Οι μονοσήμαντες ερμηνείες της σημερινής κοινωνικής πραγματικότητας, είναι καταδικασμένες σε αποτυχία. Γιατί αυτή η ίδια είναι πολύπλοκη και πολυσύνθετη, έτσι που δεν μπαίνει εύκολα σε «κουτάκια».

Η ιστορία των τελευταίων χρόνων στην Ελλάδα είναι σημαδεμένη από την πολύμορφη κίνηση των ανθρώπων που συχνά εξέφρασε ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά με ιστορική προέλευση και σημασία. Με τρόπους όχι ευθύγραμμους και εύκολα ανιχνεύσιμους, αλλά συχνά υπόγειους και έμμεσους, η πολιτική κατάσταση επηρεάστηκε ή και καθορίστηκε από αυτή την κίνηση.

Οι συχνές αλλαγές στην κοινωνική δυναμική, στην ένταση και την έκφρασή της, υπήρξαν κι αυτές καθοριστικές. Με πιο σημαντική, την υποστροφή του κοινωνικού ριζοσπαστισμού μετά το 2012. Διαδικασία που καταδείκνυε όχι μόνο τάσεις υποχώρησης, αλλά και πιο σύνθετες απαιτήσεις και ανάγκες που διαστράφηκαν. Οι εξελίξεις του 2015, οδήγησαν τελικά σε μια νέα περίοδο που φαίνεται να χρωματίζεται από την «απάθεια» ή και τη νηνεμία στο επίπεδο των κοινωνικών αντιδράσεων.

Σίγουρα τα πράγματα είναι και πάλι πολυσήμαντα στην ερμηνεία και την αξιολόγησή τους. Για τον λόγο αυτό, χρειάζεται να φωτιστούν από πολλές πλευρές και με τη χρήση πολλαπλών «εργαλείων». Το άρθρο του Αντώνη Ανδρουλιδάκη που δημοσιεύουμε σήμερα, έχει το προτέρημα να αξιοποιεί περιοχές που συνήθως δεν αξιοποιούνται για την εξέταση της κοινωνικής πραγματικότητας.

Ο Δρόμος θα συνεχίσει και στα επόμενα φύλλα να παρουσιάζει προσεγγίσεις για το πώς διαμορφώνεται σήμερα η κατάσταση στην κοινωνία, αλλά και για τις αναζητούμενες προτάσεις διεξόδου.

 

 

Το αντίθετο του Έρωτα δεν είναι ο Φόβος. Είναι η Απάθεια και η Άρνηση που τη συνοδεύει

 

Η έκφραση «δεν κουνιέται φύλλο», που στην κυριολεξία της σημαίνει την πλήρη και αποπνικτική άπνοια, την παντελή απουσία ανέμου, στην αργκό των εξαρτημένων «χρηστών» –με την μεταφορική σημασία της–, νοηματοδοτεί την ανακούφιση από τον δυσβάσταχτο συναισθηματικό πόνο. Η «ντάγκλα», το γλάρωμα, μετά από την παυσίπονη, καταπραϋντική επίδραση ουσιών, όπως η ηρωίνη. Η ίδια έκφραση χρησιμοποιείται ακόμη για να περιγράψει την ερωτική ματαίωση, την απογοήτευση του εραστή μπροστά στο απαθές «σκοτεινό αντικείμενο του πόθου» του που δεν ανταποκρίνεται, αλλά και κάθε άλλη περίπτωση αλεξιθυμίας. Μ’ έναν λόγο, μιλάμε για τη συναισθηματική απάθεια.

Σε μια ιδιότυπη ιεραρχία συναισθηματικής ανταπόκρισης η Απάθεια μοιάζει να καταλαμβάνει την τελευταία θέση, κάτω από την συν-πάθεια, δηλαδή εκείνο το θετικό συναίσθημα που κάποιος τρέφει για κάποιον άλλο, αλλά και την εν-πάθεια (ενσυναίσθηση), δηλαδή την συναισθηματική επάρκεια να βγει κανείς από το καβούκι του και να «ακούσει» πραγματικά τον Άλλο. Κι έτσι, ενώ η «συμπάθεια» και η «ενσυναίσθηση» σφυρηλατούν έναν δεσμό, μια σχέση –η πρώτη σαν «αγκάλιασμα» και η δεύτερη σαν «συνάντηση»– η απάθεια, τον διαρρηγνύει. Ή για την ακρίβεια, δεν του επιτρέπει να υπάρξει. Με άλλα λόγια, ενώ η «συμπάθεια» λέει «νιώθω τον πόνο σου» και η ενσυναίσθηση «σε ακούω προσεκτικά», η Απάθεια λέει «στ’ αρχίδια μου!»

