Της Βάννας Σφακιανάκη
Πενήντα χρόνια (1950-2000) χρειάστηκαν για να δομηθεί ένας μεγάλος καθετοποιημένος οργανισμός, η ΔΕΗ, με τη σταδιακή εξαγορά όλων των κατά τόπους, ιδιωτικών επιχειρήσεων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και την κατασκευή δικτύων μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, έτσι ώστε να σταθεί δυνατόν να φτάσει η ηλεκτρική ενέργεια σε κάθε γωνιά της χώρας, ακόμα και την πιο απομονωμένη. Χρειάστηκαν και πολύ σημαντικοί οικονομικοί πόροι από το υστέρημα μιας κοινωνίας που βίωνε την αποκατάσταση της οικονομίας στα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια και στη συνέχεια, δεκαετίες πολιτικών λιτότητας.
Στο τέλος αυτής της διαδρομής, όταν οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα μας ήταν οι χαμηλότερες στην Ευρώπη, ξεκίνησε μια αντίστροφη διαδικασία, αυτή της απελευθέρωσης αγοράς ενέργειας. Η διαδικασία αυτή είχε (έχει) ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Η Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλε την προοπτική δημιουργίας μιας ανταγωνιστικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας. Πρακτικά δηλαδή, ο ιδιωτικός τομέας έγινε επίσημος εταίρος στην άσκηση κοινωνικής πολιτικής κατά την παραγωγή και παροχή ενός κοινωνικού αγαθού, της ενέργειας, κάτι που δεν εντάσσεται στο σκοπό του που είναι η παραγωγή κέρδους. Όμως, ο καπιταλισμός πάντα βρίσκει τον τρόπο να μεταρρυθμίζεται.
Τα αλλεπάλληλα «ενεργειακά πακέτα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης , επέβαλαν το διαχωρισμό της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και της προμήθειας ηλεκτρικού ρεύματος στους καταναλωτές σε τέσσερεις διακριτές λειτουργίες με αντίστοιχες διακριτές επιχειρήσεις να τις ασκούν: την παραγωγή, τη μεταφορά, τη διανομή και την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας.
Η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας αφορά σε δύο από τους τέσσερεις αυτούς τομείς, στην παραγωγή και στην προμήθεια ηλεκτρικού ρεύματος που αποτελούν τις λεγόμενες «ανταγωνιστικές δραστηριότητες». Η μεταφορά και η διανομή χαρακτηρίζονται ως «μη-ανταγωνιστικές δραστηριότητες» και ασκούνται αποκλειστικά από Διαχειριστές που για τη χώρα μας είναι ο Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ) και ο Διαχειριστής Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΔΕΔΔΗΕ). Οι Διαχειριστές γενικά και για τη χώρα μας ο ΑΔΜΗΕ και ο ΔΕΔΔΗΕ που έχουν αποσχιστεί από την παλιά καθετοποιημένη ΔΕΗ, είναι επιφορτισμένοι να διαχειρίζονται τα ηλεκτρικά δίκτυα μεταφοράς και διανομής έτσι ώστε όλοι οι παραγωγοί να έχουν πρόσβαση σ’ αυτά χωρίς διακρίσεις.
Τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής ως «φυσικό μονοπώλιο»
«Συγκεκριμένα, ο τομέας των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας χαρακτηρίζεται ως «φυσικό μονοπώλιο» με τα χαρακτηριστικά που προσδίδει η οικονομική επιστήμη στο φυσικό μονοπώλιο, δηλαδή υψηλά εφάπαξ έξοδα (sunk costs) και έλλειψη δυνατότητας επανάληψης αυτών, δηλαδή δημιουργίας παράλληλων δικτύων (non-duplicable network). Σύμφωνα με άλλον ορισμό γίνεται λόγος για «φυσικό μονοπώλιο», όταν το κόστος ενός παρόχου για την παραγωγή ενός προϊόντος είναι χαμηλότερο από το κόστος που θα προέκυπτε για περισσότερους παραγωγούς του ίδιου προϊόντος. Η παραγωγή από περισσότερες ανταγωνιζόμενες επιχειρήσεις θα αποτελούσε σπατάλη πόρων. Όπου υπάρχουν χαρακτηριστικά «φυσικού μονοπωλίου» καθίσταται αντιπαραγωγική και ανορθολογική η επιβολή συνθηκών ελεύθερου ανταγωνισμού.
Όπου υπάρχει «φυσικό μονοπώλιο» εμφανίζεται στην αγορά με αυξημένη ισχύ έναντι των λοιπών συναλλασσομένων, οι οποίοι έχουν ανάγκη τις υπηρεσίες του ή τις υποδομές, των οποίων είναι κύριος, ώστε να δραστηριοποιηθούν στην αγορά. Αυτή η ανισότητα ισχύος δεν είναι δυνατό ή δεν είναι οικονομικά αποτελεσματικό και ορθολογικό να αντιμετωπιστεί με τα παραδοσιακά εργαλεία του ελεύθερου ανταγωνισμού, όπως η ανάπτυξη όμοιας δραστηριότητας και από άλλους.
