Ο Αιγύπτιος, θύμα βασανισμού στη Σαλαμίνα, μιλά στο Δρόμο και περιγράφει σκηνές που προκαλούν σοκ. Του Λεωνίδα Σακλαμπάνη

Σκηνές φρίκης, γεμάτες βία, ρατσισμό και δίψα για αίμα, περιγράφει στο Δρόμο ο 29χρονος Ουάλιντ, ο Αιγύπτιος που έπεσε στα χέρια των 3 Ελλήνων και ενός Αλβανού στη Σαλαμίνα με αποτέλεσμα τον βασανισμό του, για τον οποίο, όπως λέει η δικηγόρος του, Σταυρούλα Κοκλιώτη, ασκήθηκε εναντίον των τεσσάρων βασανιστών ποινική δίωξη που αφορά την αρπαγή από κοινού, τη ληστεία από κοινού, την επικίνδυνη σωματική βλάβη από κοινού, την απασχόληση αλλοδαπού που στερείται άδειας διαμονής, καθώς και την προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας από κοινού.
Με τη βοήθεια της δικηγόρου του, ο μετανάστης μεταφέρει με λεπτομέρειες τα όσα έζησε από το πρωί του Σαββάτου, 3 Νοεμβρίου 2012, δηλαδή από τον ξυλοδαρμό του, μέχρι το δέσιμό του με αλυσίδα και την εγκατάλειψή του σε ένα στάβλο, ιδιοκτησίας ενός από τους δράστες.
Παράλληλα, από τα λόγια του ίδιου αντιλαμβάνεται κάποιος πως μόνο από τύχη βρίσκεται ακόμη στη ζωή, όπως επίσης είναι φανερό πως οι τέσσερις δράστες επιτέθηκαν και βασάνισαν τον Ουάλιντ ακριβώς επειδή συγκέντρωνε όλα τα χαρακτηριστικά ενός αδύναμου συμπολίτη μας, τρωτού από παντού. Δηλαδή, είναι εργαζόμενος, μετανάστης, παράνομος, χωρίς χαρτιά, νέος στη χώρα μας (δύο χρόνια βρίσκεται στην Ελλάδα) και ανασφάλιστος (άρα αόρατος για την πολιτεία).  
«Εργαζόμουν τον τελευταίο περίπου ένα χρόνο στο φούρνο ενός από τους δράστες, επτά μέρες την εβδομάδα από τις 4 τα ξημερώματα μέχρι τις 13.30, χωρίς ασφάλιση, με μισθό 800 ευρώ. Τους τελευταίους δύο μήνες δεν είχα πληρωθεί αλλά συνέχιζα να εργάζομαι κανονικά, χωρίς μάλιστα να διαμαρτύρομαι», σημειώνει στον Δρόμο ο Ουάλιντ, ξεκινώντας την περιγραφή του για τη σχέση του θύματος με τον εργοδότη του στη Σαλαμίνα και αφού όπως δηλώνει, τα χρήματα που έβγαζε τα συγκέντρωνε για την οικογένειά του στην Αίγυπτο και τα κρατούσε συνέχεια πάνω του καθώς φοβόταν να τα φυλάξει κάπου.

«Σήμερα θα πεθάνεις..»
«Εκείνο το Σάββατο πήγα κανονικά για δουλειά και γύρω στις 11:30, ρώτησα τον ιδιοκτήτη του φούρνου, που βρισκόταν εκείνη την ώρα στο μαγαζί μαζί με άλλους δύο και έπιναν μπίρες, αν με χρειάζεται κάτι άλλο καθώς είχα τελειώσει τη δουλειά μου. Τότε ήλθαν και οι τρεις προς το εργαστήριο. Ο ένας εξ αυτών με ρώτησε αν έχω πληρωθεί. Απάντησα ότι είμαι απλήρωτος και αυτός εντελώς ξαφνικά, μου έριξε μια γροθιά στο μάτι με αποτέλεσμα από την δύναμη του χτυπήματος να πέσω κάτω. Πεσμένος καθώς ήμουν οι δύο συνέχισαν να με χτυπούν σε όλο μου το σώμα ενώ ο τρίτος με πατούσε με το πόδι του στο κεφάλι. Δυστυχώς δεν μπορούσα να ξεφύγω, είμαι μικρόσωμος, ούτε να αντισταθώ.».
