Υπάρχει η γενοκτονία και εθνοκάθαρση που εξελίσσεται στη Γάζα, πλέον και με τη βοήθεια της πείνας και των ασθενειών, καθώς σχεδόν 2 εκατομμύρια Παλαιστίνιοι επιβιώνουν όπως-όπως σε ένα μικρό τμήμα στο νότο της ήδη μικροσκοπικής Λωρίδας της Γάζας. Υπάρχει η αντίδραση της παγκόσμιας κοινής γνώμης, που επηρεάζει το λεξιλόγιο και των Δυτικών κυβερνήσεων πια, και στον ΟΗΕ παράγει καταδίκες του Ισραήλ με συντριπτικές πλέον πλειοψηφίες – μέχρις εκεί όμως. Υπάρχει η σιωνιστική προπαγάνδα που επιμένει, με όλο και μικρότερη επιτυχία, να παρουσιάζει μια ναζιστικού τύπου συμπεριφορά σαν κάτι «φυσιολογικό», καταδιώκοντας απηνώς εντός και εκτός Ισραήλ όποιον διαφωνεί.
Όλα αυτά, κι άλλα πολλά, υπάρχουν και συνυπάρχουν. Οι χιλιάδες πράξεις απανθρωπιάς που καθημερινά διαπράττονται στη Γάζα, στη Δυτική Όχθη, στην Ιερουσαλήμ, σε όλη την Παλαιστίνη –στις οποίες δεν δίνεται πια και τόση σημασία, αν και η καθεμία ξεχωριστά συνιστά έγκλημα πολέμου– είναι οι ψηφίδες ενός μωσαϊκού ποτισμένου με αδικία και αίμα. Το πιο δύσκολο απ’ όλα μπροστά σε τόσες ψηφίδες δεν είναι όμως ότι μπορεί κάθε άνθρωπος να συνηθίσει στην απανθρωπιά, κι άρα να επιτρέψει τη διαιώνισή της. Το πιο δύσκολο είναι να διακρίνει προς τα πού πάνε τα πράγματα: τότε θα μπορέσει να καταπολεμήσει την απανθρωπιά πιο αποτελεσματικά.
Και το μωσαϊκό δείχνει ότι τα πράγματα στη Γάζα, γενικά στην Κατεχόμενη Παλαιστίνη, μάλλον και συνολικά στη Μέση Ανατολή, έχουν βρει τοίχο. Όχι, δεν έχουν βρει τοίχο κυρίως οι Παλαιστίνιοι και η Αντίσταση, παρόλο που παίζεται η ίδια τους η ύπαρξη. Τοίχο έχουν βρει πάνω απ’ όλα οι ΗΠΑ, το Ισραήλ κι όσοι τους κάνουν, φανερά ή κρυφά, πλάτες – δηλαδή και κάμποσοι Ευρωπαίοι. Και μάλιστα (αυτό είναι βασικό πρόβλημα!) έχουν πέσει σε διαφορετικό τοίχο ο καθένας. Γι’ αυτό και αδυνατούν να συνεννοηθούν, να συντονιστούν, να χαράξουν μαζί μια διέξοδο. Από εκεί πηγάζουν οι ανακολουθίες, οι αντιφάσεις, οι γελοιοποιήσεις και τα πισώπλατα μαχαιρώματα που δίνουν και παίρνουν στη «σωστή πλευρά της Ιστορίας», όπου τίποτα πια δεν θυμίζει την ομοψυχία των πρώτων εβδομάδων της σύγκρουσης.
