Η εμπειρία της γέννησης –η αίσθηση, με άλλα λόγια πως μας γέννησε κάποιος και συνεπώς δεν είμαστε καρπός ενός απόλυτου προγραμματισμού— είναι θεμελιώδους σημασίας για την πορεία του ανθρώπου στη ζωή αλλά και συγκροτητική της ελευθερίας μας. Την εμπειρία αυτή τη χρωστούμε στην εκπαίδευση, η οποία μας επιτρέπει να καταστούμε ανθρώπινα όντα, αφού ο άνθρωπος είναι το μόνο ζωικό είδος που γεννιέται εντελώς ανώριμο κι έχει ανάγκη μακροχρόνιας εκμάθησης προκειμένου να καταστεί πραγματικά αυτόνομος. Αν λοιπόν δεν γεννιόμαστε από μόνοι μας, αυτό ισχύει σε δύο επίπεδα: τόσο βιολογικά όσο και κοινωνικά.
Κι όμως, ο ιμορταλισμός λησμονεί τούτο το ίδιον του ανθρώπου: το γεγονός πως δεν δημιουργείται από μόνος του· το γεγονός πως έχει μια καταγωγή, πως λαμβάνει ένα δώρο (δίχως να υπάρχει απαραίτητα ένας δότης, μιας και με τον όρο «δώρο» εννοώ την εμπειρία του να είναι κανείς «προϊόν δωρεάς»). Οι διάφορες θρησκείες κι οι πνευματικές παραδόσεις του παρελθόντος ανέκαθεν καλλιεργούσαν, φυσικά, τούτη την αίσθηση, τούτη την αντίληψη της ζωής ως δώρου, για τη βαθύτερη βίωση της οποίας δεν είναι διόλου απαραίτητη η αναφορά σε κάποια υπερβατική αρχή.
Η γέννηση συνιστά τη θεμελιωτική εμπειρία της ανθρώπινης κατάστασης. Αποτελεί βίωση της έλλειψης απόλυτου ελέγχου επί της ύπαρξής μου (μιας και δεν επέλεξα να γεννηθώ), αίσθηση χρέους (μιας και δεν υπάρχει αντίδωρο ικανό να ξεπληρώσει τούτο το δώρο), όπως επίσης και βίωμα ετερότητας (μιας και με γεννά κάποιος άλλος). Πρέπει να ξαναδώσουμε την αρμόζουσα σπουδαιότητα σε τούτο το αφήγημα και να το βοηθήσουμε να εκτοπίσει το μοναδικό, πλέον, ιδεολόγημα της ισχύος διά της τεχνολογίας, που έχει πλημμυρίσει το σύνολο της κουλτούρας –από τη ρητορική των ΜΜΕ και τις διαφημίσεις μέχρι τα κινούμενα σχέδια, τους λόγους των πολιτικών και τις εκάστοτε απόπειρές μας να προβλέψουμε το μέλλον.
