδιο άμυνας ή αποτροπής του τουρκικού επεκτατισμού.
Οι προηγούμενες σχετικές απόπειρες έχουν ολοκληρωτικά αποτύχει. Η υποστήριξη της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας, από την κυβέρνηση Σημίτη, ως εχέγγυο μιας εξομάλυνσης των σχέσεών της με την Ελλάδα (στρατηγική του Ελσίνκι, Δεκέμβρης του 1999) δεν απέδωσε ουσιαστικούς καρπούς. Η προτίμηση της Τουρκίας να απολαμβάνει τα προνόμια του ειδικού καθεστώτος της υπό «ένταξη χώρας», και όχι τις δεσμεύσεις του κράτους-μέλους, συναντήθηκε με τις προθέσεις των ισχυρών της Ε.Ε. να διατηρήσουν διμερείς οικονομικές σχέσεις με τη χώρα, πάρα να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες μιας πλήρους ένταξης. Με αυτά τα δεδομένα η σύνδεση της στήριξης της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας με το κατέβασμα των τόνων σε Αιγαίο και Κύπρο έχασαν κάθε σημασία για την Άγκυρα. Κατά τον ίδιο τρόπο οι παραλλαγές αυτής της πολιτικής που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις Κ. Καραμανλή και Α. Σαμαρά, οδήγησαν στην πλήρη αποδέσμευση της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας από την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής, Βρυξέλλες, Δεκέμβριος του 2004) και την μη υποχρέωσή της να αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, παρά μόνον εάν αυτό συμφωνηθεί αμοιβαία από τις δύο πλευρές.
Ακολούθησε μια μακρά περίοδος έντασης του τουρκικού επεκτατισμού μέχρι που οδηγηθήκαμε στην τελευταία περίοδο με τη μερική ρήξη των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας, την οικοδόμηση σχέσεων της Άγκυρας με τη Ρωσία και το Ιράν, τη διπλή εισβολή και κατοχή εδάφους της Συρίας, τις ευθείες απειλές κατά της υπόστασης της Κύπρου και της αμφισβήτησης των συνόρων στο Αιγαίο. Η κυβέρνηση Τσίπρα συνεχίζει την πολιτική σιωπής έναντι των μεγάλων προκλήσεων της Τουρκίας και παράλληλα επιχειρεί να κατευνάσει την επιθετικότητα Ερντογάν αποδεχόμενη το αίτημα για διορισμό μουφτήδων στη Θράκη ελεγχόμενων από την Άγκυρα. Έτσι, δίπλα στις αμφισβητήσεις στο Αιγαίο, ανοίγει νέος κύκλος τουρκικών επιδιώξεων με αίτημα την αναγνώριση τουρκικής μειονότητας στη Θράκη και αντίστοιχων «δικαιωμάτων» για τους μουσουλμάνους κατοίκους της περιοχής.
Ο ελληνικός αστισμός, με «αριστερή» κυβέρνηση αυτή τη φορά, οδηγείται σε μια ιδιότυπη φιλανδοποίηση έναντι του επεκτατισμού της Τουρκίας και παραδίδει τη χώρα από άκρη σε άκρη στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ με την ελπίδα ότι έτσι θα εξασφαλισθεί η προστασία της χώρας.
Όλα δείχνουν ότι είμαστε όλο και πιο κοντά σε ένα απρόβλεπτης έντασης θερμό επεισόδιο. Η έλλειψη στοιχειώδους προετοιμασίας του λαϊκού παράγοντα καθιστά τις εξελίξεις ακόμα πιο επικίνδυνες.
Έρευνα του Δρόμου
Ο Δρόμος στα επόμενα φύλλα του θα φιλοξενήσει ένα δημόσιο διάλογο σχετικά με τους κινδύνους που απορρέουν από την έξαρση των τουρκικών απειλών κατά της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας και της ειρήνης στην περιοχή. Το θέμα θα είναι:
Με ποια πολιτική έναντι του τουρκικού επεκτατισμού;
Το επίσημο πολιτικό προσωπικό σιωπά έναντι των τουρκικών απειλών σε Αιγαίο και Κύπρο. Υποστηρίζει ως γραμμή διαφυγής τη μετατροπή της χώρας σε απέραντη Νατοϊκή βάση και προσχωρεί πλήρως στις επιθετικές βλέψεις των ΗΠΑ σε Βαλκάνια και Μ. Ανατολή.
– Η Αριστερά αδιαφορεί για τους κινδύνους που απορρέουν από τον τουρκικό επεκτατισμό. Εγκλωβισμένη στα απομεινάρια των αντιλήψεων περί μικρο- ιμπεριαλιστικής χώρας ανακαλύπτει ευθύνες και εθνικισμούς και στις δυο πλευρές του Αιγαίου.
– Οι πολίτες συνηθίζουν τις καθημερινές τουρκικές προκλήσεις και, με εξαίρεση τις παραμεθόριες περιοχές, παραμένουν απροετοίμαστοι μπροστά στην πιθανότητα κλιμάκωσης και ενός θερμού επεισοδίου.
– Υπάρχει πολιτική διεξόδου έναντι του τουρκικού επεκτατισμού;