Στοιχεία ενός διαρκώς μεταλλασσόμενου μωσαϊκού
Η στρατηγική των δύο βασικών συνιστωσών της άδικης πλευράς της σύγκρουσης, δηλαδή οι ΗΠΑ (με όλη την ενδόρρηξη που τις διαπερνά και εκφράζεται και στο ζήτημα του μακελειού στη Γάζα) και το κατοχικό κράτος του Ισραήλ (που κυβερνιέται από μια πολιτική και οικονομική ελίτ αφιονισμένη πλέον, παραληρηματική), έχουν εμφανώς πια διαφορετικούς στόχους και στρατηγικές. Η μεν Ουάσιγκτον, στον όποιο βαθμό μπορεί να εκφράζεται ενιαία, κατανοεί ότι το μακελειό πρέπει κάπως να ελεγχθεί και σύντομα να τελειώσει, ειδάλλως θα πάψει να είναι διαχειρίσιμο. Το δε Ισραήλ, διά στόματος Νετανιάχου και λοιπών ακραίων, θεωρεί ότι ήρθε η ώρα να υλοποιηθεί επιτέλους το σιωνιστικό όνειρο για μια Παλαιστίνη χωρίς Παλαιστίνιους, και γι’ αυτό δηλώνει ότι «θα πάμε μέχρι τέλους, θα συνεχίσουμε τον πόλεμο όσο χρειάζεται».
Το πόσο έχουν ξεφύγει τα πράγματα γίνεται κατανοητό όταν βλέπει κανείς τον Μπάιντεν να προειδοποιεί δημοσίως το Ισραήλ να συμμαζευτεί, ειδάλλως θα χάσει όποια διεθνή υποστήριξη του έχει απομείνει, τον Νετανιάχου να του απαντά, επίσης δημοσίως, «μην μιλάτε εσείς, που ρίξατε ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι», και τον Μπάιντεν να ανταπαντά: «Οι διεθνείς θεσμοί μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δημιουργήθηκαν για να διασφαλίσουν ότι δεν θα ξανασυμβούν τέτοιου είδους βομβαρδισμοί αμάχων. Μην κάνετε τα ίδια λάθη που κάναμε μετά τις 11 Σεπτεμβρίου. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να εμπλακούμε σε πόλεμο στο Αφγανιστάν»…
Το πρόβλημα του Μπάιντεν –για την ακρίβεια, ένα εξ αυτών– είναι ότι οι ΗΠΑ κυρίως, και σε δεύτερο βαθμό οι λοιποί Δυτικοί, ακύρωσαν και υπονόμευσαν, σχεδόν μέχρις εξαφανίσεως, κάθε λογικό συνομιλητή, και των δύο πλευρών. Τώρα ψάχνουν απελπισμένα να βρουν με ποιους μπορούν να διαπραγματευθούν μια έξοδο από τη σύρραξη με τις λιγότερες δυνατές αβαρίες (δηλαδή διαφυλάσσοντας τουλάχιστον την παρουσία τους στην περιοχή, και τη συνέχιση της ύπαρξης του Ισραήλ ως προκεχωρημένου φυλακίου τους). Αλλά δεν βρίσκουν κανέναν. Στο μεν Ισραήλ έχουν ξεμείνει με τον Νετανιάχου και τα αντίγραφά του, στην δε Παλαιστίνη με έναν Αμπάς που κανείς δεν υπολογίζει (και που εξάλλου, για να επιβιώσει, δεν είναι πια διόλου συνεννοήσιμος). Και στις γύρω αραβικές χώρες «κατάφεραν» να τους κοιτούν κουμπωμένοι και με μισό μάτι όλοι οι φιλοδυτικοί στρατηγοί, βασιλιάδες κι εμίρηδες, που μέχρι χθες έπιναν νερό στο όνομα του (κάθε) Μπάιντεν.
