Μια μακροπρόθεσμη, εντατική και προσεκτικά σχεδιασμένη πρακτική
Του James Petras*
Η έκθεση της Γερουσίας των ΗΠΑ σχετικά με το βασανισμό από τη CIA των φερόμενων ως τρομοκρατών, θέτει κάποια κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με τη φύση και τον τρόπο λειτουργίας του κράτους και τη σχέση του εκτελεστικού τομέα και του Κογκρέσου με το τεράστιο δίκτυο των μυστικών υπηρεσιών.
CIA: Μια διεθνής μυστική αστυνομία
Τα όσα αποκαλύπτονται στην έκθεση της Γερουσίας σχετικά με το βασανισμό υπόπτων για τρομοκρατία, μετά τη βομβιστική επίθεση της 11/9, είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Η έκθεση αποσιωπά το ιστορικό και το ευρύτερο πλαίσιο των δραστηριοτήτων στις οποίες εμπλέκεται η CIA. Η CIA έχει οργανώσει μεγάλης κλίμακας αποστολές δολοφονιών και βάρβαρων βασανιστηρίων στο Βιετνάμ (επιχείρηση Φοίνιξ), πολλαπλές δολοφονίες πολιτικών ηγετών στο Κονγκό, τη Χιλή, τη Δομινικανή Δημοκρατία, το Βιετνάμ, τη Μέση Ανατολή, την Κεντρική Αμερική και αλλού, απαγωγές και «εξαφανίσεις» ακτιβιστών στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, μαζική διακίνηση ναρκωτικών στο «Χρυσό Τρίγωνο» στη Νοτιοανατολική Ασία και Κεντρική Αμερική (Πόλεμος Ιράν-Κόντρα).
Η έκθεση της Γερουσίας δεν τοποθετεί τις τρομοκρατικές ενέργειες και τους βασανισμούς της CIA σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο – τέτοιο που να αποκαλύπτει τη συστηματική χρήση βασανισμών και βίας ως όργανο άσκησης πολιτικής. Αντίθετα προς τους ισχυρισμούς του Λευκού Οίκου και της Γερουσίας ότι τα βασανιστήρια ήταν ένα πολιτικό λάθος που διέπραξαν «ανίκανοι» (ή διεστραμμένοι) πράκτορες, τα ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι η μακροπρόθεσμη και εντατική χρήση βασανιστηρίων, δολοφονιών και απαγωγών από τη CIA αποτελεί μια προσεκτικά σχεδιασμένη πολιτική που οργανώνεται από ιδιαίτερα καταρτισμένα και έμπειρα στελέχη που λειτουργούν στα πλαίσια μιας συνολικής στρατηγικής που τελεί υπό την έγκριση της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας.
Η έκθεση αντιμετωπίζει τους βασανισμούς ως ένα «μεμονωμένο» περιστατικό, διαχωρισμένο από την πολιτική της διατήρησης της αυτοκρατορίας των ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα τα βασανιστήρια ήταν πάντα ένα αναπόσπαστο κομμάτι των ιμπεριαλιστικών πολέμων της αποικιοκρατίας και των επιχειρήσεων ενάντια σε κάθε αντίσταση.
Οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι προκαλούν μαζική αντίδραση και καθολική εχθρότητα. Η αστυνόμευση της κατεχόμενης χώρας δεν μπορεί να στηριχθεί στην υποστήριξη της τοπικής κοινωνίας, πόσο μάλλον στην εθελοντική προσφορά «πληροφοριών» στους κατακτητές. Οι δυνάμεις κατοχής ενεργούν μέσα από τα οχυρά τους που είναι περικυκλωμένα από μια θάλασσα εχθρότητας. Οι δωροδοκίες και η συνεργασία με ντόπιους πληροφοριοδότες δεν παρέχουν σημαντικές πληροφορίες, ειδικά σχετικά με τις επιχειρήσεις των κινημάτων αντίστασης και των ακτιβιστών. Οι οικογενειακοί, φιλικοί, θρησκευτικοί, εθνικοί και ταξικοί δεσμοί σχηματίζουν ένα δίχτυ προστασίας. Για να διασπάσουν αυτό το προστατευτικό δίκτυο οι αποικιοκρατικές δυνάμεις καταφεύγουν στο βασανισμό των υπόπτων και των μελών της οικογένειάς τους. Οι βασανισμοί αποτελούν ρουτίνα ως αναπόσπαστο κομμάτι των πολιτικών εδραίωσης της ιμπεριαλιστικής κατοχής. Η μαζική καταστροφή του τρόπου ζωής και του επιπέδου διαβίωσης της τοπικής κοινωνίας δεν μπορεί να αντισταθμιστεί από την ιμπεριαλιστική «βοήθεια» – την οποία, έτσι κι αλλιώς, κλέβουν οι ντόπιοι συνεργάτες των κατακτητών, οι οποίοι στη συνέχεια απομονώνονται από τον υπόλοιπο πληθυσμό και άρα είναι άχρηστοι ως πληροφοριοδότες. Το «καρότο» που απολαμβάνουν οι λίγοι συνεργάτες αντισταθμίζεται από τα βασανιστήρια ή την απειλή για βασανισμό όσων αντιστέκονται.