Το ξύλο δεν ήταν παρά μόνο η αρχή αφού ακολούθησε η κλοπή της τσάντας του. Μετά την κλοπή ο τρίτος της «παρέας» πέρασε μια χοντρή αλυσίδα στο λαιμό του, την κλείδωσε με λουκέτο και την τύλιξε γύρω από το σώμα του χτυπημένου Αιγύπτιου. Ο Ουάλιντ συνεχίζει: «Ο ένας εξ αυτών πήγε στην πόρτα του φούρνου, έλεγξε αν υπάρχει κόσμος και αφού βεβαιώθηκε πως δεν υπήρχε κανείς, με σήκωσαν στα χέρια και με μετέφεραν στο κλειστό φορτηγάκι, ιδιοκτησίας ενός εκ των τριών. Ο ένας κάθισε στη θέση του οδηγού ενώ οι άλλοι δύο κάθισαν μαζί μου, με κρατούσαν και με χτυπούσαν. Σε όλη τη διαδρομή τους παρακαλούσα να μη μου κάνουν κακό και αυτοί μου έλεγαν “σήμερα θα πεθάνεις…”».
Οι τρεις τον μεταφέρουν σε ένα στάβλο δίπλα από το σπίτι του ιδιοκτήτη του φούρνου, με τον Ουάλιντ να δέχεται ολοένα και σφοδρότερα χτυπήματα: «Εκεί άρχισαν πάλι να με χτυπούν σε όλο μου το σώμα ενώ κάποιος από τους τρεις κλείδωσε την άκρη της αλυσίδας σε έναν κρίκο που ήταν στον τοίχο του στάβλου. Πήραν τρεις καρέκλες που είχαν φέρει απ’ έξω, κάθισαν απέναντί μου, συνομιλούσαν μεταξύ τους και γελούσαν, έπιναν και κάπνιζαν».
Στην ομάδα των βασανιστών προστέθηκε και ο τέταρτος, μετανάστης από την Αλβανία. «Σα να μην έφταναν όλα, ένας εκ των τεσσάρων πήρε ένα ξύλο που ήταν μέσα σε έναν κουβά με χρώμα ή με κόλλα νομίζω. Και ενώ οι άλλοι δύο με κρατούσαν, ο τρίτος μου κατέβασε το παντελόνι με σκοπό να με κακοποιήσει σεξουαλικά. Εγώ έπεσα κυριολεκτικά στα πόδια του ιδιοκτήτη, τα φιλούσα, έκλαιγα και τον παρακαλούσα να μη μου κάνει κακό. Κάποια στιγμή με άφησαν να μαζέψω το παντελόνι μου και να ντυθώ.
Για πολύ ώρα ακόμα με βασάνιζαν και μου έλεγαν να ζητήσω συγνώμη από τον ιδιοκτήτη, χωρίς να γνωρίζω το λόγο. Τελικά ο ιδιοκτήτης του φούρνου, πριν φύγει για τη δουλειά, πέρασε από τον στάβλο και μου είπε ότι θα με στείλει πίσω στην Αίγυπτο γιατί θα πει ότι εγώ είμαι ο κλέφτης. Του απάντησα ότι δουλεύω ένα χρόνο μαζί σου και δεν σου έχω κλέψει τίποτα. “Είσαι μ….ς” μου είπε και έφυγε».
Ο Ουάλιντ εκμεταλλεύεται την απουσία τους. Ξημερώματα πια, βρίσκει μια πέτρα με την οποία σπάει το λουκέτο, τυλίγει την αλυσίδα γύρω από το λαιμό του και φεύγει τρέχοντας προς το δρόμο. Εκεί, στα Αμπελάκια, τον εντοπίζουν οι περίοικοι και καλούν την αστυνομία, η οποία με ειδικό ψαλίδι του κόβει την αλυσίδα από το λαιμό. Ο Αιγύπτιος μεταφέρεται στο Θριάσιο με σοβαρά χτυπήματα στο κεφάλι και στο σώμα.
Στην ιστορία, να σημειωθεί ότι ο φούρναρης έχει διατελέσει δημοτικός σύμβουλος και αντιδήμαρχος Αμπελακίων με δημοτικό συνδυασμό που υποστήριζε η Νέα Δημοκρατία, ενώ ο γιος του -σύμφωνα με μαρτυρίες- είναι μέλος της Χρυσής Αυγής.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!