Όλα αυτά διαπιστώνονται σε μια στιγμή που ο χρόνος δεν περισσεύει. Διότι κάθε μέρα που περνά φέρνει όλη την περιοχή πιο κοντά σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις, που απειλούν να τινάξουν στον αέρα τα συμφέροντα και τους σχεδιασμούς της «σωστής πλευράς της Ιστορίας». Πόσο μάλλον που η «λάθος πλευρά» καραδοκεί, όχι για να εκμεταλλευθεί ένα χάος που κι αυτή δεν θέλει, αλλά για να προσφέρει τις καλές της υπηρεσίες στην εξεύρεση μιας ανεκτής διεξόδου. Ο λόγος περί της Μόσχας βέβαια, η οποία πρόσφατα έχει καλλιεργήσει πολύ βαθύτερα τους δεσμούς που πάντα διατηρούσε και με τις δύο πλευρές της σύρραξης. Και μάλιστα με δυναμικούς παράγοντες της κάθε πλευράς, ικανούς να γείρουν τη ζυγαριά προς τη μία ή την άλλη πλευρά (κι αυτό ισχύει για την ισραηλινή πλευρά περισσότερο ίσως κι από την αραβική).
Αντέχει ο Μπάιντεν, αλλά κυρίως συνολικά η βορειοαμερικανική ελίτ, έναν κατευνασμό στη Μέση Ανατολή υπό τις φτερούγες της Μόσχας; Θεωρητική η πιθανότητα της Ρωσίας να πετύχει κάτι τόσο σπουδαίο, αλλά διόλου θεωρητική η πρόκληση για τις ΗΠΑ. Αν συνδυαστεί με τις πληροφορίες για διώξεις όχι πλέον μόνο εναντίον του απατεωνίσκου γιου του Μπάιντεν, αλλά και κατά του ίδιου του Αμερικανού προέδρου, πόσο υπερβολική είναι η υπόνοια ότι η κυρίαρχη πτέρυγα του κατεστημένου έχει αρχίσει να παίρνει τα μέτρα της για την περίπτωση που θα χρειαστεί να τον ξεφορτωθεί; Και να τον αντικαταστήσει με κάποιον που δεν θα κάνει τόσα λάθη και τόση ζημιά; (Διότι η αλήθεια είναι ότι η νυν κυβερνώσα ομάδα φέρθηκε μάλλον απερίσκεπτα, μην βάζοντας επί εβδομάδες όρια σε μια επικίνδυνη σιωνιστική σέχτα που από την αρχή φαινόταν ότι στόχος της δεν ήταν η Χαμάς… Κι αυτό είναι κάτι που σε περιόδους εμφύλιου αρπάγματος μεταξύ πτερύγων των ελίτ δεν κρύβεται εύκολα κάτω από το χαλί).
Ο χρόνος πιέζει και το Ισραήλ, κι ας λέει ο Νετανιάχου ότι θα πολεμά «όσο χρειαστεί». Το πιέζει πολιτικά, καθώς οι επιχειρήσεις μπορεί να προκαλούν εκατόμβες αλλά αδυνατούν να επιτύχουν μια γρήγορη νίκη (εξάλλου, νίκη είναι άλλο πράγμα από την ισοπέδωση μιας λωρίδας γης…). Αλλά το πιέζει και οικονομικά – πόσο μάλλον που για να μην καταρρεύσει εκ των έσω εξαρτάται από τη βοήθεια των ΗΠΑ, κυρίως. Που, σημειωτέον, ήδη άφησαν στα κρύα του λουτρού την Ουκρανία, κι αυτό είναι κάτι που οι Ισραηλινοί το έχουν προσέξει και τους ανησυχεί. Πόση οικονομική αιμορραγία αντέχει το κατοχικό κράτος; Και πόσες φιάλες αίματος και για πόσο καιρό θα του δίνουν οι ΗΠΑ;
Όταν ο καθένας πέφτει σε άλλο τοίχο (η περίπτωση των Ευρωπαίων που τους σέρνει από τη μύτη οποιοσδήποτε Μπάιντεν, Νετανιάχου και Ζελένσκι –δηλαδή όλες οι χαμένες υποθέσεις!– είναι απλώς αξιολύπητη) τα αδιέξοδα πολλαπλασιάζονται. Κι όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, συνήθως υπάρχουν δύο επιλογές: η πρώτη είναι να αφεθεί να βαλτώσει η κατάσταση. Σ’ αυτήν την περίπτωση η κρίση παίρνει μια κάποια αναβολή μέσω προσωρινών και εύθραυστων συμβιβασμών, αλλά αργά ή γρήγορα επιστρέφει ακόμη πιο εκρηκτική. Η δεύτερη επιλογή είναι αυτή που όλοι (πλην όσων την καλλιεργούν) απεύχονται: μια ακόμη οξύτερη κλιμάκωση της σύγκρουσης, με άγνωστη κατάληξη.