Η Απάθεια, δηλαδή, δεν ορίζεται ως κάτι που «είναι», ως αδιαφορία, αλλά ως έλλειψη. Η Απάθεια είναι «κάτι που λείπει». Είναι μια υπαρξιακή αφαίρεση, ένας ακρωτηριασμός. Μια υπαρξιακή απορρόφηση του πάθους, του ενδιαφέροντος, της συμπόνοιας, του ενθουσιασμού, της χαράς ή ακόμη-ακόμη και του θυμού. Είναι το ψευδό «πθ» που απομένει αν αφαιμάξουμε τα φωνήεντα του Πόθου. Είναι ένα έλλειμμα κινήτρων. Κι αν καμιά φορά η Απάθεια μασκαρεύεται και παριστάνει την ψυχραιμία ή τον ρεαλισμό, τη «γαλήνη» ή την αυτοσυγκράτηση, αρκεί ένα λίγο βαθύτερο άγγιγμα για να ψηλαφήσουμε το συμπυκνωμένο κενό. Την απουσία επαφής και ανταπόκρισης, σε οποιοδήποτε εξωτερικό ερέθισμα.

«Δεν έχει νόημα, ρε!», μοιάζει να είναι το α-κινητοποιητικό μότο που συναντάμε γύρω μας όλο και πιο συχνά. Μια δήλωση, δικαιολογητική της απάθειας που μας δυναστεύει και που βάζει κάτω από το χαλί το καθημερινό μας χάλι. Την απουσία συναισθηματικού, πνευματικού ακόμη και σωματικού –καμιά φορά– ενδιαφέροντος για τη ζωή και τον πλούτο της.

Κι όπως συνέβη μετά το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, όταν η ψυχολογία άρχισε να ερευνά την Απάθεια ως συνέπεια του τραύματος των ανθρώπων που «είδαν το χάρο με τα μάτια τους» και την ως εκ τούτου ανάπτυξη μιας αίσθησης μουδιάσματος, αποσύνδεσης και αδιαφορίας, μάλλον έτσι κι εμείς. Στα μνημόνια, κάπως «είδαμε το χάρο με τα μάτια μας». Είδαμε τον θάνατο της κανονικότητας μας, στο βαθμό που κανονικότητα έτεινε να είναι η μεγέθυνση του επιπέδου καταναλωτικής μας βουλιμίας.

Τις πιο πολλές φορές, η Απάθεια, συνοδεύεται από τον ψυχικό μηχανισμό της Άρνησης, συνοδά χαρακτηριστικά, και τα δυο, της κατάθλιψης, έτσι που να μην ξέρει κανείς ποια είναι η αιτία και ποιο το αιτιατό σ’ αυτήν τη σπειροειδή αλληλοτροφοδότηση.

Αρνιόμαστε την πραγματικότητα γιατί δεν την αντέχουμε. Πολλοί αρνούνται να ακούσουν καν ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα. Λες και το άκουσμα και μόνο κάποιων λέξεων, κάποιων φράσεων, ενεργοποιεί το επώδυνο του τραύματος. «Αχ, δεν μπορώ να ακούω, στεναχωριέμαι», είναι συχνά η πολιτική κατακλείδα, ένα αφορισμός στη θέση του στοχασμού. Η άρνηση μπορεί ακόμη να παραποιεί τα γεγονότα, να στρεβλώνει την πραγματικότητα, να αλλάζει τα δεδομένα, μπας και καταφέρει να τα «χωρέσει», όπως όταν κάποιος βιώνει μια οδυνηρή απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου και ανακουφίζεται με την ψευδαίσθηση πως «δεν μπορεί, απλά πετάχτηκε στο περίπτερο να πάρει τσιγάρα». Κι από την άλλη, στην κοινωνική αγορά διατίθεται, σε «καλές τιμές», και η άρνηση της άρνησης: η ψευδεπίγραφη επαναστατικότητα, ο δήθεν αντισυστημικός τσαμπουκάς, ως θηριώδης μουτσούνα της πιο αβάσταχτης αδιαφορίας.