Οι βασανισμοί δεν δημοσιοποιούνται στο εσωτερικό, ακόμα κι αν κάποιες «ενημερωμένες» επιτροπές του Κογκρέσου αναγνωρίζουν την ύπαρξή τους. Όμως στις κατεχόμενες χώρες η βία που ασκεί η CIA και ο στρατός ενάντια σε όσους συλλαμβάνονται σε μπλόκα ως ύποπτοι αντίστασης, αποτελεί ένα βασικό όπλο εκφοβισμού του τοπικού πληθυσμού. Ο βασανισμός ενός μέλους της οικογένειας προκαλεί φόβο (και μίσος) στους συγγενείς, τους γνωστούς, τους γείτονες και τους συναδέλφους. Τα βασανιστήρια είναι ένα βασικό όργανο μαζικού εκφοβισμού – μια προσπάθεια να ελαχιστοποιηθεί η συνεργασία ανάμεσα στη μειοψηφία όσων αντιστέκονται δυναμικά και την πλειοψηφία του λαού που τους υποστηρίζει έστω και παθητικά.
Η έκθεση της Γερουσίας ισχυρίζεται ότι τα βασανιστήρια αποδείχτηκαν άχρηστα ως μέσα συλλογής πληροφοριών. Διατείνεται, επίσης, ότι τα θύματα δεν είχαν πληροφορίες που θα μπορούσαν να φανούν χρήσιμες σε όσους σχεδιάζουν την ιμπεριαλιστική πολιτική.
Τα βασανιστήρια… αυτοδικαιώνονται
Ο νυν αρχηγός της CIA, Τζον Μπρέναν, απορρίπτει τους ισχυρισμούς της Γερουσίας και επιμένει ότι τα βασανιστήρια «απέδωσαν», την ίδια στιγμή που συγκαταβατικά παραδέχεται ότι έγιναν «κάποια λάθη» (όπως π.χ. ότι το κράτημα του κεφαλιού ενός υπόπτου κάτω από το νερό κράτησε λίγο παραπάνω ή ότι η ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος στα γεννητικά όργανα κάποιου άλλου ήταν κάπως υψηλότερη). Ο Μπρέναν επιμένει ότι χάρη στους βασανισμούς ανακτήθηκαν πληροφορίες που οδήγησαν στη σύλληψη ακτιβιστών και «τρομοκρατών».
Εάν, λοιπόν, τα βασανιστήρια «αποδίδουν» όπως ισχυρίζεται ο Μπρέναν, τότε τίποτα δεν εμποδίζει τη Γερουσία και τον Πρόεδρο να εγκρίνουν τη χρήση τους. Η απαξίωση της ανθρώπινης ζωής δεν θεωρείται κατ’ αρχήν κακή ούτε ηθικά και πολιτικά απαράδεκτη.
Σύμφωνα με τα όσα ανοιχτά υποστηρίζει ο Μπρέναν και σιωπηρά στηρίζει η Γερουσία, μόνο τα «άχρηστα» βασανιστήρια είναι καταδικαστέα – εάν ένα θύμα βασανισμού αποκαλύψει μια διεύθυνση ή κατονομάσει κάποιον ως «τρομοκράτη» επειδή δεν αντέχει τον πόνο, τότε σύμφωνα με τα κριτήρια της Γερουσίας τα βασανιστήρια είναι δικαιολογημένα.
Σύμφωνα με τον επιχειρησιακό κώδικα της CIA, η διεθνής νομοθεσία και η Συνθήκη της Γενεύης πρέπει να τροποποιηθούν: τα βασανιστήρια δεν πρέπει να απαγορεύονται και οι βασανιστές δεν πρέπει να οδηγούνται στη Δικαιοσύνη. Σύμφωνα με τη Γερουσία μόνο τα βασανιστήρια που «δεν αποδίδουν» είναι καταδικαστέα και ο πιο κατάλληλος για να αποφασίσει κάτι τέτοιο είναι ο αρχιβασανιστής, δηλαδή ο διευθυντής της CIA.
