Μπορεί η απεργία της Πέμπτης να τελείωσε και ο καθένας να βγάζει τώρα και να διατυπώνει τα δικά του συμπεράσματα για το πώς κύλησε αυτή η «ακόμη μία 24ωρη της ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ». Τα συμπεράσματα οφείλουν να βγουν για να οδηγήσουν και σε μια διαφορετική σκέψη και πράξη. Σε μια διαδικασία η οποία θα ορίζει και θα συγκροτεί το εργατικό και λαϊκό «εμείς» που θα αγωνιστεί για να αποτρέψει την ολοκληρωτική διάλυση της χώρας και τον σφαγιασμό του λαού της.
Ανάμεσα στις απεργιακές πλατφόρμες και τα μανιφέστα που κυκλοφόρησαν την περασμένη εβδομάδα, μονότονες κι απαράλλαχτες, η ανακοίνωση με την οποία το Σωματείο Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης της Χρήσης Εξαρτησιογόνων Ουσιών καλούσε σε απεργία, έλαμπε. Όχι μόνο για το ύφος, αλλά γιατί «εμείς θέλουμε να πιάσουμε την πέτρα και να τη στύψουμε κι ο τόπος ν’ αναστηθεί»:
«Στις 3 Δεκέμβρη απεργούμε, σπρωγμένοι από κάτι αμίλητο, βαθιά εκεί που δεν φτάνουν τα υποδεκάμετρα και τα λογιστικά δεφτέρια να μετρήσουν.
Γιατί είναι ιερός ο δρόμος απ’ το χθες στο σήμερα, πομπή που δεν τη σταματάμε μπρος στα κηρύγματα για κόσμους παράλληλους, παράλληλων προγραμμάτων.
Γιατί ξένα αρπαχτικά γυμνώνουν τα βουνά μας κι ορμάνε στις φλέβες τους.
Γιατί οι κάμποι μας είναι υποθηκευμένοι στους ντόπιους αεριτζήδες.
Γιατί οι θάλασσές μας γίνανε άτιμες εμπορικές πράξεις ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο.
Γιατί απ’ το ψωμί που δεν μας φτάνει, είμαστε έτοιμοι να δώσουμε, για να φάμε όλοι από λιγότερο, όχι οι λίγοι χορτάτοι ακόμα περισσότερο.
Γιατί δεν είναι στο κάλεσμα των “υψηλά ιστάμενων ειδικών του ψωμιού”, που μας ζητούσαν να ψηφίσουμε “ναι” στο δημοψήφισμα, που ανταποκρινόμαστε˙ είναι στη βουή των ανθρώπων που συναντάμε μέσα απ’ τη δουλειά μας και που δεν φτάνει στα βουλωμένα αφτιά των “από πάνω”.
Γιατί δίνουμε αξία στο δίκιο και τη λευτεριά, αντί για το δικό του ψώνιο καθένας κι όλοι μαζί σκλαβωμένοι στους “εταίρους”.
Γιατί εκεί που οι κουμανταδόροι μάς θέλουν πετρωμένους για να μας στύβουν κι ο μύλος της εξάρτησης να γυρνάει αμπόδιστα, εμείς θέλουμε να πιάσουμε την πέτρα και να τη στύψουμε κι ο τόπος ν’ αναστηθεί.
Γιατί και λυγάμε και σπάμε κάποτε, αλλά ξερά δεν γινόμαστε.
Καινούρια τραγούδια βλασταίνουν κιόλας».