Στο παζάρι της Απάθειας υπάρχει ακόμη αυτό το περίεργο είδος άρνησης, που οι ψυχολόγοι ορίζουν με τα αρχικά DARVO (Deny the abuse, then Attack the victim for attempting to make them accountable for their offence, thereby Reversing Victim and Offender). Η άρνηση, δηλαδή, της κακοποίησης από τον θύτη και η επίθεση στο θύμα κατηγορώντας το, ότι σ΄ αυτό το ίδιο οφείλεται η κακοποίηση. Δεν φταίει ο βιαστής, αλλά το θύμα που «τα ήθελε κι αυτό». Πρόκειται για την πολιτική έκφραση του πιο ακραίου σεξισμού. Είμαστε υπεύθυνοι εμείς, φταίμε γιατί «τα ήθελε ο κώλος μας», αλλά γι’ αυτό ακριβώς είμαστε και ανεύθυνοι και τεμπέληδες και ζούσαμε πάνω από τις δυνατότητές μας και, και…, και όλη η νεοφιλελέ επιχειρηματολογία του ρεαλισμού και της συμμόρφωσης, που όμως δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά μια ψυχική άρνηση, τύπου DARVO, χρήσιμη βέβαια, όπως και κάθε «χρήσιμη ηλιθιότητα», στην εξυπηρέτηση του κυρίαρχου συστήματος.

Αλλά γιατί συμβαίνουν όλα αυτά; Γιατί έχουμε παγιδευτεί μέσα στη συνθήκη αυτή της Άρνησης και της Απάθειας; Γιατί «φυσάει» πολιτική αδιαφορία, έτσι που «δεν κουνιέται φύλλο»;

Γιατί έτσι έχει δομηθεί, από το κυρίαρχο σύστημα και τους μηχανισμούς του, η γνωστική δομή, το Σχήμα, με το οποίο αναγνωρίζουμε, κωδικοποιούμε, αλλά και αξιολογούμε κάθε ερέθισμα. Ο χάρτης με βάση τον οποίο διαπλέουμε τη μνημονιακή άβυσσο, σχεδιάστηκε σε ανύποπτο χρόνο –και βέβαια συνεχίζει να τροφοδοτείται με πληροφορίες– ένα σύνολο δηλαδή από περασμένες εμπειρίες και αντιδράσεις, καθώς και από έναν όγκο γνώσεων και ιδεών, με βάση τα οποία καθοδηγείται η τωρινή, αλλά και η μελλοντική μας αντίληψη και αξιολόγηση της πραγματικότητας. Οι κυρίαρχοι μηχανισμοί θέσμισης της κοινωνίας, μάς εμβολίασαν με αυτή τη γνωστική δομή, που δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά τα πρότυπα, οι μήτρες ή τα φίλτρα μέσα από τα οποία επεξεργαζόμαστε και κατανοούμε κάθε καινούργια εμπειρία, ώστε να μην αμφισβητείται –μαζικά τουλάχιστον– η ισχύς του ίδιου του γνωστικού χάρτη και άρα και του κυρίαρχου συστήματος.

Παγιδευτήκαμε σε σκέψεις, συναισθήματα και συμπεριφορές, που δεν είναι πραγματικά «δικά μας» και σκοντάφτουμε διαρκώς στις λανθασμένες «ιδέες μας», που επειδή τις νιώθουμε οικείες, τις θεωρούμε και αυτονόητες. Γιατί, αυτό που στ’ αλήθεια έχει συμβεί είναι ότι οι κυρίαρχες ελίτ μας εφοδίασαν με έναν γνωστικό χάρτη που στρέφει την προσοχή μας στις εξωτερικές συνθήκες του Εαυτού, αγνοώντας την εσωτερική μας πραγματικότητα –εκτός αν αυτή «αναλύεται» στην ασφάλεια της ψυχαναλυτικής κλίνης– και κατέρριψε «παραδόσεις» που αν μη τι άλλο αποτελούσαν ένα βασικό πλαίσιο, δίχως να βάλει τίποτα στη θέση τους. Ο γνωστικός μας χάρτης, δηλαδή, είναι γεμάτος από ανισορροπία και κυρίως έλλειμμα εμπιστοσύνης. Είναι κάπως παράδοξο, αλλά φαίνεται πως αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης, το μεγάλο έλλειμμα, μπορεί να στρέφεται ακόμη και ενάντια στο ίδιο το σύστημα και όμως εν τούτοις να το στηρίζει και να το συντηρεί. Γιατί το σύστημα, μέσα απ’ αυτό το χειραγωγημένο έλλειμμα εμπιστοσύνης απέναντι και στο ίδιο, επιτυγχάνει τελικά την τοποθέτηση του υποκειμένου σε μια μετέωρη-οριακή θέση Απάθειας, ανίκανη για αλλαγές. Πράγμα που είναι και το τελικό συστημικό ζητούμενο. Η συντήρηση!

