Η δημοσκοπική εταιρεία Public Issue διεξήγαγε έρευνα σχετικά με τη δημοτικότητα της Προέδρου της Δημοκρατίας, την οποία συνέκρινε με τις αντίστοιχες των προηγούμενων προέδρων. Σύμφωνα με την έρευνα, τρία χρόνια μετά την ανάληψη των καθηκόντων της, η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών (60%) εκφράζει πλέον αρνητική γνώμη για την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ενώ σχεδόν οι μισοί (30%) είναι αυτοί που καταγράφουν θετική γνώμη. Συγκεκριμένα το 40% δηλώνει πως έχει αρνητική γνώμη και το 20% μάλλον αρνητική, ενώ μόλις 11% και 19% δηλώνουν πως έχουν θετική και μάλλον θετική γνώμη, αντίστοιχα, με το 10% των πολιτών να αρνείται να τοποθετηθεί.

Ας εξαιρέσουμε από τη συζήτηση τις δύο περιόδους του Κ. Στεφανόπουλου (86% το 1995-2005) και την πρώτη του Κ. Παπούλια (84% το 2005-2010). Η περίοδος 1995-2010 είχε άλλα πολιτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά. Κυριαρχούσε το αφήγημα της ανάπτυξης, της ανόδου της ελληνικής οικονομίας, της «εφόρμησης» στα Βαλκάνια και των Ολυμπιακών Αγώνων. Αφήγημα το οποίο κέρδιζε ακροατήρια και δεν έθετε ριζικές αμφιβολίες για την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος.

Έχει περισσότερο νόημα να αντιπαραθέσουμε τη δεύτερη θητεία Κ. Παπούλια (2010-2015) και αυτή του Προκόπη Παυλόπουλου (2015-2020) κατά τις οποίες οι θετικές γνώμες έφταναν στο 57% και 62%, αντίστοιχα. Ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να καταγράφονται συρρικνωμένα ποσοστά δημοφιλίας των προέδρων αλλά απέχουν παρασάγγας από τη δυσπιστία προς το πρόσωπο της σημερινής προέδρου. Εδώ να σημειώσουμε πως η Κ. Σακελλαροπούλου είναι η μοναδική πρόεδρος που πέτυχε αρνητική δημοφιλία.

Επίσης έχει νόημα να θυμηθούμε πώς και γιατί αναδείχθηκε η πρώην ανώτατη δικαστικός σε πρόταση του Κ. Μητσοτάκη. Στην πραγματικότητα αποτέλεσε μια λύση αφού ήταν δεδομένο πως δεν θα απομακρυνόταν από την επίσημη κυβερνητική γραμμή τουλάχιστον στα κεντρικά ζητήματα, ενώ ήταν και μια επικοινωνιακή λύση που θα ασκούσε πίεση στην αντιπολίτευση, αφού η Ν.Δ. θα ήταν αυτή που θα πρότεινε την πρώτη γυναίκα πρόεδρο.

Αρχικά, υπήρξε αποδοχή και οι θετικές γνώμες ήταν σίγουρα πλειοψηφικές (γύρω το 60%), παρά τη στάση που είχε κρατήσει εντός του ΣτΕ σε αρκετά κρίσιμα ζητήματα. Σταχυολογώντας να θυμίσουμε την απαλλακτική ψήφο της στον Γ. Παπακωνσταντίνου για τη λίστα Λαγκάρντ, τις θετικές ψήφους για εξόρυξη στη Χαλκιδική και ΧΥΤΑ στην Κερατέα, την εισήγηση εξαίρεσης των αιολικών πάρκων από τις αναδασωτέες περιοχές, την κύρωση της κατάργησης 13ου-14ου μισθού και της περικοπής των συντάξεων.

Για την κ. Σακελλαροπούλου μπορεί να μην χρειάζεται οι δικαστικές αποφάσεις να αντιστοιχίζονται με το κοινό αίσθημα (δήλωσής της για την υπόθεση Λιγνάδη) αλλά στην πραγματικότητα επιβάλλεται να αντιστοιχίζονται με αυτό οι τοποθετήσεις της Προέδρου της Δημοκρατίας. Η «διασυνοριακή Θράκη», «οι ανοιχτοί ορίζοντες ενάντια στις τουρκικές προκλήσεις», το «ύψιστο καθήκον για τη διζωνική ομοσπονδία της Κύπρου», η πλήρης και σε όλα στήριξη στην Ουκρανία απέχουν πολύ από την πιο πλατιά και ενωτική στάση που θα προέβλεπε μια τοποθέτηση από το Προεδρικό Μέγαρο.

Ίσως το πιο αστείο (ή και τραγικό) είναι πως μετά τη δημοσιοποίηση της συγκεκριμένης έρευνας, επιχειρείται να δικαιολογηθεί η αρνητική της δημοφιλία από κάποια ΜΜΕ, κυβερνητικά και ΣΥΡΙΖιτικά,(αυτό κι αν δεν έχει πολύ ενδιαφέρον) από τον σεξισμό «που μαστίζει» την ελληνική κοινωνία ή επειδή δεν βράβευσε τελικά τον Ιάσονα Αποστολόπουλο (για τους μεν) και διερεύνησε το ενδεχόμενο για πολιτικό όρκο (για τους δε).

Η πραγματικότητα βέβαια είναι πως, η πρόεδρος επέλεξε να συστρατευθεί πλήρως με την επίσημη γραμμή της κυβέρνησης (όχι πως διαφέρει πολύ από αυτή της αντιπολίτευσης), αντί να προσπαθήσει να αφουγκραστεί την κοινωνία και να φέρει έναν (έστω και λίγο) διαφορετικό λόγο από αυτόν του συνόλου του πολιτικού συστήματος.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!