Στον ίδιο τόνο με τον Μπρέναν, ο Πρόεδρος Ομπάμα έσπευσε να υπερασπιστεί την CIA δηλώνοντας ότι απλώς έγιναν «κάποια λάθη». Ακόμα και αυτή η χλιαρή παραδοχή παραχωρήθηκε με το ζόρι αφού πρώτα ο Πρόεδρος παρεμπόδισε τις έρευνες επί χρόνια και καθυστέρησε την κυκλοφορία της έκθεσης για μήνες και αφού πρώτα φρόντισε να αφαιρέσει μερικά από τα πιο ανατριχιαστικά σημεία που αφορούν τη συμμετοχή του ΝΑΤΟ.
Συνεργασία με τη Μοσάντ
Η έκθεση της Γερουσίας δεν λέει τίποτε για τη συνεργασία ανάμεσα στη Μοσάντ, τη CIA και το Πεντάγωνο και τις κοινές τεχνικές βασανισμού που χρησιμοποιούσαν. Στην προσπάθειά τους να υπερασπιστούν τη χρήση βασανιστηρίων οι δικηγόροι της CIA και του Λευκού Οίκου επικαλέστηκαν συχνά την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ισραήλ από το 1999, που θεωρεί τα βασανιστήρια θεμιτά. Σύμφωνα με το ισραηλινό δικαστήριο οι βασανιστές λειτουργούσαν υπό καθεστώς ασυλίας, ιδιαίτερα ενάντια σε Άραβες, εάν αποδείκνυαν ότι «κάτι τέτοιο ήταν απαραίτητο για να προληφθούν ανθρώπινες απώλειες». Η CIA και ο Άλαν Ντέρσογουιτζ, καθηγητής Νομικής στο Χάρβαρντ και φανατικός σιωνιστής, επικαλέστηκαν πολλές φορές το επιχείρημα της Μοσάντ περί «ωρολογιακής βόμβας» σύμφωνα με το οποίο «οι ανακριτές μπορούν να χρησιμοποιήσουν βασανιστήρια για να αποσπάσουν πληροφορίες προκειμένου να εμποδίσουν μια βομβιστική επίθεση», για να δικαιολογήσουν τα βασανιστήρια. Μάλιστα ο Ντέρσογουιτζ δεν δίστασε να αναφερθεί στην αποτελεσματικότητα της πρακτικής του βασανισμού των παιδιών των υπόπτων.
Οι αξιωματούχοι της CIA επικαλέστηκαν το ίδιο επιχείρημα για να δικαιολογήσουν τα βασανιστήρια κατά τη διάρκεια ακροάσεων στο Κογκρέσο το 2007, το 2005, το 2002 και νωρίτερα το 2001. Η CIA γνωρίζει ότι το Κογκρέσο, υπό τον έλεγχο του σιωνιστικού λόμπι, θα έβλεπε με καλό μάτι κάθε κυβερνητική πρακτική άσχετα πόσο διεστραμμένη και παράνομη, αρκεί να είχε την έγκριση των Ισραηλινών.
Η CIA και η Μοσάντ μοιράζονται, ανταλλάσσουν και αντιγράφουν η μία τις μεθόδους βασανισμού της άλλης. Οι Αμερικανοί βασανιστές μελέτησαν και εφάρμοσαν τις μεθόδους σεξουαλικής κακοποίησης και εξευτελισμού των Μουσουλμάνων κρατούμενων. Οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ εφαρμόζουν τα εγχειρίδια καταστροφής του «αραβικού μυαλού» των Ισραηλινών. Με τη σειρά τους οι Ισραηλινοί αντέγραψαν τις τεχνικές που χρησιμοποιούνται στις ΗΠΑ για αναγκαστική σίτιση των απεργών πείνας. Οι ΗΠΑ υιοθέτησαν την τεχνική της «Παλαιστινιακής κρεμάλας». Πάνω απ’ όλα οι ΗΠΑ αντέγραψαν από τους Ισραηλινούς και τελειοποίησαν τις «στοχευμένες» δολοφονίες– το θεμέλιο της αντιτρομοκρατικής πολιτικής του Ομπάμα. Αυτές οι δολοφονίες περιλαμβάνουν δεκάδες απώλειες αθώων αμάχων για κάθε «επιτυχημένο στόχο».