 

Οι «αντιλήψεις» που μας παγιδεύουν

Να, λοιπόν, μερικές «αντιλήψεις μας» από την παγίδευση των οποίων θα μπορούσε να ξεκινήσει κανείς για να απαλλαγεί και να αποκαταστήσει το γνωστικό του χάρτη, ώστε να βρεθεί μακριά από τη συστημική Απάθεια και σε θέση ενδιαφέροντος για Αλλαγή.

– Η «αντίληψή μας», ότι για να αξίζει κανείς, οφείλει να είναι επαρκής, ικανός και επιτυχημένος σε όλα.

– Η «αντίληψή μας», ότι είναι απόλυτα απαραίτητο να μας αγαπούν και να μας εκτιμούν όλοι οι «σημαντικοί Άλλοι» της ζωής μας.

– Η «αντίληψή μας», ότι οι Άλλοι με τους οποίους έχουμε κατά κάποιο τρόπο συγκρουσθεί ή μας έχουν δυσαρεστήσει είναι οι «κακοί», που πρέπει να τιμωρηθούν για τις πράξεις τους.

– Η «αντίληψή μας», ότι είναι τρομερό, καταστροφικό, να μην γίνονται τα πράγματα όπως τα περιμένει κανείς.

– Η «αντίληψή μας», πως η δυστυχία είναι αποτέλεσμα «μοιραίων» παραγόντων, που δεν μπορούμε να ελέγξουμε.

– Η «αντίληψή μας», πως τα αρνητικά συναισθήματα προκαλούνται με κάποιο μαγικό –απροσδιόριστο τρόπο και όχι σαν συνέπεια της διαδικασίας με την οποία επεξεργαζόμαστε τα γεγονότα που μας συμβαίνουν.

– Η «αντίληψή μας», πως αν κάτι είναι επικίνδυνο, βλαπτικό ή «μνημονιακό», αυτό και μόνον πρέπει να απασχολεί διαρκώς και μονοδιάστατα τη σκέψη μας.

– Η «αντίληψή μας», πως είναι πιο εύκολο –και λιγότερο επώδυνο– να αποφύγει κανείς τις προσωπικές ευθύνες, παρά να τις αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο.

– Η «αντίληψή μας», πως είναι απαραίτητο να έχουμε πάντα την υποστήριξη ενός ισχυρότερου από εμάς, για να πετύχουμε.

– Η «αντίληψή μας», ότι οι άνθρωποι και τα πράγματα δεν αλλάζουν, αφού το παρελθόν καθορίζει το παρόν –και το μέλλον– μ’ έναν γραμμικό και «σιδερένιο» τρόπο.

– Η «αντίληψη μας», ότι οι προηγούμενες εμπειρίες μας, όχι μόνο επηρεάζουν την παρούσα συμπεριφορά, αλλά επιπλέον την καθορίζουν τελεσίδικα.

– Η «αντίληψή μας», πως για κάθε πρόβλημα υπάρχει μια σωστή απάντηση και είναι καταστροφικό να μην την ξέρει κανείς.

– Η «αντίληψή μας», πως η στεναχώρια μας για τα προβλήματα των άλλων, κάπως τους βοηθά.

– Η «αντίληψή μας», ότι η ουσιαστική Αλλαγή δεν είναι εφικτή, επειδή η πλειοψηφία των άλλων είναι εγωιστές, ανόητοι ή τεμπέληδες.

– Η «αντίληψή μας», ότι η Απάθεια είναι κάτι σαν φυσικό φαινόμενο… σ’ ένα σύστημα που επιδιώκει με πάθος τη συμμετοχή, δίχως να βάζει κανένα εμπόδιο.