Αυτή η δεύτερη επιλογή εξετάζεται στα σοβαρά ως «διέξοδος» τόσο από την εκτός ελέγχου ισραηλινή ηγεσία και ελίτ, όσο και από τμήματα του βαθέος κράτους των ΗΠΑ, που συστατικό κομμάτι του αποτελεί το λεγόμενο εβραϊκό λόμπι. Αυτοί σκέφτονται –και οι προβοκατόρικες διαρροές τους, π.χ. για τρομοκρατικές επιθέσεις στην Ευρώπη οργανωμένες από το Ιράν, το επιβεβαιώνουν – ότι θα μπορούσαν να καλύψουν την αδυναμία τους να επιβάλλουν χωρίς αντιδράσεις μια «τελική λύση» επί των Παλαιστινίων… πώς; Με μια επίθεση (που βεβαίως θα αποκληθεί «αυτοάμυνα») στο Ιράν. Και γαία πυρί μιχθήτω. Είναι αυτή η τρομακτική επιλογή που ωθεί σε ένα διαφορετικό διάβασμα της επιβλητικής αεροναυτικής παρουσίας των ΗΠΑ στην περιοχή, και όλων των αποτρεπτικών δυνατοτήτων της. Το μήνυμα αυτής της παρουσίας μπορεί να είναι το «Μην το κάνετε»! (Το άλλο διάβασμα είναι ότι «εν ανάγκη» θα πάρουν μέρος, ενεργητικά ή παθητικά, σε μια τέτοια τυχοδιωκτική επίθεση – αναμένοντας την αντίδραση της «λάθος πλευράς»…).
Τα παραπάνω πιθανώς φωτίζουν κάποιες πτυχές που δεν «χωρούν» στη μασημένη τροφή την οποία σερβίρει η Δυτική προπαγάνδα. Οπωσδήποτε δεν φωτίζουν το σκοτάδι που κυριαρχεί στη Γάζα. Δεν ανασταίνουν τους αδικοχαμένους. Δεν ταΐζουν τους πεινασμένους. Δεν γιατρεύουν τους τραυματίες και τους άρρωστους. Δεν απαλαίνουν τον βαθύ πόνο των χαροκαμένων. Δεν τιμωρούν τους αρχιεγκληματίες πολέμου και τους συνενόχους τους. Ούτε φτιάχνουν, βέβαια, ένα κυρίαρχο, ανεξάρτητο και βιώσιμο Παλαιστινιακό κράτος. Αυτά μπορεί να τα πετύχει μόνο το πείσμα ενός αδούλωτου λαού, και πιο γρήγορα όταν στο πλάι του έχει όλο και περισσότερους λαούς που κι αυτοί διψούν για πραγματική ελευθερία και χειραφέτηση, όλο και περισσότερα εκατομμύρια ανθρώπων που δεν ανέχονται την απανθρωποποίηση του είδους μας. Μόνο που για να ευοδωθούν με τα λιγότερα δυνατά βάσανα τέτοιοι αγώνες εθνικής αποκατάστασης πρέπει να έχουν συνειδητοποιηθεί και αυτές οι πτυχές. Και άρα να βρεθούν τρόποι εκμετάλλευσης των αδυναμιών και αντιφάσεων ενός αντιπάλου που έχει χάσει κάθε μέτρο και απειλεί να μας βυθίσει όλους στην αρρωστημένη κόλασή του.