Αυτές οι παραδοχές είναι που καθιστούν αναγκαία την ρύθμιση μιας αγοράς ή μιας δραστηριότητας, όπως εν προκειμένω της δραστηριότητας που στρέφεται γύρω από τα δίκτυα. Η λογική αυτή εφαρμόζεται παραδοσιακά στους διαχειριστές δικτύων μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, όπου και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ξεκαθαρίσει εδώ και χρόνια, πως εφαρμόζεται η λογική των «φυσικών μονοπωλίων». (1) (Σ.τ.Σ: οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας)
Γιατί η παραγωγή και η διανομή δεν (πρέπει να) αποτελούν «φυσικά μονοπώλια»;
Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να γνώριζε κανείς αν και πώς αιτιολογήθηκε κατά τη διαμόρφωση της πολιτικής της απελευθέρωσης αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας τη δεκαετία του 1990, ο λόγος που τα δίκτυα αποτελούν «καλά μονοπώλια» που θα έπρεπε να διατηρηθούν επειδή στην αντίθετη περίπτωση «καθίσταται αντιπαραγωγική και ανορθολογική η επιβολή συνθηκών ελεύθερου ανταγωνισμού», σε αντιδιαστολή με το ότι οι καθετοποιημένες επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας αποτελούν «κακά μονοπώλια» που θα έπρεπε να διαλυθούν. Σήμερα που οι τιμές του ρεύματος έχουν απογειωθεί και οδηγούν σε απόγνωση τους καταναλωτές αλλά και σε αδιέξοδο τους απανταχού κυβερνώντες, είναι περισσότεροι όσοι αναρωτιούνται για το πώς φτάσαμε σ’ αυτό το σημείο και κάποιοι θα έπρεπε να απολογηθούν γι’ αυτή την πολιτική επιλογή.
Στην πραγματικότητα, όλη η διαδικασία απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας αποτελεί μια ακραία αντιπαραγωγική και ανορθολογική πολιτική επιλογή για πάρα πολλούς λόγους, όπως:
- Η αγορά ενέργειας είναι μία εξαιρετικά ρυθμισμένη αγορά και αυτό δεν μπορεί να αλλάξει με δεδομένο ότι δεν μπορεί να αναιρεθεί ούτε ο χαρακτήρας της ενέργειας ως κοινωνικό αγαθό και ανθρώπινο δικαίωμα, ούτε ο καθοριστικός της ρόλος σε όλες τις παραγωγικές δραστηριότητες,
- Η πολυπλοκότητα της ενεργειακής μετάβασης και η τροποποίηση του ενεργειακού μείγματος με νέες τεχνολογίες θα μπορούσε να έχει επιχειρηθεί χωρίς να έχει συνδυαστεί με απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας και με κατάλληλο σχεδιασμό θα είχε πολύ μικρότερο κόστος τόσο σε φυσικούς και οικονομικούς πόρους όσο και σε γραφειοκρατικούς μηχανισμούς,
- Η αποκέντρωση που συνδυάζεται με τον ανταγωνισμό και έχει πολύ προβληθεί ως στόχος της απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας, όχι μόνο δεν αποδεικνύεται να συμβαίνει αλλά αντίθετα, αποδεικνύεται η συγκέντρωση της παραγωγής ενέργειας σε πολύ λίγες εταιρείες που είναι παράλληλα και προμηθευτές, τουλάχιστον στη χώρα μας ενώ παράλληλα, παρατηρείται η εμπλοκή στην ηλεκτροπαραγωγή και των πανίσχυρων πετρελαϊκών εταιρειών.
Το γεγονός ότι μονοπώλιο και ανταγωνισμός αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος εξηγεί αναλυτικά ο Ντέϊβιντ Χάρβεϊ (2) αναδεικνύοντας πώς:
- Η διατήρηση ανταγωνιστικού περιβάλλοντος μέσω της κρατικής δράσης πλασάρεται γενικά ως ουσιαστική πολιτική στάση για οποιαδήποτε υγιή καπιταλιστική οικονομία,
- Η μονοπωλιακή εξουσία δεν αποτελεί εκτροπή αλλά θεμελιακό στοιχείο του κεφαλαίου και προκύπτει από την επιδίωξη κέρδους και
- Επιδιώκοντας τη χίμαιρα της καθαρής αποκέντρωσης υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να ανοίξουμε το δρόμο σε ένα κρυμμένο συγκεντρωτικό μονοπωλιακό έλεγχο.
Επομένως η πολιτική επιλογή για την απελευθέρωση αγοράς ενέργειας δεν έγινε επειδή κάποιοι δεν έλαβαν υπ’ όψη όλα αυτά, αλλά ακριβώς επειδή τα έλαβαν.
Παραπομπές
1) Θεόδωρος Λύτρας, Επ. Καθηγητής ΕΚΠΑ, «Απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και η σύμβαση προμήθειας, 2017, σελ. 63
2) Ντέϊβιντ Χάρβεϊ, «Δεκαεπτά αντιφάσεις και το τέλος του καπιταλισμού», ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, 2015