– Η «αντίληψή μας», ότι το σύστημα δεν επιβάλλει με δεκάδες μέσα έναν ηθελημένο αποκλεισμό, ιδιαίτερα των ανθρώπων –και των ιδεών– που επιδιώκουν την Αλλαγή του.

– Η «αντίληψή μας», ότι ένα σύστημα πλημμυρισμένο από marketing θα μπορούσε να επιτρέψει μια χωρίς κόστος συμμετοχή – έκφραση, από την οποία μάλιστα απειλείται.

– Η «αντίληψή μας», ότι τα συστημικά media δεν αποθαρρύνουν τη συμμετοχή, όταν ο κύριος όγκος τους είναι αφιερωμένος στην παραπολιτική και στο lifestyle.

– Η «αντίληψή μας», ότι η πολιτική είναι ένα ακόμη «άθλημα», μόνο για θεατές.

– Η «αντίληψή μας», ότι η ηγεσία έχει κάποια χολιγουντιανά χαρακτηριστικά (κάποιος εκλεκτός, μ’ ένα σημάδι στο μέτωπο, ένας χαρισματικός ήρωας κ.λπ.).

– Η «αντίληψή μας», ότι ο «ηρωισμός», δεν είναι μια συλλογική, ατελής και ίσως μικρή και ασήμαντη «ταλαιπωρία», αλλά μια ατομική, τέλεια και εντυπωσιακή προσπάθεια, που ξεκινάει ξαφνικά και δεν τελειώνει απότομα ή πρόωρα.

– Η «αντίληψή μας», ότι ο «ηρωισμός» δεν είναι μια συνεχής εθελοντική προσπάθεια, αλλά μια κατ’ αποκοπή ιστορική ανάθεση.

Και ίσως, ένας ακόμη πιο εξαντλητικός κατάλογος με «λάθος» πληροφορίες, που το σύστημα έχει κάνει download, σχεδιάζοντας τον ψυχικό μας χάρτη.

Όμως, για να «φυσήξει ούριος άνεμος», για «να κουνηθεί φύλλο», χρειάζεται μάλλον να θυσιάσουμε κάποιες απ’ αυτές τις βέβαιες «αντιλήψεις μας».

«Αντιπαθώ τους αδιάφορους…Η αδιαφορία είναι αβουλία, είναι παρασιτισμός, είναι δειλία, δεν είναι ζωή. Η αδιαφορία είναι το νεκρό βάρος της Ιστορίας. Η αδιαφορία δρα πάνω στην Ιστορία. Δρα παθητικά, αλλά δρα. Είναι η κτηνώδης ύλη που πνίγει την ευφυία… Αυτό που συμβαίνει, το κακό που πέφτει πάνω σε όλους, συμβαίνει, γιατί η μάζα των ανθρώπων απαρνιέται τη βούλησή της… Φαίνεται λοιπόν, σαν η Ιστορία να μην είναι τίποτα άλλο από ένα τεράστιο φυσικό φαινόμενο, μια έκρηξη ηφαιστείου, ένας σεισμός, όπου όλοι είναι θύματα, αυτοί που τον θέλησαν κι αυτοί που δεν το θέλησαν, αυτοί που γνώριζαν κι αυτοί που δεν γνώριζαν, αυτοί που ήταν δραστήριοι κι αυτοί που αδιαφορούσαν… Ζω, είμαι ενταγμένος», ορίζει, σχεδόν με εναγώνιο σπαραγμό, ο Αντόνιο Γκράμσι.

Ο Γκράμσι «της Αισιοδοξίας της Βουλήσεως»!

Κι όλο αυτό με κάνει να αναθεωρήσω έναν παλιότερο αφορισμό, που τον είχα κι εγώ για σίγουρο. Ε λοιπόν, το αντίθετο του Έρωτα δεν είναι ο Φόβος. Είναι η Απάθεια και η Άρνηση που τη συνοδεύει. Αυτή είναι μια αντίληψη που πρέπει να επαναξιολογήσω στον κληρονομημένο γνωστικό μου χάρτη. Και την αλλαγή την καταλαβαίνει πάντα κανείς από το δροσερό αεράκι που πνέει μέσα του και φουσκώνει τα πανιά του…

Το αντίθετο του Έρωτα δεν είναι ο Φόβος, είναι η Απάθεια.

 

 

* Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης είναι σύμβουλος Ψυχικής Υγείας – ψυχοθεραπευτής

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!