Μπορούμε μάλιστα να του δώσουμε και μια κριτική χροιά, καταδεικνύοντας τί από το ρεπερτόριο των ανθρώπινων συμπεριφορών θα κατέστρεφε η επίτευξη μιας απόλυτης κυριάρχησης του εαυτού μας. Επί παραδείγματι, ο άνθρωπος θα έχανε κάθε αίσθηση ταπεινότητας, καθώς είναι στο πλαίσιο της σχέσης καταγωγής που αναγνωρίζω τον εαυτό μου ως γεννημένο από κάποιον, ως ένα είδος δευτερότοκου. Και μιαν αντίστοιχη εμπειρία αποποίησης κάθε επιδίωξης απόλυτου ελέγχου τη βιώνουμε κι ως γονείς. Αντιθέτως, αν η σχέση μας προς τον κόσμο αρθρωνόταν αποκλειστικά και μόνο γύρω από την ιδέα της ισχύος, τίποτε από αυτά δεν θα μπορούσε πλέον να καλλιεργείται ως κοινή αξία. Δεν θα βιώναμε πλέον την κομβική εμπειρία του χρέους. Αν το καλοσκεφτούμε, το ερώτημα του Απόστολου Παύλου, «Τι έχεις που να μην το έλαβες;», συνιστά τη βάση της εκπαίδευσης του νεαρού ανθρώπινου όντος, κατά τη διαδικασία εξανθρωπισμού του. Η αίσθηση του χρέους συνέχει τις γενιές κι ενώνει τους συγκαιρινούς. Αντίθετα, η λήθη του χρέους αυτού προκαλεί μια έκρηξη ανευθυνότητας, καθώς μέσα σ’ έναν κόσμο αθανάτων ο καθένας θα ήταν ο μόνος κι αποκλειστικός υπεύθυνος για οτιδήποτε του συμβαίνει. Διότι, αν τα πάντα θεωρούνται προϊόν συνειδητού υπολογισμού, επόμενο είναι να θεωρούμε οποιοδήποτε απρόβλεπτο γεγονός ως λάθος. Μια τέτοια κατάσταση θα εξασθένιζε αναγκαστικά την αίσθηση πως μοιραζόμαστε μια κοινή μοίρα. Ο συμφεροντολογικός υπολογισμός των κινδύνων θα εκτόπιζε πλήρως κάθε αίσθημα αλληλεγγύης.
Οι αθάνατοι δεν συνάπτουν δεσμούς ούτε με τους συγκαιρινούς τους, ούτε με όσους προηγήθηκαν, ούτε όμως και με αυτούς που θα τους διαδεχθούν. Ζουν έξω από κάθε σχέση καταγωγής, εκτός κάθε σχέσης μετάδοσης.
Αυτό συμβαίνει επειδή είναι η θνητότητα εκείνη που μας υπενθυμίζει ότι το εκάστοτε άτομο δεν συνιστά έναν κόσμο από μόνο του. Ο κόσμος μας είναι γεμάτος νεκρούς: συνομιλούμε με τους αποθανόντες οικείους μας, προσευχόμαστε για χάρη τους, ορισμένες φορές τους γράφουμε κιόλας, ενώ, σε κάθε περίπτωση συνεχίζουν να είναι παρόντες στις χειρονομίες μας, στην ψυχική μας διαμόρφωση και σε χίλιες καθημερινές μας συνήθειες, σαν μια κληρονομιά που δεν μπορούμε με τίποτε ν’ αποποιηθούμε. Συγχρόνως υπάρχουν εκείνοι οι νεκροί που συγκροτούν την ταυτότητά μας, παρ’ όλο που δεν τους γνωρίσαμε ποτέ εκ του φυσικού αλλά μόνο μέσω των θεσμών και των δημιουργημάτων που μας κληροδότησαν, μέσω των βιβλίων και της μουσικής που μας μετέδωσαν, μέσω των ιστοριών και της Ιστορίας που διηγούμαστε από γενιά σε γενιά. Με άλλα λόγια, οι νεκροί ζουν μέσα μας κι έτσι μας βοηθούν να κατοικήσουμε τον κόσμο μας. Αυτοί είναι που μας καθιστούν συγκαιρινούς και γι’ αυτό μ’ αρέσει να εντοπίζω –μέσω μιας φανταστικής ετυμολογίας —το ρήμα «είμαι[être]» στη γαλλική λέξη ancêtre, που σημαίνει «πρόγονος». Η πραγματική ετυμολογία, βάσει των λατινικών, μας παραπέμπει βέβαια σε μια άλλη ιδέα, η οποία, εντούτοις, είναι εξίσου ενδεικτική της κατάστασης που περιγράφω: σύμφωνα με αυτήν, πρόγονος είναι αυτός που περπάτησε πριν από εμάς.
Κανείς δεν περπατά μονάχος του.
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Φρανκ Νταμούρ «Μακάριοι οι θνητοί γιατί είναι ακόμα ζωντανοί» που κυκλοφόρησε το 2018 από τις εκδόσεις Μάγμα, σε μετάφραση Νίκου Μάλλιαρη)