Η έκθεση της Γερουσίας δεν κατονομάζει τους εμπνευστές, τα κυβερνητικά στελέχη που φέρουν την πολιτική ευθύνη για τα βασανιστήρια.
Οι πρόεδροι Μπους και Ομπάμα και η πρόεδρος της επιτροπής της Γερουσίας Νταιάν Φάινσταιν καταφεύγουν στα επιχειρήματα των Ναζί εγκληματιών πολέμου: «δεν γνωρίζαμε», «παραπλανηθήκαμε» και «η CIA δεν μας πληροφόρησε».
Οι δικαστές στη Νυρεμβέργη δεν τους πίστεψαν. Με τον ίδιο τρόπο κανένα διεθνές δικαστήριο δεν μπορεί να κάνει δεκτό ότι οι ηγέτες των ΗΠΑ δεν γνώριζαν την επί δεκαετίες πρακτική της CIA να χρησιμοποιεί βασανιστήρια – ιδιαίτερα αφού ο πρώην αντιπρόεδρος Τσένι δικαιολόγησε αυτή την πρακτική από τηλεοράσεως και καυχήθηκε ότι θα την εφάρμοζε ξανά. (Αξίζει να αναρωτηθεί κανείς από πού προήλθε το μόσχευμα καρδιάς του Τσένι…).
Τυπική διαδικασία
Κατά τη διάρκεια της προεδρίας Μπους, οι επικεφαλής της CIA υπέβαλαν τακτικά λεπτομερείς αναφορές –ακόμα και με βίντεο– που περιελάμβαναν τις πηγές και τις μεθόδους απόκτησης πληροφοριών. Ο νυν επικεφαλής της CIA Τζον Μπρέναν δήλωσε ότι δεν κρατούσαν τίποτε κρυφό και τότε και τώρα. Από το 2001 και μετά τα βασανιστήρια ήταν η προτιμώμενη μέθοδος απόσπασης πληροφοριών όπως αποκάλυψαν κορυφαία στρατιωτικά στελέχη στη διάρκεια των ερευνών για τους βασανισμούς στο Αμπού Γκράιμπ.
Σε συσκέψεις της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας (NSA) υπό τον Πρόεδρο, κυκλοφορούσαν λεπτομερείς αναφορές βασισμένες σε «ανακρίσεις» της CIA. Είναι απόλυτα λογικό να πιστεύουμε ότι κάθε παριστάμενος ήξερε πώς η CIA αποκτούσε αυτές τις «πληροφορίες». Κι αν κάποιος απέφευγε να ρωτήσει, αυτό γινόταν απλά γιατί ήξερε ότι τα βασανιστήρια ήταν «η τυπική διαδικασία λειτουργίας».
Όταν η Γερουσία αποφάσισε να ερευνήσει τις «μεθόδους της CIA», πριν από 5 χρόνια, δεν το έκανε γιατί την ενόχλησε η μυρωδιά των καμένων γεννητικών οργάνων. Το έκανε γιατί η CIA έθιξε τα προνόμια των Γερουσιαστών – είχε εμπλακεί σε επίμονη παρακολούθηση κάποιων γερουσιαστών μεταξύ των οποίων και της υπερ-γερουσιαστού Φάινσταιν. Τα εγκλήματα της CIA απειλούσαν τις πελατειακές σχέσεις τους σ’ όλο τον κόσμο και επιπλέον παρά το όργιο βασανισμών και εξευτελισμού της ανθρώπινης υπόστασης δεν είχαν καταφέρει να κάμψουν την ένοπλη αντίσταση στο Αφγανιστάν, το Ιράκ, την Υεμένη και τη Συρία.
Η έκθεση της Γερουσίας είναι μια άσκηση δύναμης – ένας τρόπος για να ξανακερδίσει η Γερουσία πολιτικό χώρο και να χαλιναγωγήσει τη CIA. Η έκθεση απλά επιπλήττει τις «ανάρμοστες» μεθόδους. Δεν προχωρά σε διώξεις όσων ευθύνονται για τις εγκληματικές παραβιάσεις των διεθνών και εθνικών νόμων.
Είναι γνωστό σε εμάς, σε αυτούς και σε κάθε δικαστική αρχή σ’ όλο τον κόσμο ότι αν δεν υπάρξει τιμωρία όσων έχουν την πολιτική ευθύνη, τα βασανιστήρια θα συνεχίσουν να είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ιμπεριαλιστικής πολιτικής των ΗΠΑ: η ατιμωρησία ευνοεί την αυθαιρεσία.
Μπους και Τσένι απόλυτα ενήμεροι
Ο Ρίτσαρντ Τσένι, αντιπρόεδρος επί προεδρίας Μπους, διαβόητος εγκληματίας πολέμου και υπέρμαχος των μεθόδων βασανισμού δήλωσε δημόσια στις 10 Δεκεμβρίου 2014 ότι ο πρόεδρος Μπους είχε εγκρίνει τη χρήση βασανιστηρίων. Δήλωσε επίσης αυτάρεσκα ότι και οι δυο τους ήταν απόλυτα ενήμεροι.
Σ’ αυτή την πολιτική του βασανισμού που χρησιμοποιούν τόσο οι Ισλαμιστές εξτρεμιστές όσο και οι Ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ, πώς μπορεί ο αποκεφαλισμός ενός άοπλου κρατούμενου να αντιστοιχηθεί με την κατάψυξη γυμνών υπόπτων για τρομοκρατία; Όσο, δε, αφορά στο επιχείρημα της «διαφάνειας» που επικαλέστηκαν οι Γερουσιαστές με το σκεπτικό ότι αυτή θα «βελτιώσει την εικόνα των ΗΠΑ», οι Ισλαμιστές προχώρησαν ένα βήμα παραπέρα: έφτιαξαν ένα βίντεο που έδειχνε να αποκεφαλίζεται ένας αιχμάλωτος, το οποίο μεταδόθηκε σ’ όλο τον κόσμο.
Η έκθεση της Γερουσίας για τα βασανιστήρια της CIA δεν θα προκαλέσει παραιτήσεις πόσο μάλλον διώξεις ή δίκες, απλά γιατί τα τελευταία 20 χρόνια τα εγκλήματα πολέμου όπως κι αυτά της αστυνομίας και των μυστικών υπηρεσιών και οι οικονομικές απάτες δεν διώκονται ποινικά. Κανείς από τους υπεύθυνους δεν παρουσιάστηκε ποτέ έστω και για μια μέρα σε δικαστήριο. Προστατεύονται από την πλειοψηφία των πολιτικών ηγετών που υποστηρίζουν απροκάλυπτα τη CIA και τις απάνθρωπες μεθόδους της. Η μεγάλη πλειοψηφία του Κογκρέσου και ο πρόεδρος των ΗΠΑ εγκρίνουν κάθε χρόνο τον πάνω από 100 δισ. ετήσιο προϋπολογισμό της CIA και του εγχώριου ομολόγου της, της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας. Ενέκριναν τον προϋπολογισμό τους στις 10 Δεκεμβρίου του 2014, την ώρα που οι «αποκαλύψεις» έπεφταν βροχή. Επιπλέον και ενώ η θύελλα των αποκαλύψεων συνεχίζεται, ο Ομπάμα συνεχίζει να διατάζει την εκτέλεση μέσω τηλεκατευθυνόμενων οχημάτων πολιτών των ΗΠΑ χωρίς δικαστική νομιμοποίηση.
Παρά τις πάνω από 6.000 σελίδες με στοιχεία και μαρτυρίες που θεμελιώνουν αυτά τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, είναι απίθανο να ζητηθούν από τη Γερουσία παραιτήσεις των υπευθύνων. Όχι εξαιτίας της δράσης ενός μυστηριώδους παρακράτους. Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι του λαού, ο Πρόεδρος, οι γερουσιαστές, δημοκράτες και ρεπουμπλικάνοι, νεοφιλελεύθεροι και νεοσυντηρητικοί διαπλέκονται βαθιά με τους μηχανισμούς των υπηρεσιών ασφαλείας και μοιράζονται τον ίδιο στόχο για παγκόσμια κυριαρχία. Εάν η αυτοκρατορία χρειάζεται πολέμους, τηλεκατευθυνόμενα, εισβολές, κατοχές και βασανιστήρια, ας είναι!
Μόνο όταν η αυτοκρατορία ξαναγίνει δημοκρατία θα εξαφανιστούν τα βασανιστήρια και οι πολιτικοί θα δικαστούν για τα εγκλήματα που έχουν διαπράξει: Εκεί που σταματά η ατιμωρησία αρχίζει η δικαιοσύνη.
Ο James Petras είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο State University της Νέας Υόρκης. Το κείμενο είναι από το τελευταίο βιβλίο του The politics of Imperialism: the US, Israel and the Middle East, Atlanta, Clarity Press, 2014
Μετάφραση: Νίκος Μαγνήσαλης